Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος...


Πάνω σ' ένα βραχάκι ένα ζευγάρι πασχαλίτσες, κάθεται και ρεμβάζει τη θέα. Το φωτογραφίζω από κοντά. Πάω λίγο πιο πέρα. Γυρνάω πίσω και βλέπω μια χοντρή γερμανίδα να κάθεται πάνω στο βραχάκι με το ζευγάρι. Η γερμανική "μπότα", ακόμα μας κατατρέχει.



Είδα χιλιάδες πασχαλίτσες εκεί ψηλά, στο ηφαίστειο. Τις είδα με τα μάτια μου κι ήταν όμορφες. Υπήρχαν παντού. Ήταν αδύνατον να μην τις πατήσει κανείς. Σκαρφαλωμένες πάνω σε κιτς σουβενίρ φτιαγμένα από λάβα(;). Σκαρφαλωμένες πάνω σε μεγαλόπρεπες απεικονίσεις της Παναγίας των Δακρύων -κι αυτές από την ίδια λάβα. Θεϊκό σημάδι;;;




Στην αρχή πρόσεχα πολύ που πάταγα, μετά ξεχάστηκα, αφήνοντας πίσω μου δεκάδες θύματα. Στην κυριολεξία...



Paradise [Remix] - Sade

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Sicily, ti amo!


Catania, Piazza Universita



Catania, Piazza Duomo


Η Σικελία είναι κούκλα, το είπαμε. Είναι και τεράστια. Τις τρεις μέρες που νοικιάσαμε αυτοκίντηο, καταφέραμε να δούμε μόνο την ανατολική της πλευρά. Από τη Μεσσίνα μέχρι τη Συρακούζα, ενώ μέναμε στην πανέμορφη Κατάνη.


Κατάνια, Piazza Duomo (noturno)


Η Κατάνη είναι μια πολύ μεγάλη πόλη - η δεύτερη της Σικελίας- στους πρόποδες της Αίτνας δίπλα στη θάλασσα του Ιονίου, όπως την αποκαλούν. Χτισμένη από Χαλκιδείς, της Νάξου της Σικελίας. Πανέμορφα κτήρια, πλατείες και πολύς κόσμος. Την περπατήσαμε πολύ και δεν τη χόρτασα. Είναι η μόνη πόλη που έχω επισκεφθεί στη ζωή μου και είπα: "Ναι, εδώ θα μπορούσα να ζήσω μόνιμα"!


Η Όπερά της, φέρει το όνομα του μεγάλου συνθέτη Bellini κι έχει μια από τις καλύτερες ακουστικές στον κόσμο. Ένα καντούνι που περνά κάτω από την ανατολική της πτέρυγα, έχει ονομαστεί Μαρία Κάλλας, προς τιμήν της μεγάλης σοπράνο.



Κατάνια, Teatro Bellini



Κατάνια, Teatro Bellini - Via Maria Callas


Στην υπαίθρια ψαραγορά της, μπορεί κανείς να βρει ό,τι ψάρι και θαλασσινό λαχταράει η ψυχή του. Από χορταράκια της θάλασσας και διάφορα όστρακα, μέχρι και μικρούς καρχαρίες. Όλα φρέσκα!



Στα καντούνια, γύρω από τη ψαραγορά, ντελικατέσσεν, μανάβικα και χασάπικα. Όλα έξω.


Όπου κι αν πήγαμε οι άνθρωποι ήταν άνετοι, χαλαροί, κομψοί, με καλούς τρόπους. Ένοιωθα μόνιμα ζεστά και οικεία, τον παραμικρό φόβο δεν είχα, ακόμα κι ανάμεσα στο μέγα πλήθος, Σαββατόβραδο στα υπέροχα wine bar. Με δεκάδες ετικέτες κρασιών ιταλικών και μεγάλη γκάμα σισιλιάνικων. Όσα δοκιμάσαμε, ήταν εξαιρετικά επίσης.



Κατάνια, Piazza Duomo


Ο ακριβότερος καφές που γευτήκαμε είχε την τιμή των 2 ευρώ, ο φθηνότερος 60 λεπτά και ήταν επίσης εξαιρετικός. Τα γλυκά με φορτώσανε με παραπανίσια κιλά, λες και δεν μου έφταναν όσα είχα, αλλά ήταν αδύνατο να αντισταθώ! Ειδικά στις γρανίτες, στις οποίες έχουν και ειδίκευση μιας και τις ανακάλυψαν πρώτοι, παρασκευάζοντάς τες αρχικά με χιόνι από την Αίτνα. Τα πιάτα με θαλασσινά εξαίσια, τα κρεατικά όχι και τόσο καλά. Η πίτσα πολύ καλή και εντελώς φτηνή.


Ταορμίνα, Ίζολα Μπέλλα

Συρακούζα, Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο



Ταορμίνα, στο βάθος "κρεμμασμένο" το αρχαίο ελληνικό θέατρο


Ωραίες παραλίες με άμμο ή βότσαλο. Αρχαίο Ελληνικό στοιχείο παντού. Σε ιδιαίτερα σημεία, χτισμένα θέατρα με πανέμορφη θέα. Η Αίτνα μαγευτική, κάπνιζε συνεχώς, ότι ώρα και να την κοίταζες. Σου υπενθυμίζει συνεχώς την παρουσία της, σαν αρκούδα σε χειμερία νάρκη που όμως ανά πάσα στιγμή μπορεί να κάνει το μπαμ!

Αίτνα, ο κρατήρας Σιλβέστρι


Η Αίτνα από τη Νάξο



Αίτνα, κρατήρας Σιλβέστρι


Όσο κι αν προσπαθώ δεν βρίσκω κάτι αρνητικό να πω για τη Σικελία. Θα περίμενα μόνο, να ήταν πιο καθαρή. Τα σκουπίδια μου έκαναν κακή εντύπωση γιατί μου θύμιζαν έντονα την κακή πλευρά του δικού μου τόπου που δεν θέλω να θυμάμαι. Στη τελική λες "εδώ είναι Ευρώπη, όχι σαν κι εμάς!" κι όμως είναι το ίδιο, φορές...



Ταορμίνα, αρχαίο θέατρο


Κατάνια, Teatro Romano

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Για το blog μου, αυτόν τον ταπεινό ψυχοθεραπευτή


Αγαπητό μου blog,


Τα κακά νέα, έρχονται συνήθως βράδυ. Λες και το φως της μέρας, εμποδίζει τη διέλευσή τους.


Ωστόσο, είμαι καλά. Δεν έχω κι άλλη επιλογή! Πρέπει να είμαι καλά για να βοηθήσω όσους με χρειάζονται.


Αγαπητό μου blog, ευχαριστώ που δέχεσαι να γράφω πάνω στα πεδία σου ότι μουρλαμάρα μου κατέβει, χωρίς να χρειάζεται να σε πληρώνω κάθε φορά που σου καταθέτω τα "εσώψυχά" μου.


Είθε ο θεός Digital, να προστατεύει τους κώδικές σου. Είθε να μπορώ κι εγώ να σε χρησιμοποιώ ώστε να αποφύγω(;) την απόλυτη παράνοια.


Ευχαριστώ, από καρδιάς!


Dana Semitecolo

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Μικροί μονομάχοι vs European Union




Πρωί Παρασκευής, τελευταίες βόλτες στις κεντρικές πλατείες της Κατάνιας. Στην Πλατεία Πανεπιστημίου, συγκεντρωμένοι μαθητές, γονείς και δάσκαλοι, διαδηλώνουν δυνατά. Ζητούν επίλυση στα προβλήματα της Παιδείας, αντίθετοι στην ιδιωτικοποίηση αλλά και την υποβάθμιση των δημόσιων σχολειών.



Μέσα από το κτήριο, αγανακτισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, τους κάνουν νοήματα να φύγουν. Και τα παιδιά, όλο και αγριεύουν. Οι γονείς και οι δάσκαλοι πιο πίσω, με μπλουζάκια που γράφουν συνθήματα και πλακάτ, ήρεμοι, παρακολουθούν.



Τηλεοπτικά συνεργεία, δημοσιογράφοι, τουρίστες, περίεργοι περαστικοί, πλαισιώνουν την συγκέντρωση. Ένας απαιτητικός φωτογράφος στήνει επί δέκα λεπτά κάτι μανάδες, ώστε να τις φωτογραφίσει με τα πανώ. Εκείνες ψυχρές, περιμένουν να τελειώσει με τις φωτογραφίες. Βρίσκω κι εγώ την ευκαιρία να τις φωτογραφίσω.




Πιο πίσω περιπολικά, ασθενοφόρο κι ένα αυτοκίνητο της Εταιρείας Προστασίας Ζώων(!). Απλά κοιτάνε από μακριά τη συγκέντωση με απόλυτα βαριεστημένο ύφος.



Και πάμε παρακάτω, σε μια άλλη πλατεία να πιούμε τον καφέ μας χαλαροί.








Δεν βρήκα το κομμάτι στο διαδίκτυο, αντιγράφω μόνο τους στίχους:


Μικρός μονομάχος - Διονύσης Σαββόπουλος


Σε δημοτικό γηπεδάκι το βραδάκι συρμάτινο

πλεχτό κι από πάνω ένα φωτάκι

Το σκούφο του φορώντας τριπλάρει

ολομόναχο και λέει μονολογώντας
Πως μου την σπάνε οι γονείς μου

Θεε μου κι οι φριχτοί συμμαθηταί μου

Και η Καίτη κι η μικρή της αδερφή

απ' το πλάι που παίρνει το μέρος της

και μου την σπάει

Μου την σπάνε αράδα θεολόγους φιμάδα Λυκειάρχου προβοσκίς

κι η γυμνάστρια η ψωνάρα, του μεγάρου μουσικής

Η δημόσια εικόνα, τα παραισθησιογόνα

Οι ομάδες, οι ροκάδες, οι σταθμοί και οι κοιλάδες

Οι εξάρσεις του εθνικού μας βίου κι ο προγυμναστής του φροντιστηρίου

Όλος πιτυρίδα, μούσι και τσαντάκι ενημερωμένος από τον Κακαουνάκη
15 χρονώ τι 'ναι αυτό το κενό που μου κρύβετε

ορμάει με το μπουφαν του

Πίσω ο τόπος τυφλός κι ακυβέρνητος βροντάει την μπασκέτα του

Κι όπως είμαι έτσι εγώ τερατόμορφος στο θόλο του απεράντου

Πολιτείας εφιάλτης ορθός είμαι αυτός ο βυθός, ναι

Είμαι κι όλας νεκρός, ναι Λυσσασμένος για φως, ναι

Ναι, ναι, ναι
Το κοινό, που να βρίσκεται κρυμμένο

Γιορτινό, μακρινό κι αγαπημένο, το κοινό

Στον εαυτό μου να βουτήξω

Και στα βάθη του ν' αγγίξω ουρανό
Γέρνει ο ήλιος μες στον αφρό το περιδέραιο

Σκόνες φωτεινές απ' τις περσίδες ως το στέρεο

Κι αφήνεται στο πλάι

Με κάννες και τριαντάφυλλα και μέσα του βουτάει
Στην στιγμή τα λαμπιόνια ανάβουνε

Προβολείς του βυθού μας χτενίζουνε

Κι αποσπούν ένα ένα τα πρόσωπα

Γελαστά προς τα εδώ ταξιδεύουνε

Με αλογάκια κουρδιστά κι ανεβαίνουνε

Καβαλώντας αυλές και μαντρότοιχους

Στον ρυθμό μιας ομάδας που παίζανε

Και μου λένε, άμα κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου

Δεν θα βρεις τον εαυτό σου, αλλά όλους τους άλλους

Τους μικρούς και τους μεγάλους

Γιατί ο χρόνος είναι ένας

Και δεν πέθανε κανένας

Και αφήνει πάλι γένη, ενωμένοι, νικημένοι

Σαν αυτόν τον στιχουργό που δεν βγήκε απ' τ' αβγό

Και σε βρήκε στο ρεφρεν του κι άκου το ανακοινωθέν του
Η αφεντιά σου λοιπόν 15 χρονώ και βαρέθηκε

Κι απ' την έξω ερημιά προς τα μέσα νερά καταδύθηκε

Η από μέσα σου ελεύθερη πτώση

Της γενιάς σου το στίγμα θα δώσει

Αθλοφόρε του εσώτατου χώρου

Και μετά θα μας δεις σε βουή καταιγίδα

Σαν τους κρίκους μακράς αλυσίδας

Ή χλωρίδας που σπρώχνει διαρκώς

Μέσα απ' τ' άνοιγμα που 'χει ο βλαστός

Το λουλούδι κι ας είσαι μικρός

Της διάσωσης το έργο θα νιώσεις

Την συντήρηση ως πάθος θα υψώσεις

Όσο πάει και πιο ακραία θα κινείσαι

Και θα χάνεις τον εαυτό σου και θα είσαι

Τελευταίος κρίκος κι ένας

Της σειράς και της καδένας προς το φως
Μας ακούει, θαρρώ πως κοιμάται και το walkman στο στήθος του ανάβει

Το αστεράκι του χειμώνα Και το εν του νέου αιώνα Του σχολειού του η τάξη είναι εκεί ξαφνική μουσική
Των ηρώων η γενιά θα ονομαστεί

Έρχονται απ' το μέσα ταξίδι

Του ονειρόθεου και η χώρα στροφιστή

Ξεσφραγίζουν, κυλάει ο βράχος

Στου αιώνα της την πρώτη ανθοφορία

Σ' ένα δάσος με λαμπάδες

Που δεν θα 'βρεις μονάχος

Με της νιότης τον θυμό να αφανισθεί

Θα με δει, τον λαιμό του γυρνάει να με δει

Σαν παιδί που απ' το κοινό έχει πείρα

Ο δικός μου μικρός μονομάχος
Το κοινό, που να βρίσκεται κρυμμένο Γιορτινό,

μακρινό κι αγαπημένο, το κοινό

Στον εαυτό μου να βουτήξω

Και στα βάθη του ν' αγγίξω ουρανό


Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Διαφημίσεις


Στην επιστροφή από κάθε ταξίδι αναψυχής, χρειάζομαι κάποιο χρόνο προσαρμογής. Να επανενταχθώ στη καθημερινότητά μου. Να αφήσω χώρο και χρόνο ελεύθερο, στις εικόνες και στα συναισθήματα. Να μπει η εμπειρία στη θέση της και να μείνει εκεί.


Μετά, μπορώ σιγά - σιγά να το μοιραστώ με τον "έξω κόσμο". Τώρα όμως, θέλω χρόνο.


Μπορώ πάντως να πω με σιγουριά πως η Σικελία είναι κούκλα, από κάθε άποψη. Δεν θέλει χρόνο αυτό για να το αποφασίσω, είναι η πρώτη - πρώτη εντύπωση και είναι η καλύτερη!


Οι απίστευτες ώρες καθυστέρησης στην επιστροφή, μια απλόχερη χορηγία της Alitalia, σε συνδυασμό με την απαγόρευση του τσιγάρου, με έφεραν στα όρια του νευρικού κλονισμού αλλά σκεφτόμουν τη θέα από την Έτνα και κράταγα ένα καλό επίπεδο αυτοδιαχείρισης. Τελικά, δεν τον πληρώνω τζάμπα τον ψυχολόγο.


Να μην είμαι "άδικη". Υπήρχε μια γυάλα που έμπαινες μέσα και κάπνιζες, μαζί με καμπόσους άλλους μανιακούς καπνιστές. Πήγα δυο φορές και σκέφτηκα σοβαρά να κόψω το τσιγάρο. Ευτυχώς εγκατέλειψα την ιδέα μόλις έφτασα στην Αθήνα.


Σωτήριο και το βιβλίο "Οι Σουρεαλιστές συζητούν για το Σεξ", των εκδόσεων ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ. Με έκανε και γέλασα πολύ, εκεί που δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για γέλιο,μετά από 10 ώρες αναμονής, στο Fiumicino, το οποίο παρεμπιπτόντως, κουνιόταν συνεχώς σαν να έκανε σεισμό και δεν είχα δραμαμίνες μαζί μου.


Τουλάχιστον, αν ήξερα πως δεν θα γύρναγα στην ώρα μου, θα καθόμουν μια - δυο μέρες παραπάνω και θα πήγαινα και στο -κακόγουστα- πολυδιαφημισμένο πάρτυ για singles που γίνεται αύριο στη Κατάνια. Δεν έχει σημασία που δεν είμαι single, θα πήγαινα από περιέργεια, αγκαζέ με την περιπαικτική μου διάθεση.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2008

Καιρός δεν είναι...


... να πάω κι εγώ διακοπές, να ξεκουραστώ;


Καλή αντάμωση!

Η Γιορτή


Την Τετάρτη, 29 Οκτωβρίου και ώρα 8 μ.μ., εγκαινιάζεται η έκθεση ζωγραφικής, του καλού φίλου Μπάμπη Πυλαρινού. "Η Γιορτή" του Μπάμπη θα φιλοξενηθεί στο χώρο των Εκδόσεων Περίπλους, του συμπατριώτη μας Διονύση Βίτσου και θα διαρκέσει μέχρι τις 15 Νοεμβρίου.

Με αφορμή την έκθεση, από τις Εκδόσεις Περίπλους κυκλοφορεί το βιβλίο με τίτλο: "Η Γιορτή", Ζωγραφική κι ένα παραμύθι του Πλάτωνα Μαλλιάγκα.

Συγχαρητήρια κι από εδώ στον φίλο Μπάμπη αλλά και στον κ. Βίτσο για την πρωτότυπη ιδέα να φιλοξενηθεί μια έκθεση ζωγραφικής, σε έναν διαφορετικό χώρο από τους συνηθισμένους.



Ώρες λειτουργίας: καθημερινές και αργίες 11:00-14:00 και 18:00-21:00. Εκδόσεις Περίπλους, Ζαΐμη 31, Μουσείο. Τηλ. 210 3307001-4.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008

Ω Τι Όμορφη Μέρα!


Η κυρία "Μις Ξινισμένα Μούτρα Φορέβερ", μπήκε φουριόζα στο γραφείο και η καλημέρα της δεν ακούστηκε ως συνήθως, ήταν και πάλι νοητή. Με το ένα μάτι σε άρνηση, έφτιαξε έναν βαρύ ελληνικό καφέ και έκατσε στο γραφείο της. Η κυρία Εμμηνόπαυση από δίπλα, την κοίταξε εξεταστικά από την κορυφή ως τα νύχια. Ναι, ήταν γεγονός : τα καινούργια της loafers γυάλιζαν καινουργίλα στα πόδια της.

"Ανησυχείς μήπως γίνει κραχ;", ρώτησε κοφτά η κα Εμμηνόπαυση.
"Ο φόβος γεννά φόβο. Σκέφτομαι να κάνω τα λεφτά μου, ράβδους χρυσού. Άκουσα πως έτσι κάνουν όλοι οι έξυπνοι άνθρωποι", απάντησε ξινά η κα Μις Ξινισμένα Μούτρα Φορέβερ.

Η κα Εμμηνόπαυση άργησε να απαντήσει. Πάλεψε αρκετά μέσα της ώστε να μην ακουστεί επιθετική μα τελικά δεν κατάφερε να νικήσει τις ορμόνες της: "Τι σχέση έχεις εσύ με τους έξυπνους ανθρώπους;", πέταξε κατάμουτρα στη συνάδελφό της. Εκείνη, ατάραχη της πέταξε τον καφέ πάνω στο φούξια, Σανέλ ταγέρ που φορούσε και αναποδογύρισε το φλυτζανάκι της στο πιατάκι: "Θέλω να μάθω τη μοίρα μου!" δήλωσε με στόμφο και σαν να φάνηκε κάποιο χαμόγελο(;) στα χείλη της.

Στο μεταξύ, η κα Lost In Space -ελληνοαμερικάνα αυτή- έκλαιγε σ' ένα γραφείο παρακάτω και όλο έπαιζε στα χέρια της το μαργαριταρένιο κομποσκοίνι της, μονολογώντας: "Kyrie ton dunameon, kane na mh xa8ei olo to money. Poso 8a antekso xoris botox? Poso 8a antekso xoris personal trainer?". Ενώ ο απέναντι συνάδελφος, ο κύριος Φετίχης, ευρισκόμενος σε φοβερό ερωτικό οίστρο, χάιδευε απαλά το φύλο του, χαζεύοντας τις υπέροχες γόβες της κας Lost In Space, οι οποίες τον παρέπεμπαν κατευθείαν σε ένα kinky πορνό που είχε δει τις προάλλες.

Έξω ο ήλιος έλαμπε και όλα έδειχναν πως άλλη μια ωραία μέρα συνέβαινε. Μια υπέροχη μέρα!

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Αφιέρωση

Στον Τζώρτζη το Μουρλό ή Des, που τον "χάλασε" το Adagio!

Τζώρτζη, αγάντα!


Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

Άκου!


Κάθε μουσικό κομμάτι, για τους μουσικόφιλους τουλάχιστον, έχει να πει μια ιστορία στον καθένα που το ακούει. Η ιστορία διαμορφώνεται βάση του συναισθήματος που μπορεί να μας διακατέχει την στιγμή της ακρόασης ή ακόμα και της προσωπικής μας ανάγκης, όσον αφορά την επανατροφοδότηση(;) του συναισθήματος, γενικότερα. Μπορεί απλά και να κάνουμε μια προβολή του εαυτού μας, μέσα από αυτό, όπως καμιά φορά βλέποντας μια ταινία, αποφασίζουμε να πάρουμε το ρόλο του πρωταγωνιστή, του δεύτερου ή απλά και κάποιου κομπάρσου.


Φορές συμβαίνει το ίδιο μουσικό κομμάτι να δημιουργεί σε κάθε ακρόαση και άλλο συναίσθημα, να δίνει μια διαφορετική ιστορία, να δημιουργεί άλλες εικόνες. Δεδομένο πως η μουσική δημιουργεί εικόνες. Σκέφτομαι πόσες φορές μου έχει συμβεί και πόσες έχω δει να συμβαίνει, ένα μουσικό κομμάτι να συνδέεται με ένα πρόσωπο ή μια συγκεκριμένη κατάσταση. Όπως και να έχει, το σίγουρο είναι πως η μουσική είναι μαγεία. Από τις λίγες μαγείες που μπορούν να καταστούν, αυθόρμητα αντιληπτές από τον Άνθρωπο.


Όταν ακούω το Adagio in G minor, του Tomaso Albinoni, έχω πάντα την ίδια αίσθηση: ματαίωση. Είναι για εμένα, η ιστορία ενός ματαιωμένου έρωτα. Εκείνου που ξεκινά ματαιωμένος. Που ξέρουν και οι δυο εμπλεκόμενοι πως δεν πρόκειται να προχωρήσει, γιατί οι συνθήκες είναι τελείως κόντρα στην απλά θέληση. Εκτός, αν είναι διατεθειμένοι να κάνουν την υπέρβαση. Όμως στη συγκεκριμένη μουσική εκδοχή, είναι σίγουρο πως δεν είναι, αφού παραμένουν εγκλωβισμένοι στις καταστάσεις. Σαν ήρωες ενός μελό. "Σε θέλω, με θέλεις μα η μοίρα το θέλησε να ζούμε χωριστά".


Ακούω το κομμάτι κι αρχίζει γλυκά, τρυφερά. Έτσι όπως αρχίζει μια ερωτική ιστορία και εξελίσσεται όμορφα μα με 'κείνη την κρυφή πίκρα από πίσω να ακούγεται στις νότες που πατάει. Και μετά, ο χωρισμός. Ο αναγκαστικός και ανελέητος. Που απλά αφήνουν να συμβεί. Γιατί έτσι πρέπει να γίνουν τα πράγματα. Ένας μικρός - ή μεγάλος- χαμός. Μια ακόμη ήττα στην ιστορία του Έρωτα. Και θλίψη και πόνος, προδιαγραμμένος από την αρχή.


Ένας φίλος λέει, πως το κομμάτι αυτό έχει να κάνει με την ανθρώπινη απώλεια. Με τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Αυτό του λέει το Adagio. Ίσως να 'χει δίκιο αλλά κι ο χωρισμός, σάμπως δεν είναι θάνατος; Ενίοτε και τόσο λυτρωτικός θάνατος!


1730 Albinoni / Adagio - Your Mothers

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Το Τραταμέντο (γλυκό του κουταλιού κυδώνι)



Κάνει γιάτσο απόψε. Έβαλε βοριά. Τέτοιο καιρό, επεριμέναμε πως και πως σαν παιδιά. Δε νογάς για ποίο πράμα σου μιλώ...


Που να καταλάβετε εσείς οι νέοι! Μετά τσι σεισμούς του '53, τότε που μέναμε τσι παράγκες τση Παναγούλας, ήτανε δύσκολα τα χρόνια. Πιότερο δύσκολα για τσι γονέους μας, που είχανε οχτώ στόματα να θρέψουνε, ξέχωρα τα δικά τους.


Εμείς ως χωραΐτες, δεν είχαμε να σε χαρώ ούτε ένα λιόφυτο δικό μας. Πως νομίζεις πως εκονομάγαμε το λάδι μας; Θα σου πω να το μάθεις. Επηγαίναμε στα λιοστάσια εκεί κοντά στον Άγιο Λύπιο, στον Καλλιτέρο και μαζώναμε από χάμου τσι ελιές, μία – μία.


Τσι πιο πολλές φορές, επηγαίναμε στο λιοστάσι του Γιωργέλου. Εφτός δεν τσι φύλαγε και πολύ τσι ελιές του κι έτσι καταφέρναμε να μαζώξουμε αρκετές. Μας είχε η μάνα μας φτιασμένα τενεκεδάκια, από γάλα εβαπορέ. Εφτά γιομίζαμε και τα αδειάζαμε σ' ένα σακί που είχαμε. Να δεις παιχνίδια και χαρές! Εσβινταριζόμασταν, ποίο παιδί θα μαζέψει τα περισσότερο μπουρούκια ελιές, από χάμου. Βέβαια, μες στη βιασύνη μας, εμαζώναμε και λάσπες και φύλλα αλλά δεν μας επείραζε. Με ησυχία στο σπίτι, τα ξεδιαλέγαμε.


Μία φορά το λοιπό, απογιοματάκι με τέτοιο καιρό, βοριά του κερατά, μας έστειλε η μάνα μας στου Γιωργέλου να μαζώξουμε ελούλες. Νοέμβρης ήτανε κι έκανε ένα κρύο! Μα τι να σου ειπώ; Και το λιοστάσι μέσα λάσπη ένα γόνα, είχε βρέξει τσι προηγούμενες μέρες. Πάμε το λοιπό ούλα μαζί τα παιδία, με τα μπουρουκάκια μας και με το σακί μας. Εκειός όμως ο αναθεματισμένος ο Γιωργέλος, ήτανε απάνου σ' ένα ύψωμα κρυμμένος κι έκανε την "ανάγκη" του. Επήγε ψηλά για να επιτηρεί και το λιοστάσι, ήξερε πως ήτουνα μέρα «πονηρή»!


Εκεί, να σε χαρώ, που είχαμε μαζώξει μισό σακί ελιές και εγελάγαμε κι επαίζαμε βλέπουμε τον Γιωργέλο να κατεβαίνει τσι όχτους με τα παντελόνια μισοκατεβασμένα, τα βάσταγε με το ένα χέρι μην του πέσουνε και στο άλλο εκράταγε μία κατσουρίδα. Μας εφώναζε από μακρία: «να πάρει ο διάοτσος τσι πατεράδες σας, δεν θα σας τσακώσω, θα δείτε παλιοπράματα!». Μία πεταξία εμείς τα μπουρούκια και βάνουμε τη πιλάλα. Ο αδερφός μου ο Γιάννης, ως μεγαλύτερος, εσκέφτηκε και πήρε το σακί με τσι ελιές και για να μην το κουβαλούμε που έπρεπε να τρέξουμε μην μας πιάσει ο φουρκισμένος, το 'κρυψε μέσα σε μία ριζολιά.


Που να μας τσακώσει ο Γιωργέλος με τα σώβρακα κατεβασμένα; Εσκόνταψε και γκρεμοτσακίστηκε – ο έρμος- κι εμείς είχαμε φτάσει στη Χώρα, που λέει ο λόγος. Έλα όμως που εμένανε εχώθηκε το παπούτσι μου στη λάσπη και παραλίγο να με τσακώσει; Με ένα παπούτσι έφυγα από τον Άι Λύπιο! Ε, μα το σταυρό που σου κάνω! Και κλάμα ούλο το δρόμο που έχασα το παπουτσάκι μου. Σάμπως είχα κι άλλο ζευγάρι από δαύτο;


Και σαν πονηράδια που ήμαστε, δεν επήγαμε αμέσως στο σπίτι, μην έρθει και μας έβρει εκεί. Ήξερε ότι ήμαστε παιδιά τση Μπάμπαινας, μην πα' και λες...Μετά από ώρα επήγαμε σπίτι μας, στη παράγκα δηλαδή εκεί, στη Παναγούλα. Κι ήρθε εφτός ο Γιωργέλος κι έκαμε τα παράπονα στη μάνα μας! Εφτούνη όμως βάσταγε από το Γερακαρίο, δεν είχε και πολλούς Αγίους, που λέμε. Τον έκαμε τρία λεφτά, πως τση κατηγόριε τα παιδιά τσης άδικα αφού από το σπίτι δεν είχανε ξεμυτίσει παρά εμελετάγανε τα μαθήματά τους. Τι να κάμει κι ο Γιωργέλος; Επήγε καλιά του, σπίτι του.


Το κοντόβραδο, ο αδερφός μας ο Γιάννης επήγε ξανά οπίσω στο λιοστάσι κι έφερε το σακί με τσι ελιές που το είχε τρουπομένο μέσα στη ριζολιά, κρυμμένο καλά κι έβρηκε και το παπουτσάκι μου και μου το έφερε! Ω χαρές που του 'καμα! Μόνο τα πόδια που δεν του φίλησα από τη χαρά μου!


Κι η μάνα μας, χαρούμενη κι εφτούνη η καψερή, ξεκλείδωσε το ντουλάπι όπου εφύλαγε βάζα με γλυκό του κουταλιού και μας εκέρασε κυδώνι, που το 'χε φτιάξει τον Οκτώβρη. Ακόμα θυμάμαι τη γλύκα του στο στόμα μου! Το πιο ωραίο τραταμέντο τση ζωής μου ούλης!



Κι η συνταγή, για γλυκό του κουταλιού κυδώνι από την κυρά Μπάμπαινα:

Υλικά
Μία οκά κυδώνια
Μία οκά κι εκατό δράμια ζάχαρη
Δύο φλυτζάνες του τσαγιού νερό
Δύο – τρία φύλλα αρμπαρόριζα
Δύο κουταλιές της σούπας, χυμό λεμονιού

Εκτέλεση

Καθαρίζουμε τα κυδώνια και τα τρίβουμε στον χοντρό τρίφτη του τυριού. Τα βάζουμε στην παδέλα με το νερό και τα αφήνουμε να βράσουνε σκεπασμένα, μέχρι να μαλακώσουν. Κατόπιν, ρίχνουμε τη ζάχαρη και τα βράζουμε σε δυνατή φωτιά μέχρι να δέσει καλά το σιρόπι του γλυκού μας. Στο τέλος, λίγο πριν το σβήσουμε, προσθέτουμε την αρμπαρόριζα για το άρωμα και το λεμόνι.