Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

"N"

 
Εκείνη την περίοδο  παίζαμε με τα ονόματά μας. Για κάποιον λόγο που δεν θυμάμαι, είχαμε αποφασίσει να κυριαρχεί σε όλα το γράμμα "Ν". Άτυχος όποιος είχε όνομα από "Ν". Δεν χρειαζόταν αλλαγή και έμοιαζε σαν να μην κολλάει με το "Νωνώ", το "Νώστας", το "Νιασό" και τα υπόλοιπα.

Το "Ν" ήταν το γράμμα που ξεχώριζε την παρέα μας από τους υπόλοιπους. Όλοι εμείς που αποτελούσαμε τον πυρήνα, κρατούσαμε το "Ν" για την πάρτη μας. Συναναστρεφόμασταν και με άλλους αλλά δεν τους παραχωρούσαμε το γράμμα μας. 

Κάναμε  αυτοκινητοβόλτες μέχρι το ξημέρωμα. Μέχρι να τελειώσουν τα τσιγάρα, το ποτό ή η διάθεση. Βολτόνες, τις λέγαμε. Κι όλο πηγαίναμε, χωρίς καθορισμένο προορισμό. Έτσι, όπου έβγαζε ο δρόμος. Ούτως ή άλλως το νησί από μόνο του οριοθετούσε το φευγιό. Πόσο μακριά να πας με γύρω-γύρω θάλασσα;


Στη θάλασσα περνάγαμε ωραία. Βουτιές, μουσικές, τσιγάρα -πάντα τσιγάρα- και καμιά φορά κουβαλούσα φρούτα σε τάπερ. Στην αρχή η παρέα είχε γελάσει με τα "φρούτα", μετά τα έτρωγαν όλοι. 

Δουλεύαμε κιόλας αλλά με ένα μαγικό τρόπο μαζευόμασταν όλοι στο ίδιο μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Χωρίς ιδιαίτερα τηλεφωνήματα και συνεννοήσεις. Ξέραμε ας πούμε ότι τα μεσημέρια θα είναι μαζεμένοι, στο τάδε σπίτι. Πηγαίναμε και τους βρίσκαμε. 

Ό,τι κάναμε έβγαινε φυσικά, χωρίς σχεδιασμό. Κάποιος έλεγε "πάμε εκεί;". Μπαίναμε στα αυτοκίνητα, πηγαίναμε. Άλλες φορές συναντιόμασταν με άλλα αυτοκίνητα σε διαδρομές που κάναμε ξεχωριστά. Δεν έτρεχε τίποτα, ποτέ. 

Κι όλα κυλούσαν μαλακά και απλά. Χωρίς να μας καίγεται καρφί για το αύριο.
Τα πράγματα άλλαξαν όταν σκοτώθηκε κάποιος που αγαπούσαμε όλοι, πολύ. Μαζί του, σαν να θάψαμε και τα "Ν" μας. Και σιγά-σιγά, κόψαμε.