Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Γατοπόντικα




Γάτος μεγάλος, μαλλιαρός στη χρυσή αυλή του Αυτοκράτορα. Κάτω από τη μύτη του, μικρά ποντίκια έχουν στήσει χορό και τραγουδάνε. Τα χαζεύει, δεν τα πειράζει, τον διακεδάζουν κι αυτό αρκεί. Δεν τα σκοτώνει, τα προτιμάει ζωντανά, ένα σκοπό να εξυπηρετούν, για να αρκεί.

Σε μια στιγμή ξεντώνεται στη μεσημεριανή ραστώνη και με την αναρρόφηση ενός χασμουρητού, καταπίνει ένα μικρό ζωηρό ποντίκι, κατά λάθος.
Ξερογλείφει μια μικρή ενοχή και παρακολουθεί τα άλλα μικρά ποντίκια που ταραγμένα τρέχουν, να καλύψουν το κενό, στο χορό.

Μια άλλη φορά, κατά λάθος και πάλι, χτυπάει μια παχουλή ποντικίνα με την ουρά του κι εκείνη ζαλισμένη πέφτει ανάσκελα κι ακίνητη δείχνει τα πόδια της στον ουρανό. Την καταπίνει αμάσητη, δεν σκέφτηκε πως ίσως ζωντανή, ακόμη να 'ναι.

Τα μικρά ποντίκια, ακούραστα πραγματικά, μέρα και νύχτα συνεχίζουν να χορεύουν και να τραγουδούν κι από όλες τις πλευρές της αυλής, να έρχονται κι άλλα κι άλλα κι άλλα. Γεμίζει ο τόπος ποντίκια κι ο Γάτος που από καιρό σε καιρό κατά λάθος, πάντα, καταπίνει κανένα, αρχίζει κι αυτός να βαριέται μα δεν φοβάται στιγμή, των ποντικών το μέγα πλήθος.

Μα το ξέρουμε: όσο θέλει ο Γάτος, χορεύουν τα ποντίκια. Κι αυτός από ανία σήμερα σηκώνεται κι έτσι μεγάλος και μαλλιαρός που είναι, αφήνεται και πέφτει πάνω στο χορό. Στο χορό των ποντικών, που όλη μέρα τραγουδούν. Τώρα, αρνείται δήθεν να σηκωθεί, δεν θέλει να ξέρει, πόσα ποντίκια πλάκωσε, κατά λάθος.

Άλλωστε τα υπόλοιπα, συνεχίζουν να χορεύουν, νατραγουδούν, το ρόλο να εξυπηρετούν κι αυτό, κι αυτό... αρκεί.