Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Shibari

 
 
Τίναξε το τσιγάρο στο τασάκι δύο, κοφτές φορές όπως έκανε πάντα.
Από το ραδιόφωνο ακουγόταν κάτι αδιάφορο και δεν είχε νυχτώσει παραπάνω από δύο ώρες.
Ήπιε μια μικρή γουλιά από το ποτό του που είχε αρχίσει να νερώνει και είπε: "Κοίτα αγάπη, το πιο όμορφο ναρκωτικό είναι το LSD. Ξέρεις γιατί;"
"Όχι", απάντησε η "αγάπη".
"Γιατί σε παίρνει από το χέρι και σε ξεναγεί σε μονοπάτια του μυαλού σου που δεν έχεις ξαναπερπατήσει. Βλέπεις πράγματα που δεν ήξερες πως υπάρχουν. Νοιώθεις όπως δεν έχεις ξανανοιώσει.", εξήγησε.
"Νομίζω πως θα με τρόμαζε αυτό.", είπε εκείνη.
"Καλά κάνεις και φοβάσαι. Μπορεί να χανόσουν σε κάποιο από αυτά τα μονοπάτια και να έμενες εκεί για πάντα.", είπε εκείνος.
Τίναξε ξανά το τσιγάρο, δύο, κοφτές φορές στο τασάκι. Ήπιε μια γουλιά από το νερωμένο ποτό.
Aπό το ραδιόφωνο ακουγόταν ο Κοέν στο "I'm your man" κι εκείνη άρχισε να κουνάει το πόδι της, πάνω στο ρυθμό, με κάποια λαγνεία.
Ήπιε μια γερή γουλιά και είπε, "Πάει κι αυτός... Το τριπάρισμα που λες, είναι ωραίο αλλά επικίνδυνο. Αν καταφέρεις και τη γλιτώσεις όμως, θα έχεις ανοίξει έναν δρόμο για πάντα, μέσα στο μυαλό σου. Έναν δρόμο, που πάντα θα ξέρεις πως να τον περπατήσεις. Χωρίς τη βοήθεια της ουσίας... Θα σου έχει μείνει το "κουσούρι". Για πάντα, αγάπη!".
"Ωραίο ακούγεται..."
Έσβησε το τσιγάρο του, Τέλειωσε το ποτό του. Χάθηκαν και τα λόγια του Κοέν.
"Αγάπη, ήρθε η ώρα. Φέρε το σκοινί και μην μιλήσεις άλλο απόψε."

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Δεν είμαι φίλη σου



Μη με λες φίλη σου. Δεν είμαι. Φίλος είναι εκείνος που θα έκανε τα πάντα για εσένα, που θα έκανες τα πάντα γι' αυτόν. Εκείνος που θα έδινε και τη ζωή του, αν σου χρειαζόταν. Για εκείνον θα αψηφούσες κι εσύ τον θάνατο, που τόσο μας τρομάζει. 

Μη με λες φίλη σου. Δεν είμαι. Υπάρχει πάθος εδώ, που μας κατακλύζει, φορές. Δεν είμαι φίλη. Είμαι κάτι άλλο. Δεν ξέρω τι. Ούτε κι εσύ ξέρεις και επιλέγεις να με λες φίλη, μα δεν είμαι. 

Τους φίλους δεν τους φιλάμε στο στόμα, δεν τους αγγίζουμε με τέτοιο τρόπο. Βρες μια άλλη λέξη αφού και ερωμένη σου δεν είμαι. Ούτε κι εσύ εραστής μου. Πες ίσως "γνωστή", ίσως "κάποια που θέλω, κάπως", επινόησε μια λέξη δική σου, μα μη με λες "φίλη", δεν είμαι. 

Η φιλία δεν χωράει υποψία έρωτα μέσα της. Είναι άλλο. Φιλικότητα μπορεί, να είναι μια κάποια λύση που μας βολεύει ως χαρακτηρισμός αυτής της κατάστασης μα και πάλι, υπάρχει πάθος εδώ που μας συνεπαίρνει, στιγμές. Όμως ναι, φιλικότητα είναι μια καλή λέξη για εμάς. Βολική, όταν χρειάζεται κάτι να πεις οπωσδήποτε. 

Μόνο, μη με λες φίλη σου. Δεν είμαι. Δεν θα πεθάνω για εσένα. Δεν θα πεθάνεις για εμένα. 

Μη με λες φίλη σου!

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Κηδειόσημα

 
 
Είναι χρόνια τώρα που ενδιαφέρεται για τα κηδειόσημα. Κάθε πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά, σταματάει στη γνωστή κολόνα έξω από το mini market της γειτονιάς και τσεκάρει αν υπάρχει κάποιο καινούριο. Σχεδόν απογοητεύεται αν δεν βρει κάποιο. Και τα μνημόσυνα κοιτάζει κι αν κάποιος άλλος "περίεργος" αναρωτηθεί "ποιος ήταν αυτός;", εκείνη ξέρει να του πει, το πότε αλλά και το πως.
Όχι, δεν είναι καμιά υπερήλικη από αυτούς που αχάραγο πάνε για ψωμί και τρέχουν στην κολόνα να δουν μήπως πέθανε κάνας της σειράς τους, σχολιάζοντας "πάει και ο Παναγιώτης! Και δεν ήταν μεγάλος ο καψερός, μόνο 82! Είχε χρόνια ακόμα...", φοβούμενοι πως πλησιάζει η σειρά τους.

Όχι, όχι. Ήταν νέα γυναίκα, ούτε 35 καλά, καλά. Το συνήθειο αυτό της προέκυψε όταν πριν χρόνια έπεσε το μάτι της τυχαία στην κολόνα και είδε ένα που έγραφε το όνομα του πατέρα της. Ίδιο όνομα, ίδια ηλικία αλλά άλλος άνθρωπος, ευτυχώς! Για λίγα δευτερόλεπτα είχε τρομάξει αλλά μετά η λογική επανήλθε και σκέφτηκε, πως δεν θα μπορούσε να μην ήξερε ότι πέθανε ο πατέρας της. Δεν θα μπορούσε να το μάθει από το κηδειόσημο! Άλλωστε, μαζί ζούσαν ακόμη.
Κι έτσι, άρχισε να κοιτάζει κάθε πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά, την κολόνα με τα κακά μαντάτα. Τους περισσότερους τους γνωρίζει. Δεν είναι δα και δύσκολο πράγμα άμα μένεις σε μια τόσο μικρή πόλη. Κι αν δεν γνώριζε κάποιον προσωπικά, θα γνώριζε τα παιδιά του, τ' αδέλφια, ίσως κάποιον κοντινό συγγενή. Σε αντίθετη περίπτωση, ψάχνει, ρωτάει, μαθαίνει. Δεν ησυχάζει αν δεν μάθει από τι πήγε ο συγχωρεμένος ο άνθρωπος!
Σε κηδείες σπάνια πάει. Μόνο σε συγγενείς, γνωστούς ή σε κάποιον από κοινωνική υποχρέωση, όπως συμβαίνει άλλωστε συχνά, στις μικρές κοινωνίες. Δεν τα έχει και πολύ καλά με αυτά τα τυπικά μα ντρέπεται κιόλας τον κόσμο.
Κι όταν πηγαίνει, δεν μένει πάνω από 5'. Ίσα να μπει στην εκκλησία να συλλυπηθεί και να φύγει. Εκτός, αν είναι κοντινός.
Μια φορά, στην κηδεία ενός θείου πήγε και στο κοιμητήριο για την ταφή. Δεν της άρεσε η ιδέα αλλά ντράπηκε τους συγγενείς. Τη θεία της που έμεινε χήρα, νέα γυναίκα. Παιδιά δεν είχαν, μόνο ανίψια, ντροπή ήταν να μην πάει, έλεγε η μάνα της. Εκεί, παρατήρησε ένα παιδί, όχι πάνω από 22 χρονών παλικάρι, του γραφείου κηδειών θα 'ταν. Περίμενε στην άκρη να τελειώσει η διαδικασία και κρατούσε ένα φτυάρι.

Ήταν πολύ θλιμμένο αυτό το αγόρι. Έτοιμο να βάλει τα κλάματα της φάνηκε. Δεν τα έβαλε αλλά με το που τέλειωσαν οι συγγενείς και οι θρήνοι, άρχισε να ρίχνει χώμα γρήγορα, γρήγορα. Αν γινόταν να τελειώσει τα πάντα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα! Της φάνηκε εντυπωσιακή και αταίριαστη η θλίψη του. Θεώρησε πως θα έπρεπε να είχε συνηθίσει σε αυτή τη δουλειά, να θάβει νεκρούς. Ίσως πάλι, αυτό να μη συνηθίζεται ποτέ.
Από τότε, όποτε πήγαινε σε κάποια κηδεία,σκεφτόταν τα θλιμμένα μάτια του αγοριού κι ήταν αυτό που την κρατούσε να μην βάλει τα κλάματα κι η ίδια.
Και σήμερα εδώ, μπροστά στην κολόνα κοιτάζει για κάτι νέο. Μια γυναίκα 60 ετών θα κηδευόταν σε λίγες ώρες. Δεν την ξέρει, μα είναι θέμα χρόνου να μάθει το ποια και το πως. Μια γιαγιά δίπλα της αναστενάζει: "Κρίμα, κρίμα κοπέλα πράμα ήτανε!" κι αυτή σαν να της  απαντάει: "απ' την παλιαρρώστια θα πήγε κι αυτή..." κι οι δυο μαζί, κουνούν το κεφάλι πάνω κάτω, συγκαταβατικά. Όσο συγκαταβατικά μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει την αλήθεια του θανάτου.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Οικιακά

 
Τώρα κάνω τις δουλειές τους σπιτιού πιο ήρεμα. Τις απολαμβάνω, μπορώ να πω. Δεν βιάζομαι να τις διεκπεραιώσω. Δεν με κυνηγά το ίδιο ο χρόνος. Τις κάνω με βαθιά επίγνωση κι είναι ωραία.

Άπλωνα κάτι ρούχα το πρωί κι άκουσα μια μαμά πιο πέρα να λέει κάτι στο παιδί της, με σαρκασμό. Σταμάτησα για λίγο το άπλωμα και έκρινα στο μυαλό μου το γεγονός. Πολύ γρήγορα έβαλα ένα νοητό φρένο και είπα -πάντα μέσα στο μυαλό μου- πως δεν πρέπει να κρίνω τους άλλους και πως ίσως να έχω κάνει κι εγώ το ίδιο λάθος, κάποια στιγμή. Πολύ γρήγορα, επέστρεψα στο άπλωμα των ρούχων. Και φρόντισα, κατά την προσφιλή μου συνήθεια, να σετάρω το χρώμα των ρούχων με τα μανταλάκια.

Δεν μαγειρεύω σήμερα. Έχω φαγητό από τα χθες και καθόλου διάθεση για μαγείρεμα. Το καλοκαίρι είναι πιο εύκολη η τροφή, ούτως ή άλλως. Μια σαλάτα, ψωμί με ντομάτα, λίγα αυγά και φρούτα είναι αρκετά. Δεν μαγειρεύω σήμερα. Ασχολούμαι μόνο με τα ρούχα. Μπουγάδα, σιδέρωμα, τακτοποίηση. Τακτοποιώ και σκέψεις, παράλληλα.

Η βιβλιοθήκη θέλει ξεσκόνισμα. Πρέπει να φτιάξω και λίγο τα βιβλία. Θέλουν ξανά ταξινόμηση. Τα ταξινομώ με ένα δικό μου σύστημα που ξέρω ότι δύσκολα άλλος θα το διέκρινε. Θα τα κάνω από βδομάδα. Έχω χρόνο. Έχω πολύ χρόνο.

Στα διαλείμματα από τις δουλειές, κάνω τηλεφωνήματα. Κανονίζω πράγματα, μιλάω με ανθρώπους που είχα χάσει τελευταία, ξαναβρίσκω επαφή. Όλοι ρωτούν για τη δουλειά κι εγώ μιλάω για τις δουλειές του σπιτιού. Ουσιαστικά, δεν μου λείπει το γραφείο. Έχω πολλά να κάνω, πάρα πολλά. 

Τα Σαββατοκύριακα, αποφάσισα: Μόνο θάλασσα και βόλτες. Η μικρή, είναι ενθουσιασμένη και δεν θέλει να τελειώσει ποτέ, αυτό το καλοκαίρι. Κι εγώ δεν βιάζομαι. Επιτέλους, δεν βιάζομαι!

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Εκείνο

 
 
Για χρόνια κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι μου. Το έπαιρνα μαζί μου και στις διακοπές με τους γονείς. Δεν ήταν αυτό το είδος του "φανταστικού φίλου" που γνωρίζουμε. Ήταν ο "φανταστικός εχθρός". Ένα πλάσμα με σώμα ανθρώπινο και κεφάλι που μια θύμιζε γάτα και μια σκύλο.

Το είχα δημιουργήσει στο κεφάλι μου πριν ακόμα μάθω για την ύπαρξη του αιγυπτιακού θεού που αποκαλούν  Άνουβι, που τόσο έμοιαζαν. Ίσως να τον είχα κουβαλήσει στο υποσυνείδητό μου ως κληροδότημα μιας προηγούμενης ζωής. Δεν ξέρω. Ξέρω πως με τρόμαζε.


Τις νύχτες φοβόμουν ότι θα βγει από κάτω από το κρεβάτι και θα χωθεί στα σκεπάσματά μου με μοναδικό σκοπό να εισχωρήσει μέσα στο κεφάλι μου από την είσοδο των αυτιών μου. Κοιμόμουν κοιτώντας το ταβάνι με τις παλάμες να προστατεύουν τις διόδους των αυτιών. Του έκλεινα τις πόρτες. 

Μετά γνώρισα ένα αγόρι στην Α' δημοτικού και είχαν τα ίδια μάτια. Το αγαπούσα αυτό το αγόρι και το φοβόμουν κάπως, επειδή έμοιαζε με Εκείνο. Όταν το καλοκαίρι φύγαμε για το νησί, ανακουφίστηκα. Δεν θα ξαναέβλεπα αυτό το αγόρι, ποτέ. 

Ούτε Εκείνο, με ακολούθησε στο νησί. Μπορούσα επιτέλους να κοιμάμαι άνετα, χωρίς να χρειάζεται να προστατεύω τα αυτιά μου. 

Πολύ αργότερα, στα χρόνια της σχολής, γνώρισα ένα αγόρι και το ερωτεύθηκα πολύ. Τα μάτια του ήταν ίδια με Εκείνου. Όταν με κοίταζε βαθιά, τρόμαζε όλο το Είναι μου. Περάσαμε καλά και κακά. Δύσκολα και εύκολα. Κοιμόμασταν αγκαλιά και πρόσεχα πάλι, λίγο, τ' αυτιά μου. Τον εγκατέλειψα και κοιμόμουν ξανά όπως ήθελα.


Γνώρισα κι άλλους ανθρώπους, με τέτοια μάτια. Καμία εντύπωση δε μου έκαναν πια. Νομίζω πως, καλά καλά, δεν θυμάμαι εκείνα τα μάτια του Εκείνου. Και κοιμάμαι καλά, χωρίς να προσέχω τα αυτιά μου.

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Ο Πρίγκηπας τση Νύχτας



Η ντισκοτέκ του Νήρου στο Κρυονέρι ήταν μια παράγκα -ουσιαστικά- κατασκευασμένη στην παραλία. Σε στυλ, κάτι ανάμεσα σε "Μπαρμπαρέλα" και "Βιετνάμ".
Νωρίς έπαιζε "ξένα", αναβόσβηναν πολύχρωμα φώτα και άστραφτε η ντισκομπάλλα. Τη χαζεύαμε εκστασιασμένα, τα μικρά.

Είχα την τύχη οι γονείς μου να με παίρνουν μαζί τους όπου πήγαιναν ακόμα και τη νύχτα. Έτσι, έχω παιδικές μνήμες (και) από τον Νήρο, στα μέσα του '80 αλλά και το '90 που πια ήμουν αρκετά μεγάλη ώστε να βγαίνω μόνη μου. Βέβαια, εκεί, μόνη μου δεν πήγα ποτέ.
Ο ίδιος ο Νήρος, ήταν τεράστια μορφή! Έβγαινε αργά, αφού είχε ολοκληρωθεί το ξένο πρόγραμμα και είχε μετατραπεί το μαγαζί σε μπουζούκια. Δεν έβγαινε πρώτος. Έβγαιναν άλλοι και τραγουδούσαν κι αυτός, ως αληθινός Πρίγκηπας της Νύχτας -όπως αυτοαποκαλείτο- έβγαινε απρέ.

Με λευκό κοστούμι, γαλάζιο ή κόκκινο πουκάμισο και ένα γαρύφαλλο στο χέρι. Ήταν ψηλός και εύσωμος. Στο λαιμό του γυάλιζαν χοντρές, χρυσές καδένες κι είχε λίγο χαίτη το μαλλί. Μετά από λίγη ώρα ίδρωνε και έβγαζε το σακάκι. Μας έδινε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε τι χρώμα εσώρουχο φόραγε -συνήθως γαλάζιο- μιας κι αυτό "έφεγγε" κάτω από το κατάλευκο παντελόνι.

 Ο Πρίγκηπας της Νύχτας, ήθελε να είναι τραγουδιστής. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να είναι. Δεν άκουσα ποτέ τη φωνή του, σκέτη. Τραγουδούσε παράλληλα με το δίσκο ή την κασέτα που έβαζε δίπλα του να παίζει και ακουμπούσε στο ηχείο ένα μικρόφωνο. Τραγουδούσε Βοσκόπουλο, Κόκοτα... Τραγουδούσε "πλέι μπακ" φόρα παρτίδα, απροκάλυπτα και απενοχοποιημένα. Είχε έκφραση θεατράλε, μεγάλου καλλιτέχνη και ο κόσμος τον αποθέωνε! Τι λουλούδια, τι πιάτα γύψινα του πετάγανε. Μεγάλη ζημιά γινόταν με τον Νήρο τον Πρίγκηπα.

Είχε κι έναν τύπο -άλλη φοβερή μορφή!- με το παρατσούκλι Ποντικός και του κράταγε πάνω του τον προβολέα, από ένα παραθυράκι. Όπου πήγαινε ο Νήρος, τον έλουζε μες φως ο Ποντικός. Μια φορά ένας θείος μου άρπαξε την μεταλλική παγοθήκη που ήταν γεμάτη νερό από λιωμένο πάγο και το πέταξε στον Ποντικό. Δεν έγινε φασαρία βέβαια, μην φανταστεί κανείς! Γέλια και κραξίματα μόνο! Ο Ποντικός μούσκεμα, εκεί! Να κρατά τον προβολέα πάνω στον Νήρο! Πως δεν έπαθε ηλεκτροπληξία, απορώ...

Η μουσική από του Νήρου, ακουγόταν σε όλη την περιοχή και φορές, πηγαίναμε βόλτα με τα πόδια παραλία, παραλία κι ακούγαμε και το πρόγραμμα.

Το μαγαζί, δεν υπάρχει εδώ και χρόνια. Το ίδιο και ο Νήρος, ο Πρίγκηπας της Νύχτας.

Στην φωτογραφία, το Ενετικό Υδραγωγείο στο Κρυονέρι από το www.gozakynhtos.gr. Δίπλα στο ενετικό κτίσμα, βρισκόταν η ντισκοτέκ του Νήρου.

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Για τον νόννο μου, τον Σπύρο

Σεπτέμβριος του 1964. Ο νόννος μου ο Σπύρος, πατέρας του πατέρα μου, έχοντας αφήσει πίσω του Πόλεμο, Κατοχή, Αντάρτικο, κυνηγητό στο βουνό, Εμφύλιο, Μακρόνησο κι άλλα πολλά όμορφα... πήρε τη νόννα μου, Φωτεινή να την πάει στην Αθήνα, στον γιατρό.
Η νόννα μου χρειαζόταν γυναικολόγο και εκείνος, μη εμπιστευόμενος κάποιον στο νησί, την έτρεξε στον Γρηγόρη Λαμπράκη, που όπως του είχαν πει από το Κόμμα, ήταν καλός και έντιμος γιατρός.
Πήραν μαζί και τον πατέρα μου που τότε ήταν 14 ετών και φιλοξενήθηκαν στο σπίτι ενός ζακυνθινού, του Ρουμαντζά,  που είχε καταφύγει στην Αθήνα και εργαζόταν χρόνια σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο της πρωτεύουσας.
Την ημέρα που θα πήγαιναν στον γιατρό, ο Ρουμαντζάς προσφέρθηκε να πάρει τον πατέρα μου μαζί του, στο ξενοδοχείο. Ο νόννος μου είχε κάποιες αντιρρήσεις αλλά εκείνος του είπε, "Άσε μωρέ Σπύρο το παιδί να το πάρω μαζί μου να δει και το ξενοδοχείο!" κι έτσι έγινε.
Η αλήθεια ήταν πως ο Ρουμαντζάς, είχε σχέδια για τον μικρό. Η ημέρα εκείνη δεν ήταν μια τυχαία ημέρα μα η ημέρα γάμων των τέως βασιλέων Κωνσταντίνου και Άννας Μαρίας. Η πομπή θα περνούσε από τον κεντρικό δρόμο που βρισκόταν το ξενοδοχείο όπου εργαζόταν και θα μπορούσαν να την δουν.
Είχε μαζευτεί κόσμος στο ξενοδοχείο για να μπορέσει να παρακολουθήσει από το μπαλκόνι το βασιλικό ζεύγος που χαιρετούσε με περίσσια χαρά το πλήθος. Ο Ρουμαντζάς πήρε τον πατέρα μου από το χέρι και τον έβγαλε στο μπαλκόνι του Πράσινου Σαλονιού, να δει τους βασιλιάδες. Και τους είδε.
Όταν το βράδυ το έμαθε ο νόννος μου, κόντεψε να πάθει συγκοπή. Ο γιος του, το μοναχοπαίδι του, να είναι στα μπαλκόνια να χαιρετάει τους βασιλιάδες! Ο γιος τού κομμουνιστή! Έγινε φασαρία. Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες αλλά από όσο θυμάμαι τον νόννο μου, ήταν ικανός να μην ξαναμίλησε ποτέ ξανά με τον φίλο του τον Ρουμαντζά.
Ο πατέρας μου πάντως, περιχαρής που είδε βασιλιάδες. Αληθινούς βασιλιάδες! Το γεγονός, στα μάτια ενός επαρχιώτη έφηβου, έμοιαζε το πιο σπουδαίο πράγμα στον κόσμο! Αργότερα, έμαθε κι αυτός. Δεν είχε ποτέ καμιά σπουδαία δράση πολιτική αλλά δεν είχε σημασία. Ο φάκελος του πατέρα του, ήταν αρκετός για να υπηρετήσει ο ίδιος κάμποσα χρόνια στο στρατό, επί Χούντας, σε Τάγμα Ανεπιθυμήτων.
Με τη νόννα μου και τον γιατρό Λαμπράκη, δεν γνωρίζω τι απέγινε. Δεν γνωρίζει ούτε ο πατέρας μου. Βλέπεις τότε, αυτές ήταν κουβέντες για "μεγάλους" κι έτσι έμεναν, για πάντα.
Θα ήθελα να είχε ζήσει λίγα παραπάνω χρόνια ο νόννος μου και να είχα την ευκαιρία να μου πει για το τότε. Μαθαίνω διάφορα από παλιούς συντρόφους του. Για τα παρατσούκλια του, για την απίστευτη σκληρότητά του. Σε εμένα υπήρξε πάντα πολύ γλυκός. Νομίζω πως μόνο σε εμένα υπήρξε τόσο γλυκός. Θα ήθελα να είχε ζήσει παραπάνω αλλά το άσθμα που κονόμησε από την καλοπέραση στην Εξορία, τον πέθανε νωρίς. Θα ήθελα να είχε ζήσει παραπάνω αλλά όχι τόσο ώστε να έβλεπε πολλά από αυτά που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και ζούμε. Μεταξύ αυτών, και το "Μενού της Εξορίας".
Εκείνο που κρατώ περισσότερο στη μνήμη μου από αυτόν, είναι το ότι ένα βράδυ που ζήτησα στον ύπνο μου νερό, μου ζέστανε στο μπρίκι, μην το πιω παγωμένο και κρυώσω. Και, το δάκρυ του όταν ανακοινώθηκε στην τηλεόραση η Οικουμενική Κυβέρνηση, το 1989.

Στη φωτογραφία, ο πατέρας μου, νέος κι ωραίος.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

"N"

 
Εκείνη την περίοδο  παίζαμε με τα ονόματά μας. Για κάποιον λόγο που δεν θυμάμαι, είχαμε αποφασίσει να κυριαρχεί σε όλα το γράμμα "Ν". Άτυχος όποιος είχε όνομα από "Ν". Δεν χρειαζόταν αλλαγή και έμοιαζε σαν να μην κολλάει με το "Νωνώ", το "Νώστας", το "Νιασό" και τα υπόλοιπα.

Το "Ν" ήταν το γράμμα που ξεχώριζε την παρέα μας από τους υπόλοιπους. Όλοι εμείς που αποτελούσαμε τον πυρήνα, κρατούσαμε το "Ν" για την πάρτη μας. Συναναστρεφόμασταν και με άλλους αλλά δεν τους παραχωρούσαμε το γράμμα μας. 

Κάναμε  αυτοκινητοβόλτες μέχρι το ξημέρωμα. Μέχρι να τελειώσουν τα τσιγάρα, το ποτό ή η διάθεση. Βολτόνες, τις λέγαμε. Κι όλο πηγαίναμε, χωρίς καθορισμένο προορισμό. Έτσι, όπου έβγαζε ο δρόμος. Ούτως ή άλλως το νησί από μόνο του οριοθετούσε το φευγιό. Πόσο μακριά να πας με γύρω-γύρω θάλασσα;


Στη θάλασσα περνάγαμε ωραία. Βουτιές, μουσικές, τσιγάρα -πάντα τσιγάρα- και καμιά φορά κουβαλούσα φρούτα σε τάπερ. Στην αρχή η παρέα είχε γελάσει με τα "φρούτα", μετά τα έτρωγαν όλοι. 

Δουλεύαμε κιόλας αλλά με ένα μαγικό τρόπο μαζευόμασταν όλοι στο ίδιο μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Χωρίς ιδιαίτερα τηλεφωνήματα και συνεννοήσεις. Ξέραμε ας πούμε ότι τα μεσημέρια θα είναι μαζεμένοι, στο τάδε σπίτι. Πηγαίναμε και τους βρίσκαμε. 

Ό,τι κάναμε έβγαινε φυσικά, χωρίς σχεδιασμό. Κάποιος έλεγε "πάμε εκεί;". Μπαίναμε στα αυτοκίνητα, πηγαίναμε. Άλλες φορές συναντιόμασταν με άλλα αυτοκίνητα σε διαδρομές που κάναμε ξεχωριστά. Δεν έτρεχε τίποτα, ποτέ. 

Κι όλα κυλούσαν μαλακά και απλά. Χωρίς να μας καίγεται καρφί για το αύριο.
Τα πράγματα άλλαξαν όταν σκοτώθηκε κάποιος που αγαπούσαμε όλοι, πολύ. Μαζί του, σαν να θάψαμε και τα "Ν" μας. Και σιγά-σιγά, κόψαμε.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Η δική μας καλοσύνη

Το μυαλό μπορεί με απίστευτους συνειρμούς να μεταμορφώσει το αρχικό ερέθισμα σε κάτι που είτε η μνήμη ανακαλεί είτε η καρδιά χρειάζεται.

Ένας τέτοιος συνειρμικός αλγόριθμος μού προέκυψε παρατηρώντας εικόνες από την Ειδομένη. Εικόνες που δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα έβλεπα ποτέ στη ζωή μου, τόσο κοντά στον μικρόκοσμό μου. Συντέλεσαν και κάποιες άλλες εικόνες. Εικόνες ανθρώπων που ανοίγουν τα σπίτια και τις αγκαλιές τους. Ανθρώπων που καθημερινά αυτόδιατίθενται και  προσφέρουν με όποιον τρόπο μπορούν.

Είπα μέσα μου, πως ναι, μπορούμε ακόμα να πιστεύουμε στον Άνθρωπο. Στο αγνό αίσθημά του, στη μεγαλοψυχία, στην αλληλεγγύη, στην καλοσύνη του.

Κι έτσι κάπως, με δεκάδες σκέψεις που αγωνίστηκαν στη σκυταλοδρομία  θυμήθηκα πως πριν κάποια χρόνια, το 2008, όταν η «Κρίση» δεν είχε σκάσει ακόμα στα μούτρα μας διάβασα εκείνο το βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου, «Η καλοσύνη των ξένων». Πόσο ωραίο το είχα βρει αυτό το βιβλίο!

Δεν ήταν απλά η έκθεση του συγγραφέα απέναντι στο κοινό του αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο κομμάτι του βίου του, μιας και πρόκειται για την ιστορία της δικής του υιοθεσίας. Ήταν η απλότητα που ο ίδιος επέλεξε να μας εξιστορήσει τα γεγονότα με γνώμονα πάντα την καλοσύνη των άλλων.

Ακόμα κι αν σκεφτώ σήμερα πως ο Τατσόπουλος αργότερα έγινε βουλευτής. Έκανε  το ένα, έκανε το άλλο, είπε πράγματα που δεν μου άρεσαν κ.λ.π., η καλοσύνη των ξένων είναι αυτή που του έδωσε την ευκαιρία, το δικαίωμα. Ο Πέτρος Τατσόπουλος, ήταν από τους τυχερούς που ενώ οι συγκυρίες της ζωής τα έφεραν έτσι ώστε να εξαρτάται η δική του ζωή από την όποια καλοσύνη θα επιδείξουν οι άλλοι, βρέθηκαν γι’ αυτόν οι «ξένοι» που την προσέφεραν απλόχερα.

Είναι λίγο τρομακτική η διαπίστωση πως μπορεί να εξαρτηθεί η ζωή χιλιάδων ανθρώπων απλά από την καλοσύνη άλλων ανθρώπων. Είτε το δεις το θέμα πολιτικά είτε ανθρωπιστικά.  Όμως για σκέψου λίγο, αν η καλοσύνη δεν υπήρχε, τι θα είχε μείνει όρθιο τελικά στον κόσμο αυτό;

(Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά, την Τετάρτη 23/03/2016, στο πολιτιστικό περιοδικό "Τέχνης Λόγια".)

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Περί Αποκριάς...





Όταν ήμασταν παιδιά η Τσικνοπέμπτη ήταν μια κάπως δύσκολη μέρα, για εμάς τα κορίτσια ειδικά. Βλέπεις τα αγόρια, περίμεναν πως και πως να μας υποδεχτούν με τις τσουκνίδες στα χέρια και γι' αυτό το λόγο, έπιαναν στασίδι από νωρίς το πρωί στο προαύλιο του σχολειού. Αλίμονο σε όποια ξεχασμένη, είχε γυμνά πόδια!

Όταν ήμασταν παιδιά τρώγαμε «ξυνιστό» την Τσικνοπέμτη. Έτσι όπως όριζε το έθιμο, μα κυρίως όπως όριζε το αντέτι που κουβαλούσαμε στις ζακυνθινές καρδιές μας. Μετά ακλουθήσαμε τη μόδα του ψητού, τη «μωραΐτικη» συνήθεια. Σουβλάκια και μπίρες στους δρόμους, στα προαύλια, στις δημόσιες υπηρεσίες. Μια νέα, άτυπη μισοαργία. Ένα σύννεφο τσίκνας πάνω από τη Χώρα και ένα σωρό σκουπίδια παρατημένα, ανακατωμένα με σερπαντίνες και κομφετί.



Όταν ήμασταν παιδιά, οι γονείς πηγαίνανε κάθε βράδυ στους χορούς στο Καζίνο. Μας πέρνανε μαζί τη Δευτέρα του «μπαλ μασκέ» και την άλλη μέρα στο σχολείο κουτουλούσαμε. Τα άλλα βράδια μέναμε στου νόνου. Η νόνα μας έφτιαχνε καλαμπομαγέρεμα και μας έλεγε ιστορίες από το δικό της Καρναβάλι. Το ραδιόφωνο έπαιζε μονίμως –θαρρώ- χαβάγιες και σε κάθε δωμάτιο υπήρχε και από ένα.



Η νόνα δεν πήγαινε ούτε νέα στους χορούς. Δεν ήξερε να χορεύει. Ήταν άγαρμπη. Ο νόνος ήταν φινετσάτος και εξαίσιος χορευτής. Δεν την έπαιρνε μαζί του. Κι εκείνη όλο παράπονα μας έκανε –μετά από τόσα χρόνια- ότι ποτέ δεν την πήγε στους Χορούς. Κι όλο θυμόταν τότε που του έβαλε τα παπούτσια τα καλά στο νερό, για να μην έχει να φορέσει μα εκείνος δανείστηκε από κουμπάρο ένα ζευγάρι. Κι εκείνο το άλλο, που η νόνα ντύθηκε μασκαρούλα και πήγε και τον βρήκε και τον σταύρωνε όλη νύχτα χωρίς να του λέει ποια είναι. Δεν ξέραμε αν ήταν αλήθεια αλλά γελάγαμε πάντα όταν τα έλεγε.



Όταν ήμασταν παιδιά, φοράγαμε τις μορέτες μας και βγαίναμε βόλτες από σπίτι σε σπίτι, στη γειτονιά. Μασκαράτα. Τώρα πια, οι μορέτες μόνιμα φορεμένες ανάλογα με την περίσταση και το πώς πρέπει της ζωής. Δεν έχει γούστο το Καρναβάλι πια. Και τι να ντυθείς άλλωστε;  Ίσως «άνθρωπος!» που λέγαμε, παιδιά…

(To κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο ένθετο ΣΤΙΓΜΕΣ, της εφημερίδας "ΗΜΕΡΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ", την Παρασκευή 4/3/2016.)