Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

"Καλώστηνε τη Συφορά..."



'Από την γέννηση της μικρής μας θυγατέρας μέχρι και σήμερα δεν έχω αναρτήσει τίποτα σε τούτο το "βλοημένο" το blog και αυτό βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο. Με τα τόσα δυσάρεστα που συμβαίνουν σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο αλλά και με τα τόσα άσχημα που συμβαίνουν γύρω από την οικογένειά μου εδώ και καιρό, δεν είχα τη διάθεση ούτε μια θετική κουβέντα να γράψω. Στο μυαλό τριγύριζαν και τριγυρίζουν όλο προβλήματα και συφορές. Ευτυχώς που έχω τα παιδιά μας που μου δίνουν δύναμη πολλή κι ελπίδα. Κυρίως αυτή, τη δεύτερη.



Ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο. Προς το χειρότερο, σίγουρα -μετά και από τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών- αλλά επειδή σαν γνήσια εγωκεντρικά πλάσματα, μέσα στον γενικότερο χαμό επιμένουμε να εστιάζουμε στα του Μικρόκοσμού μας, ένοιωσα κι
εγώ την ανάγκη για ένα ακόμα αποχαιρετιστήριο και μελό πόστο με αφορμή ένα δυσάρεστο οικογενειακό συμβάν: Το ξημέρωμα της Παρασκευής 4 Νοεμβρίου, βρήκε το σπίτι των νόνων μου στο Ψήλωμα, καμένο. Ολοσχερώς κατεστραμμένο. Το περιβόητο σπίτι για το οποίο έχω γράψει πολλές σελίδες και που θα μπορούσα και βιβλίο ακόμα να γράψω, αν είχα τη διάθεση.


Το χάζευα ώρα πολύ από τη σκάλα και σκεφτόμουν πόσο κόσμο έχει φροντίσει αυτό το σπίτι. Πόσα παιδία μεγάλωσαν μέσα στα δωμάτιά του. Πόσα έφυγαν από εκεί ντυμένοι γαμπροί και νύφες. Πόσα εγγόνια αναστήθηκαν στις αυλές του και πόσα δισέγγονα. Πόση χαρά και πόση λύπη είχαν να ομολογήσουν οι τοίχοι του. Σκεφτόμουν τη νόνα μου και το νόνο στις πίσω αυλές να φτιάχνουν χοιρομέρια ή να πλένουν σγατζέτα. Τη σκάφη της νόνας που πηγαίναμε με τα ξαδέρφια μου και παίζαμε. Το πάτωμα στο σαλόνι που είχε βουλιάξει στη μέση από τα πάρτι του '60 και του '70, με βερμούτ και τηγανίτες. Την κουζίνα που μαγείρεψε άπειρα φαγητά και που τάισε κόσμο και κοσμάκη. Τα στρώματα που έχουν
ακούσει όλα τα μυστικά του κόσμου και τα τόσα καρδιοχτύπια. Και χιλιάδες άλλα πράγματα που κάθε σπίτι κρύβει στην ιστορία του και που δεν έχει καν νόημα να τα αναφέρω. Ευτυχώς η θεία Σούλα κατάφερε και έσωσε αρκετές φωτογραφίες με στιγμές της οικογένειας.

Εδώ και καιρό, περνάμε άσχημα. Πολύ. Και χθες θυμηθήκαμε μια παροιμία που συνήθιζε να λέει ο νόνος μου ο Μπάμπης τση Γάτας: "Καλώστηνε τη συφορά που θα 'ρθει μοναχή τσης. Μην έρθει με τη μάνα τσης και με την αδερφή τσης!". Εμάς μας ήρθαν οικογενειακώς. Φέρανε μέχρι και τα δευτεροξάδερφα μαζί. Αλλά διαπιστώνω πως όλα αυτά μας έχουν φέρει σε μία κατάσταση ιδιάζουσας ανοσίας, όπου όλα είναι πιθανά κι εμείς ψύχραιμοι τα αντιμετωπίζουμε.



Θα μπορούσα να γράφω ώρες για το σπίτι αυτό αλλά ο διαθέσιμος χρόνος μου είναι λίγος. Το μωρό σε λίγο ξυπνάει και όταν ξυπνάει, δεν υπάρχει περιθώριο για καμία άλλη ασχολία. Μάλλον, ευτυχώς. Θέλω μόνο να γράψω ακόμα, πως αντικρίζοντας το σπίτι των νόνων έτσι, ένοιωσα πως κάηκε ένα μεγάλο μέρος των παιδικών μου χρόνων. Υποψιάζομαι ότι το ίδιο θα ένοιωσαν και όλοι οι υπόλοιποι της οικογένειας. Μικροί ή μεγάλοι. Τουλάχιστον, δεν μπορεί να καεί η ανάμνηση μέσα στα κεφάλια μας. ΄Εστω, μέχρι να μας επισκεφθεί ο Αλτσχάιμερ.


Παρόλα αυτά, τα λουλούδια και τα δέντρα, οι κήποι που φρόντιζε η νόνα μου τόσες δεκαετίες σαν να ήταν παιδιά της, στέκουν στη θέση τους. Ανέπαφα από τη φωτιά...