Πρωί Παρασκευής, τελευταίες βόλτες στις κεντρικές πλατείες της Κατάνιας. Στην Πλατεία Πανεπιστημίου, συγκεντρωμένοι μαθητές, γονείς και δάσκαλοι, διαδηλώνουν δυνατά. Ζητούν επίλυση στα προβλήματα της Παιδείας, αντίθετοι στην ιδιωτικοποίηση αλλά και την υποβάθμιση των δημόσιων σχολειών.
Μέσα από το κτήριο, αγανακτισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, τους κάνουν νοήματα να φύγουν. Και τα παιδιά, όλο και αγριεύουν. Οι γονείς και οι δάσκαλοι πιο πίσω, με μπλουζάκια που γράφουν συνθήματα και πλακάτ, ήρεμοι, παρακολουθούν.
Τηλεοπτικά συνεργεία, δημοσιογράφοι, τουρίστες, περίεργοι περαστικοί, πλαισιώνουν την συγκέντρωση. Ένας απαιτητικός φωτογράφος στήνει επί δέκα λεπτά κάτι μανάδες, ώστε να τις φωτογραφίσει με τα πανώ. Εκείνες ψυχρές, περιμένουν να τελειώσει με τις φωτογραφίες. Βρίσκω κι εγώ την ευκαιρία να τις φωτογραφίσω.
Πιο πίσω περιπολικά, ασθενοφόρο κι ένα αυτοκίνητο της Εταιρείας Προστασίας Ζώων(!). Απλά κοιτάνε από μακριά τη συγκέντωση με απόλυτα βαριεστημένο ύφος.
Και πάμε παρακάτω, σε μια άλλη πλατεία να πιούμε τον καφέ μας χαλαροί.
Δεν βρήκα το κομμάτι στο διαδίκτυο, αντιγράφω μόνο τους στίχους:
Μικρός μονομάχος - Διονύσης Σαββόπουλος
Σε δημοτικό γηπεδάκι το βραδάκι συρμάτινο
πλεχτό κι από πάνω ένα φωτάκι
Το σκούφο του φορώντας τριπλάρει
ολομόναχο και λέει μονολογώντας
Πως μου την σπάνε οι γονείς μου
Θεε μου κι οι φριχτοί συμμαθηταί μου
Και η Καίτη κι η μικρή της αδερφή
απ' το πλάι που παίρνει το μέρος της
και μου την σπάει
Μου την σπάνε αράδα θεολόγους φιμάδα Λυκειάρχου προβοσκίς
κι η γυμνάστρια η ψωνάρα, του μεγάρου μουσικής
Η δημόσια εικόνα, τα παραισθησιογόνα
Οι ομάδες, οι ροκάδες, οι σταθμοί και οι κοιλάδες
Οι εξάρσεις του εθνικού μας βίου κι ο προγυμναστής του φροντιστηρίου
Όλος πιτυρίδα, μούσι και τσαντάκι ενημερωμένος από τον Κακαουνάκη
15 χρονώ τι 'ναι αυτό το κενό που μου κρύβετε
ορμάει με το μπουφαν του
Πίσω ο τόπος τυφλός κι ακυβέρνητος βροντάει την μπασκέτα του
Κι όπως είμαι έτσι εγώ τερατόμορφος στο θόλο του απεράντου
Πολιτείας εφιάλτης ορθός είμαι αυτός ο βυθός, ναι
Είμαι κι όλας νεκρός, ναι Λυσσασμένος για φως, ναι
Ναι, ναι, ναι
Το κοινό, που να βρίσκεται κρυμμένο
Γιορτινό, μακρινό κι αγαπημένο, το κοινό
Στον εαυτό μου να βουτήξω
Και στα βάθη του ν' αγγίξω ουρανό
Γέρνει ο ήλιος μες στον αφρό το περιδέραιο
Σκόνες φωτεινές απ' τις περσίδες ως το στέρεο
Κι αφήνεται στο πλάι
Με κάννες και τριαντάφυλλα και μέσα του βουτάει
Στην στιγμή τα λαμπιόνια ανάβουνε
Προβολείς του βυθού μας χτενίζουνε
Κι αποσπούν ένα ένα τα πρόσωπα
Γελαστά προς τα εδώ ταξιδεύουνε
Με αλογάκια κουρδιστά κι ανεβαίνουνε
Καβαλώντας αυλές και μαντρότοιχους
Στον ρυθμό μιας ομάδας που παίζανε
Και μου λένε, άμα κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου
Δεν θα βρεις τον εαυτό σου, αλλά όλους τους άλλους
Τους μικρούς και τους μεγάλους
Γιατί ο χρόνος είναι ένας
Και δεν πέθανε κανένας
Και αφήνει πάλι γένη, ενωμένοι, νικημένοι
Σαν αυτόν τον στιχουργό που δεν βγήκε απ' τ' αβγό
Και σε βρήκε στο ρεφρεν του κι άκου το ανακοινωθέν του
Η αφεντιά σου λοιπόν 15 χρονώ και βαρέθηκε
Κι απ' την έξω ερημιά προς τα μέσα νερά καταδύθηκε
Η από μέσα σου ελεύθερη πτώση
Της γενιάς σου το στίγμα θα δώσει
Αθλοφόρε του εσώτατου χώρου
Και μετά θα μας δεις σε βουή καταιγίδα
Σαν τους κρίκους μακράς αλυσίδας
Ή χλωρίδας που σπρώχνει διαρκώς
Μέσα απ' τ' άνοιγμα που 'χει ο βλαστός
Το λουλούδι κι ας είσαι μικρός
Της διάσωσης το έργο θα νιώσεις
Την συντήρηση ως πάθος θα υψώσεις
Όσο πάει και πιο ακραία θα κινείσαι
Και θα χάνεις τον εαυτό σου και θα είσαι
Τελευταίος κρίκος κι ένας
Της σειράς και της καδένας προς το φως
Μας ακούει, θαρρώ πως κοιμάται και το walkman στο στήθος του ανάβει
Το αστεράκι του χειμώνα Και το εν του νέου αιώνα Του σχολειού του η τάξη είναι εκεί ξαφνική μουσική
Των ηρώων η γενιά θα ονομαστεί
Έρχονται απ' το μέσα ταξίδι
Του ονειρόθεου και η χώρα στροφιστή
Ξεσφραγίζουν, κυλάει ο βράχος
Στου αιώνα της την πρώτη ανθοφορία
Σ' ένα δάσος με λαμπάδες
Που δεν θα 'βρεις μονάχος
Με της νιότης τον θυμό να αφανισθεί
Θα με δει, τον λαιμό του γυρνάει να με δει
Σαν παιδί που απ' το κοινό έχει πείρα
Ο δικός μου μικρός μονομάχος
Το κοινό, που να βρίσκεται κρυμμένο Γιορτινό,
μακρινό κι αγαπημένο, το κοινό
Στον εαυτό μου να βουτήξω
Και στα βάθη του ν' αγγίξω ουρανό