Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Όλα ίσιωμα!



Από μικρό παιδί αν με ρωτούσε κάποιος "ποιο μέρος της Ζακύνθου είναι το πιο όμορφο", θ' απαντούσα -χωρίς δεύτερη σκέψη- πως είναι ο Βασιλικός. Είναι τόσες οι μνήμες από τα μικράτα, την εφηβεία αλλά και την πιο ώριμη ηλικία, που θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Για τις Πρωτομαγιές και τις Καθαρές Δευτέρες στο Λόγγο. Για τα μπάνια, ατελείωτες ώρες, στη Σπιάντζα. Για τα νυχτερινά beach party στου Μαυράτζη. Για, για, για...

Η ομορφιά του τόπου αυτού, είναι γνωστή και αδιαμφισβήτητη για εμάς τους ντόπιους αλλά και για τον κάθε ξένο επισκέπτη. Θεωρώ λοιπόν, πολύ λογικό να υπάρχει έντονη τουριστική δραστηριότητα και εκμετάλλευση όλου αυτού του φυσικού πλούτου, προκειμένου οι κάθε φύσης επιχειρηματίες, να έχουν κέρδος. Και βέβαια, ουδείς είναι αντίθετος με την τουριστική ανάπτυξη, όταν βέβαια σέβεται το φυσικό περιβάλλον αλλά και την αισθητική μας. Πράγμα που δυστυχώς, δεν συμβαίνει.

Ασφαλώς, το πρόβλημα δεν περιορίζεται συγκεκριμένα στον Βασιλικό! Άναρχη "ανάπτυξη" έχει απλωθεί παντού στο νησί, τα τελευταία 20 χρόνια κι έχει αλλάξει δραματικά το φυσικό τοπίο της Ζακύνθου. Κι αυτό γνωστό τοις πάσοι! Τόσα χρόνια παρακολουθούμε όλοι μας, την μετατροπή της Υλήεσσας (όπως την αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα επειδή ήταν ιδιαίτερα δασώδης και πλέον δεν ισχύει αφού τα μισά δάση τα κάψαμε και τα άλλα μισά τα οικοπεδοποιήσαμε) σε ένα τουριστικό θέρετρο, αμφίβολης αισθητικής ενώ παράλληλα η έλλειψη υποδομών, παρεχόμενων υπηρεσιών και η αδυναμία σωστού σχεδιασμού που αφορά στο τουριστικό μας προϊόν, χαρακτηρίζει το επίπεδο των επισκεπτών μας από πολύ μέτριο έως πολύ κακό, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις. Και γι' αυτό θεωρώ πως είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι, εφόσον έχουμε αποφασίσει πως ο κύριος πόρος εσόδων μας, είναι η τουριστική βιομηχανία.

Αφορμή για τούτο το πόστο, στάθηκαν κάποια σχετικά άρθρα στον τοπικό τύπο αλλά και προσωπικές συζητήσεις που είχα, με ανθρώπους που γνωρίζουν το θέμα της αλλοίωσης της περιοχής της Σπιάντζας του Βασιλικού. Της Σπιάντζας που κουτσά στραβά, άντεχε ακόμα κάπως, στην επέλαση των βαρβάρων που θέλουν να την μετατρέψουν σε κάτι άλλο, δεν ξέρω πως να το χαρακτηρίσω ακριβώς. Ούτε έχω προσωπικό πρόβλημα με τον όποιον επιχειρηματία έχει αναλάβει ουσιαστικά, την αλλοίωση της περιοχής αυτής. Γιατί περί αυτού πρόκειται, ακόμα κι αν γίνεται με τις καθ' όλα νόμιμες διαδικασίες. Όπως όλοι γνωρίζουμε, άλλο νόμιμο άλλο ηθικό. Δεν πάνε απαραίτητα πακέτο, αυτά τα δύο.

Λυπάμαι πολύ, που ένα - ένα τα μέρη που αγαπήσαμε από παιδιά, χάνουν τα φυσικά χαρακτηριστικά τους και γίνονται ίσιωμα στο βωμό του κέρδους με την υποστήριξη πάντα, της νομικής κάλυψης. Με αρωγό πάντα, Δημόσιους Φορείς που έχουν την εξουσία να επιβάλλουν πρόστιμα, να απαγορεύουν, να παρεμποδίζουν, να περιορίζουν, έναν απλό πολίτη που μπορεί να θέλει να φτιάξει ένα σπίτι να ζήσει αλλά με μεγάλη ευκολία παραχωρούν, αποχαρακτηρίζουν και παραδίνουν άνευ όρων, δάση και παραλίες. Πάντα βέβαια με το γράμμα του νόμου, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται και προσωπικά δεν έχω τη γνώση για να το κρίνω.

Με πονάει και η αναλγησία όλων των εμπλεκόμενων και το αναπόφευκτο που όταν πια συμβαίνει, νοιώθει κανείς πως δεν έχει νόημα να αντιδράσει. Και η όποια αντίδραση, φορές αγγίζει τα όρια της γραφικότητας πασπαλισμένης με κατηγορίες τύπου: ζήλια, φθόνος, προσωπικό συμφέρον, εμπάθεια. Κι έτσι γινόμαστε όλοι είτε συνένοχοι είτε γραφικοί, σε κάθε περίπτωση πάντως, χαμένοι. Γιατί ότι και να γίνει, μακροπρόθεσμα, χαμένοι θα είμαστε. Να το ξέρετε!

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ



Από την πρώτη κιόλας φορά που τον συνάντησε, είχε δημιουργήσει μέσα στο μυαλό της ένα νοητό φάκελο με το προφίλ του. Το φάκελο αυτό, από καιρό σε καιρό τον εμπλούτιζε με νέα στοιχεία – κι ήταν λογικό καθώς περνούσε ο χρόνος και τον γνώριζε καλύτερα. Πάντως ομολογουμένως, δεν υπήρξε καμιά σπουδαία αλλαγή, πάνω σε εκείνη την αρχική της εντύπωση κι ας πέρασαν κιόλας 15 χρόνια έγγαμου βίου και τρεις φυσιολογικές γέννες των παιδιών τους.

Ήταν τόσο αταίριαστοι, που κι ένας ανόητος θα το καταλάβαινε. Εκείνος ζούσε με τη διαρκή αγωνία να είναι ξεχωριστός, με έναν ιδιαίτερο και αυτιστικό εγωκεντρισμό, που τον κουβαλούσε από τα γεννοφάσκια του. Με τη μελαγχολία του παιδιού, στα μάτια, και την διαρκή προσπάθεια να γίνει καλύτερος από τον πατέρα. Καλύτερος σε τι; Κανείς δεν ήξερε. Σίγουρα όμως κληρονόμησε από εκείνον την καθημερινή, σαν εικόνισμα, περιφορά του παχυλού Εγώ του. Σχεδόν ούρλιαζε, «Εδώ είμαι, κοιτάξτε με!».

Ένας απελπιστικά μίζερος άνθρωπος από τη φύση του, που γκρίνιαζε για όλους και για όλα, που θεωρούσε πως η Ζωή μόνο σε αυτόν χρωστάει –χωρίς όμως να κάνει καμία προσπάθεια για να εισπράξει- που εν τέλει μέσα του, αυτό θεωρούσε το εισιτήριο προς τον ένα και μοναδικό προορισμό: την επιτυχία και την αναγνώριση. Ναι, ήθελε να περπατάει στο δρόμο και όλοι να λένε: «Για δες Αυτός είναι!».

Ωστόσο, αυτός ο τυπάκος που μάλλον για λύπηση ήταν -είναι και προφανώς θα παραμείνει- δεν καταλάβαινε πως το μόνο που τον έκανε να ξεχωρίζει από τα εκατομμύρια των ομοίων του, ήταν το μεθοδευμένο του πείσμα και η παραμελημένη του οδοντοστοιχία. Ναι, μια άθλια οδοντοστοιχία, που προφανώς την παραμελούσε ώστε να έχει έναν ακόμα λόγο να γκρινιάζει. Ίσως βέβαια να ήλπιζε και σε κάποια ασθένεια που θα μπορούσε να επιφέρει η άσχημη στοματική του κατάσταση, μια ασθένεια που θα πρόσθετε ακόμα περισσότερους πόντους στη μιζέρια του. Τέτοιος ήταν.

Κατά τα άλλα, είχε σπουδάσει στην Ευρώπη κι είχε ζήσει σε διάφορες Χώρες. Γύρισε στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή, που έφυγε από τον Πολιτισμό για να επιστρέψει στον Τρίτο Κόσμο. Καταλαβαίνει κανείς τους λόγους, δεν χρειάζεται να επεξηγώ.

Για εκείνη δεν έχω να πω πολλά, δεν τη γνωρίζω και τόσο. Ίσως κανείς να μη τη γνωρίζει και τόσο… Ξέρω μόνο πως έχει σκληρό βλέμμα και την απελπισμένη ανάγκη να παραστήσει τη Μητέρα Τερέζα, σε όποιο προβληματικό πλάσμα, τυχαία διασταυρωθεί, με της ζωής της, το δρόμο. Κι έτσι τον αγάπησε, πράγματι και τον παντρεύτηκε κι έκανα τρία παιδιά μαζί του και δέχτηκε τα ξενοπηδήματά του και τη μιζέρια, μα πάνω απ’ όλα, την άθλια οδοντοστοιχία του.

Ειδικά μετά το τρίτο παιδί, η κατάσταση απόγινε. Εκείνος επινοούσε ιστορίες που μόνο μέσα στο μυαλό του τις ζούσε, προσπαθώντας να αντλήσει έμπνευση για κάποιο ποίημα, που πάντα της συφοράς ήταν, εκείνη τον πίεζε να καταλάβει τη σημασία της άσχημης οικονομικής τους κατάστασης, μάταια και τα παιδιά είχαν ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες, σε όλα τα επίπεδα.

Μια μέρα, κάθονταν όλοι μαζί στο καθιστικό. Τα παιδιά έπαιζαν, εκείνη χάζευε κάτι στην τηλεόραση κι εκείνος προσπαθούσε –χωρίς επιτυχία- να γράψει το ποίημα που θα τον έκανε διάσημο. Όλες του οι προσπάθειες γινόταν συνήθως μέσα στον πανζουρλισμό ώστε πάντα να υπάρχει δικαιολογία, για την αποτυχία.

Αφού έγραψε κι έσβησε πάνω από πενήντα φορές, τον τίτλο του ποιήματος –διαφορετικό την κάθε φορά- έγειρε πίσω στην καρέκλα του αποκαμωμένος και θαύμασε την λευκή οθόνη του υπολογιστή του. Σκέφτηκε πως ωραίο ήταν το λευκό και ίσως να μην έπρεπε να το «λερώσει» με γράμματα και σημεία στίξης και τότε γύρισε προς την οικογένεια, κι όπως ήταν όλοι εκεί μαζεμένοι τους απαθανάτισε με τη ψηφιακή του μηχανή, πέρασε την εικόνα στον υπολογιστή και τη θέση της λευκής σελίδας, πήρε η φωτογραφία της οικογένειας ακροβολισμένης σε καναπέδες και τραπεζάκια τσαγιού.

Έμεινε ώρες να χαζεύει την εικόνα με ικανοποίηση. Ώρες που αναπόφευκτα μέσα στο μυαλό του έκανε συγκρίσεις για την οικογένεια του πατέρα του, με μοναδικό παιδί τον ίδιο. Σε όλα τα σημεία υπερτερούσε: Είχε παντρευτεί πιο όμορφη γυναίκα, πιο έξυπνη και πιο καλλιεργημένη. Είχε κάνει τρία υπέροχα παιδιά ενώ ο πατέρας του μόνο ένα, από όσο γνώριζε τουλάχιστον. Είχε και ψηφιακή μηχανή για να κλειδώνει οικογενειακές στιγμές και να τις αρχειοθετεί σε ηλεκτρονικούς φακέλους. Υπερτερούσε, στα σίγουρα!

Βυθισμένος σε σκέψεις και συγκρίσεις, δεν κατάλαβε πως η οικογένεια αποχώρησε και δεν πήγε απλά στα παραδίπλα δωμάτια. Έφυγε. Οριστικά. Γιατί εκείνη κατάλαβε πως του αρκούσε η εικόνα της οικογένειας σαν φόντο στον υπολογιστή και η απαίσια εκείνη οδοντοστοιχία δεν αντέχονταν πια… Πόσα να αντέξει κι αυτή η γυναίκα; Πήρε τα παιδάκια και τα μπογαλάκια και πήγε στη μαμά της, ένα οικοδομικό τετράγωνο πιο κάτω.

Αυτός ουσιαστικά κατάλαβε την απουσία τους, μετά από λίγες μέρες. Ως τότε ασχολιόταν με τον τίτλο του ποιήματος, με την υπέροχη φωτογραφία της οικογένειάς του που υπερτερούσε στα σημεία, σε σχέση με εκείνη του πατέρα του και με διάφορα άλλα δικά του, που του δημιουργούσαν μια ελαφριά αγωνία και τον έκαναν να τρώει τα νύχια του αντί φαγητού. Έτσι κατάφερνε να είναι πάντα τόσο αδύνατος. Βέβαια κι ένας τόσο μίζερος άνθρωπος, όπως τον φαντάζεται κανείς, δεν θα μπορούσε παρά αδύνατος να ήταν.

Δεν τους αναζήτησε. Δεν πήρε ούτε ένα τηλέφωνο να μάθει που είναι η οικογένειά του. Σκέφτηκε πως κάπου θα έχουν πάει και πως απλά ο ίδιος δεν θυμόταν το που και το πότε. Όπως και να είχε η κατάσταση κι αν τελικά τον είχαν εγκαταλείψει, πάλι κερδισμένος θα έβγαινε αφού δεν θα έπρεπε πια να πηγαίνει τα παιδιά κάθε πρωί στο σχολείο και η θλίψη της εγκατάλειψης μπορεί να τον βοηθούσε να γράψει κάτι.

Στο τέλος, τέλος κι αν ακόμα δεν κατάφερνε να γίνει διάσημος για την ποίησή του, θα κουβέντιαζε όλη η γειτονιά, όλη η παρέα και όλο το συναδελφικό σινάφι, για «τον καημένο που του πήρε η γυναίκα του τα τρία παιδιά και τον παράτησε έρημο στους τέσσερις τοίχους…».



Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

1η Μέρα μιας Νέας Ζωής


Τρίτη 1η Ιούνη, 2010 και όχι, δεν θα αρχίσω το πόστο ετούτο με την έκφραση "Αγαπημένο μου Ημερολόγιο". Χωρίς βέβαια να αρνούμαι πως πολλά από τα γραφόμενα εδώ, είναι αυτού του τύπου. Αλλά το θέμα είναι η 1η του Ιούνη του 2010. Η πρώτη -κι επίσημα- μέρα που είμαι άνεργη αφού η σύμβασή μου έληξε χθες.

Δε θυμάμαι ακριβώς πόσα χρόνια έχω να μείνω άνεργη. Για να καταλάβεις, τα τελευταία έντεκα χρόνια εργαζόμουν στην ίδια εταιρεία. Και πριν όμως από αυτό, κάπου αλλού δούλευα και πιο πριν κάπου αλλού και γενικά από τα δεκατέσσερά μου που άρχισα να δουλεύω στις διακοπές για το χαρτζιλίκι, μέχρι και σήμερα, έχουν υπάρξει πολύ μικρά διαστήματα ανεργίας.

Θα φαντάζεσαι τώρα εσύ πως είμαι "θύμα" της οικονομικής κατάστασης και θα μπορούσες να 'χεις και δίκιο αφού αυτό χρησιμοποιείται πολύ τελευταία από τους πάσης φύσης εργοδότες είτε για να πιέσουν τους εργαζόμενους είτε για να τους ξεφορτωθούν για χίλιους λόγους. Όμως όχι, εγώ δεν είμαι θύμα της οικονομικής κρίσης αν και οι λόγοι της μη ανανέωσης της σύμβασής μου, είναι οικονομικοί. Έτσι τουλάχιστον επικαλούνται οι ιθύνοντες και κανείς δεν μπορεί να τους διαψεύσει αφού τα νούμερα, μιλάνε από μόνα τους.

Πάντως από τη μέρα που μου ανακοινώθηκε η απόφαση λήξης της συνεργασίας -λέμε τώρα- ένοιωσα ένα κύμα ανακούφισης να ξεκινά από το στομάχι και να ξεχύνεται από τα ρουθούνια μου. Είναι παράξενο να σε διώχνουν από τη δουλειά σου μετά από τόσα χρόνια, να ξέρεις πως είναι άδικο και παρόλα αυτά να νοιώθεις λύτρωση. Ναι, λύτρωση το χαρακτηρίζω αφού ξέρω πως εγώ μ' αυτά τα συστήματα που όσο υποτάσσεσαι τόσο σε πατάνε κάτω, δεν τα πάω καλά. Κι εγώ μ' αυτό το σύστημα, το συγκεκριμένο έχω τελειώσει αφού ούτε με χώνεψε ούτε το χώνεψα και πολύ φυσικά με απομόνωσε και με έβγαλε απέξω, σαν την τρίχα από το ζυμάρι.

Μου κακοφαίνεται η ανεργία, δε θα σου πω ψέμματα. Δεν έχω συνηθίσει να κάθομαι και ούτε μ' αρέσει. Δεν είμαι τεμπέλα και ούτε μου πάει αυστηρά ο ρόλος της νοικοκυράς. Αντιθέτως, ανατριχιάζω στην ιδέα της ταμπέλας αυτής. Φταίει μάλλον η μαμά μου που με μεγάλωσε κάνοντάς μου πλύση εγκεφάλου για την σημασία της οικονομικής ανεξαρτησίας της γυναίκας. Ψημένη κι η ίδια, καταλαβαίνεις. Είναι κι ο θυμός γιατί κατάφεραν να με διώξουν μετά από τόσα χρόνια που το προσπαθούσαν αλλά εγώ αντιστεκόμουν. Όμως τώρα, δεν αντιστάθηκα. Το ήξερα και το άφηνα να συμβεί.

Από την άλλη, δεν είναι εποχές να μένει κανείς χωρίς δουλειά αλλά θα ζήσω και με τα λιγότερα, δεν με πειράζει και τόσο πολύ. Δεν το δέχομαι μοιρολατρικά φυσικά και σίγουρα θα ψάξω να βρω μια νέα απασχόληση που θα μου εξασφαλίζει κάποια χρήματα για τις ανάγκες μας. Προς το παρών όμως, λέω να χαρώ το καλοκαίρι αγκαλιά με το μικρό μου. Κοντεύει 7 χρονών και κανένα καλοκαίρι δεν το έχουμε ευχαριστηθεί παρέα, εκτός από τις λιγοστές μέρες άδειας που έπαιρνα από το γραφείο, τον Αύγουστο.

Ο μικρός μας είναι ενθουσιασμένος που δεν δουλεύω πάντως. Και μου αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο αληθινά και αυθόρμητα είναι τα παιδιά. Πανηγύρι κάνει που περνάμε τόσο χρόνο μαζί. Που τον παίρνω από το σχολείο και του έχω έτοιμο, ζεστό φαγητό. Που έχουμε περισσότερο χρόνο για βόλτες και παιχνίδι. Σκασίλα του τού μικρού που εγώ σαν άνθρωπος έχω ανάγκη να δουλεύω και σκασίλα του αν θα λείψει από την οικογένεια ο μισθός μου. Όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα, μπρος στο θέλω ενός παιδιού να έχει όσο περισσότερο γίνεται κοντά του τους γονείς του και να ασχολούνται όσο περισσότερο γίνεται με το ίδιο και μόνο. Είναι γνωστό άλλωστε πόσο εγωκεντρικά πλάσματα είναι τα παιδιά και ιδιάιτερα τα μοναχοπαίδια.

Έτσι λοιπόν, τούτο το καλοκαίρι έχει διακοπές για εμένα και το μικρό μας. Ευτυχώς που δουλεύει ο μπαμπάς και δε θα "πεινάσουμε", όπως λέει και η θεία. Τούτο το καλοκαίρι θα έχει ρεμπελιό και λίγη ανεμελιά από τα παιδικά μου χρόνια, που γινόμουν μαύρη από τον ήλιο και με απασχολούσε μόνο πόσα παγωτά θα φάω. Τούτο το καλοκαίρι, δε θα κλείσω φυσικά, το διακόπτη αλλά θα δουλέψω στο ρελαντί και θα γκαζώνω λίγο που και πού όταν θα πρέπει να διεκδικήσω και τα δεδουλευμένα ενός έτους περίπου, που μου χρωστάνε... άλλο κεφάλαιο αυτό, άστο!

Τούτο το καλοκαίρι, θα κάνω ό,τι μου 'ρθει και δεν με νοιάζει που δεν θα έχω πολλά να ξοδεύω. Η θάλασσα και η αμμουδιά, διατίθενται δωρεάν. Όπως άλλωστε και τα ωραιότερα πράγματα σε αυτό το κόσμο.

Καλό Καλοκαίρι!