Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Η απορία της ημέρας


Παρακολουθώντας κι εγώ -από μακριά βεβαίως- τη σφαγή που γίνεται στη Λωρίδα της Γάζας, για άλλη μια φορά έχω μια απορία: Γιατί οι εκατοντάδες νεκροί δεν ξεσηκώνουν ανάλογη θύελλα αντιδράσεων, με αυτή που ξεσήκωσε ο θάνατος του δικού μας 15άχρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου; Ο θάνατος καθημερινά, χιλιάδων παιδιών και ενήλικων σε όλο το κόσμο είτε από πείνα, από δυστυχία, από κακές συνθήκες στην εργασία, από πυρά, από ασθένειες, από, από, από... γιατί δεν ξεσηκώνουν τον κόσμο;

Μήπως μας έγινε συνήθεια η "ξένη" απώλεια; Μήπως εκείνη τη θεωρούμε δεδομένη ενώ τη δική μας μόνο, άδικη; Άλλωστε εμείς δεν είμαστε τριτοκοσμικοί, έτσι; Έχουμε και δημοκρατία!

Τέρμα ο προβληματισμός για σήμερα. Έχω και μανικιούρ αργότερα...


Κάποιο παράθυρο έχει φως
κάποιον τον τρώει ο πυρετός
μας φεύγει βήμα βήμα
Κάποιο καράβι στ' ανοιχτά
με χίλια βάσανα βαστά
να μην το πιεί το κύμα

Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ

Κάποιος στην άκρη του γιαλού
κοιτάει το τέλος τ' ουρανού
μονάχος του πεθαίνει
Κάποιος στη μάχη πολεμά
η σφαίρα δίπλα μας περνά
στα στήθια του πηγαίνει

Κι εμείς οι άλλοι μα το ναι
κάνουμε πάρτυ ρεφενέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ

Έξω αστράφτει και βροντά
κι ένας διαβάτης περπατά
χαμένος μες στη μπόρα
Κάπου δεν θα 'χουνε ψωμί
κάπου πεινάει ένα παιδί
και κλαίει αυτήν την ώρα

Κι εμείς χορτάτοι μα το ναί
κάνουμε γλέντια ρεφενέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ

Πόσοι απόψε ξαγρυπνούν
σαν κολασμένοι τριγυρνούν
και κλαίνε και πονάνε
Στάσου και σκέψου μια στιγμή
πόσοι σκοτώνονται στη γή
την ώρα που μιλάμε

Μα εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ
Κώστα Χατζή , Βρε δεν βαριέσαι αδερφέ

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Μια κρίση μα ποια κρίση;


Δεν περνάω καλά στις φετινές γιορτές. Για την ακρίβεια (να τη πάλι αυτή η λέξη!), καθόλου καλά δεν περνάω. Για όλα φταίει ο 13ος μισθός μου, που ναι μεν τον πήρα νωρίς-νωρίς αλλά τον έχω και τον κοιτάω με "τον φόβο των Ιουδαίων" κι εγώ. Μην μπερδεύεσαι, θα σου εξηγήσω ευθύς αμέσως!

Πάω για παράδειγμα βόλτα στα μαγαζιά. Χαζεύω τις βιτρίνες. Βλέπω εκείνη τη γόβα - φετίχ να μου κλείνει το μάτι και να μου φωνάζει η σόλα της: "αγόρασέ με, έχω φτιαχτεί για το πόδι σου..." κι εκεί που πάω να μπω στο κατάστημα και να την αγοράσω, ακούω φωνές! Ένα πράμα σαν τη Ζαν ντ' Αρκ. Ακούω τον Αυτιά, τη Τρέμη -πακέτο με Πρετεντέρη, Σπυράκη, Καψή κ.ά. μαϊντανούς-, τον Χατζηνικολάου, τον Παπαδάκη και λοιπούς τηλεοπτικούς αστέρες, να μου φωνάζουν:"βρισκόμαστε σε οικονομική κρίση", "έρχονται ακόμα δυσκολότερες μέρες" και παθαίνω έναν πανικό και όπου φύγει, φύγει η γυναίκα!

Διότι πέσμου σε παρακαλώ, τι να την κάνω τη γόβα αύριο που δεν θα έχω να φάω; Και καλά, εμείς οι επαρχιώτες θα βγούμε να μαζέψουμε και δυο λάχανα από το χωράφι αλλά και πάλι, με τι γόβα θα πάω να τα μαζέψω;;;

Ζω ένα δράμα σου λέω και δεν μ' ακούς! Κρίση ακούω μα κρίση -ακόμα τουλάχιστον- δεν βλέπω και σε πληροφορώ πως δεν είμαι καν μύωπας! Δεν αντιλέγω, η κρίση θα έρθει και θα αργήσει να φύγει αλλά στο μεταξύ, τι φταίω εγώ να μην μπορώ να πάρω τη γόβα και την ασορτί τσαντούλα; Κι εκείνο το παλτό το κασμιρένιο που είδα προχθές; Σχεδόν με παρακάλαγε το καημένο να το αγοράσω κι εγώ εκεί, να αρνούμαι για να μην με κακολογήσει η Τρέμη!

Την βλέπω και στον ύπνο μου τελευταία. Όλο με μαλώνει για τα ψώνια του super market. Υπερέβαλα λέει με τα αλλαντικά που πήρα για τα Χριστούγεννα. Μα καλή μου γυναίκα, μία φορά το χρόνο παίρνουμε κι εμείς το κάτι τις παραπάνω για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, θα μας το κόψεις κι αυτό; Ας έρθει πρώτα η κρίση και μετά δεν θα ξαναφάω προσούτο, το ορκίζομαι στο cosmopolitan!

Το μόνο που δεν πρόκειται να κόψω και το δηλώνω ευθαρσώς, είναι το κομμωτήριο! Α, όλα κι όλα κυρία Τρέμη μου, δεν μπορώ να κυκλοφορώ και σαν τη συφοριασμένη λόγω οικονομικής κρίσης. Αφού δεν πιάνει το χέρι μου στο μαλλί! Και να πεις πως δεν πήρα επαγγελματικό πιστολάκι; Μου έμεινε κι αυτό για διακοσμητικό, μου είναι αδύνατον να το χρησιμοποιήσω. Εδώ δεν το έκοψε η Καρχιλάκη τότε που έκανε ρεπορτάζ από τη Βαγδάτη. Βομβαρδισμένο τοπίο από πίσω και της Καρχιλάκη το μαλλί άψογο! Τα ξεχνάω εγώ αυτά; Τις υποσχέσεις των πολιτικών καθώς και τα σκάνδαλα τα ξεχνάω, το ομολογώ. Αλλά τις καλλωπισμένες δημοσιογράφους, ποτέ των ποτών!

Με τούτα και μ' εκείνα, σκέφτομαι να μην κάνω και ρεβεγιόν εφέτος στο σπίτι. Φοβάμαι πως μέσα στις μπουρμπουλήθρες της σαμπάνιας θα ακούω τη φωνή του sex symbol Καμπουράκη να μου λέει: "δεν ντρέπεσαι μωρή να πίνεις σαμπάνια εν μέσω οικονομικής κρίσης;". Ε εκεί θα πάθω αμόκ, δεν το γλιτώνω, να το ξέρεις! Άστο λοιπόν, καλύτερα σπίτι μου με τον αντρούλη μου και με το παιδάκι μου. Να ανάψουμε και το τζάκι, να μην καίμε πετρέλαιο για το καλοριφέρ. Θα μαγειρέψω κάτι και θα πιούμε λίγο κρασί παραγωγής μας, τουλάχιστον. Άσε που μου κάνει και φουσκωμάρα η σαμπάνια και θα με σφίγγει μετά το μασαζοκαλσόν στη μέση και θα είμαι μες στα νεύρα.

Αμέ το άλλο; Στο ρεβεγιόν, για το καλό πάντα, όλο και θα παίξουμε κάνα χαρτί. Είναι εποχές τώρα για χαρτί; Δεν είμαι και φημισμένη για τη τύχη μου στα χαρτιά. Το 50ευρω, το έχω χαμένο από χέρι. Ξέρεις τι είναι 50 ολόκληρα ευρώ σήμερα; Α πα πα πα πα... Καλύτερα να τα κρατήσω και να πάρω τη γόβα, στις εκπτώσεις. Και δεν βαριέσαι; Ας τη φοράω και στα χωράφια, όταν θα μαζεύω λάχανα.

Ελπίζω μόνο, να προλάβω τις εκπτώσεις πριν έρθει η πραγματική κρίση και δεν ξέρω τι να γίνω!

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Η Ανθία η γαλοπούλα


Για τον Νιόνιο Μ.Κ.




Ο Τζώρτζης δεν τα 'παιρνε τα γράμματα. Ετέλειωσε όπως - όπως το δημοτικό και μετά, ο πατέρας του του έκαμε ένα κοπάδι γαλόπουλα. Θα τα μεγάλωνε μέχρι τα Χριστούγεννα οπότε και θα τα μοσχοπούλαγε, γιατί γιορτάδες μέρες όλα τα σπίτια κάνουν ένα αυγολέμονο!

Κάθε πρωί το Τζώρτζης έβοσκε τα γαλόπουλα. "Γλου-γλου-γλου" τα έκραζε κι εκείνα ούτε βήμα δεν εξεφεύγανε, από την πορεία που τους χάραζε ο νέος. Τα έβαζε μες στα λιοστάσια τα πατρογονικά του κι όλη μέρα τσιμπολογούσαν χορταράκια κι ελιές πεσμένες χάμου. Τ' αγάπαγε ο Τζώρτζης τα γαλόπουλά του. Αγάπαγε κι όλα τα ζώα που ήξερε. Κι ένα σκυλί τυφλό, που είχε ο νόνος του κι εκειό το αγάπαγε και το φρόντιζε.

Απ' όλο το κοπάδι του, εξεχώριζε μια γαλοπούλα που 'χε στραβή φτερούγα. Μικρή όταν ήταν της είχε πιαστεί σ' ένα σύρμα και της έσπασε, μετά εκόλλησε λάθος κι έτσι έμεινε, κουτσοφτέρουγη. Της είχε βγάλει κι όνομα, Ανθία τηνε φώναζε. Πολλές φορές την έπαιρνε στο κρεβάτι του -κρυφά από τους γονέους του- και κοιμότανε αγκαλιά με δαύτηνε.

Κι επέρναγε ο καιρός και τα γαλόπουλα του Τζώρτζη εμεγαλώνανε, εθεριεύανε. Εμπήκε κι ο Δεκέμβρης και πλησιάσανε οι γιορτές. Θε να 'τανε εκεί κοντά στου Αγίου, 17 του μηνού, όταν ο πατέρας του Τζώρτζη μαζί με τον νόνο του αποφάσισαν ότι ήταν καιρός να σφαχτούνε οι γαλοπούλες και να πουληθούνε. Ο Τζώρτζης εχόλιασε μα δεν μπορούσε να κάμει διαφορετικά, ήξερε ότι μ' εφτά τα λεφτά θα κάνανε γιορτάδες και θα περισσεύανε κιόλας. Το μόνο που εσκέφτηκε ήταν να κρύψει την Ανθία, να μην τηνε βρούνε, να γλιτώσει το μαχαίρι.

Ο νόνος του όμως, ήξερε πως τα γαλόπουλα ήταν 30 ακριβώς κι όταν στο μέτρημα του βγήκανε 29 εθύμωσε και τα έβαλε με τον μικρό. Τον είχε δει που κρυφά μπαινόβγαζε την Ανθία στο σπίτι. Τον απείλησε πως αν δεν την φανέρωνε, νηστικός θα έμενε τα Χριστούγεννα και ούτε ζευγάρι κάλτσες δεν θα έβλεπε ούλη τη χρονιά. Ο Τζώρτζης παρακολουθούσε τον πατέρα κι τον νόνο που εσφάζανε τις γαλοπούλες, άκουγε και τις φωνές τους και τόσο επείσμωνε και δεν φανέρωνε την αγαπημένη του γαλοπούλα. Καθόλου δεν τον ένοιαζε αν εκαθότανε νηστικός, ούτε για τις κάλτσες τον ένοιαζε. Μόνο την Ανθία να μην του πειράζανε!

Σ' ένα καιρό καθώς ο νόνος εξεπουπούλιαζε με ορμή, νάσου πετιέται η Ανθία. Ο Τζώρτζης την είχε κρυμμένη στο κατώι αλλά φαίνεται πως εφτούνη με κάποιο τρόπο εξέφυγε κι ήρθε να τον αναζητήσει. Που να 'ξερε η δόλια τι την περίμενε! Πριν προλάβει να κουνιστεί ο Τζώρτζης, ο νόνος την άρπαξε από το λαιμό και της ξερίζωσε το κεφάλι. Ίσα που κούνησε λίγο τα πόδια της και τέλειωσε μπροστά στα δακρυσμένα μάτια του.

Από την ίδια στιγμή ο Τζώρτζης, έπεσε να πεθάνει. Σαράντα πυρετό είχε δεκαπέντε ολόκληρα μερόνυχτα. Μείτε Χριστούγεννα μείτε Πρωτοχρονιά είδε. Μόνο ίδρωνε και ξεΐδρωνε και μες στο παραλήρημά του εφώναζε τση Ανθίας. Ο νόνος του, ξημέρωμα Φωτώνε επέθανε και την ίδια μέρα εσηκώθηκε ο Τζώρτζης από το κρεβάτι. Είχε γιάνει...

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Κυκλοφορεί κι "οπλοφορεί"!




Το νέο LIBRO κυκλοφόρησε -εδώ και κάτι μέρες- και τρέξτε να το πάρετε όλοι τώρα! Τζάμπα είναι παιδιά, μην ξεχνιόμαστε. Και τώρα που το σκέφτομαι μερικά από τα ωραιότερα πράγματα, στο μάταιο τούτο κόσμο, είναι δωρεάν!

Δηλώνω ερωτευμένη με το υπέροχο εξώφυλλο με το γκράφιτι που φωτογράφησε ο Δημήτρης Θεοδόσης!

Ένας επιπλέον λόγος που πρέπει να το πάρετε ο-πωσ-δή-πο-τε, είναι ότι φιλοξενεί στις σελίδες του το καταπληκτικό μου άρθρο για εκείνο το ταξίδι μου στη Σικελία -που συνεχώς διαφημίζω λες και δεν έχω ξαναταξιδέψει ποτέ- και κάμποσες φωτογραφίες που τράβηξα. Όχι δηλαδή ότι τα άλλα άρθρα υστερούν αλλά καταλαβαίνετε, το δικό μου είναι το καλύτερο. Τέλος!

Με την ευκαιρία, μεγάλο ευχαριστώ στην ομάδα σύνταξης του περιοδικού, που με άφησαν ελεύθερη να γράψω όσο θέλω και δεν έκοψαν ούτε μία λέξη από το μακροσκελές άρθρο μου. Να 'χετε την υγειά σας παιδιά!

Κι αν βαριόσαστε να τρέχετε στα πρακτορεία για να βρείτε το περιοδικό, διαθέτει και site το κατάστημα, voila:
www.libromag.gr

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Το Αστέρι



«...Πάντα να με φωτίζεις θέλω, αστέρι μου, και βλέποντας σε να ’χω το κεφάλι μου ψηλά και σαν φτερά στους ώμους μου ακούραστα το θάρρος και τη θέληση, που η όψη σου μου δίνει η φωτεινή!

Τα λόγια, τα πειράγματα, τους πειρασμούς, τα βάσανα, τα εμπόδια του κόσμου, τα πλανέματα, τα ταπεινά συμφέροντα και τ’ άγρια πάθη,

Συ κάνε πάντα να νικάω, αστέρι μου, κι ελεύθερος, απείραχτος, λυτός, να τρέχω όπου φέρνει η αχτίδα σου το θείο φως του ιδανικού,

Του ιδανικού………………………………………...»


Το απόσπασμα είναι από χειρόγραφο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, το οποίο φυλάσσεται στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.


Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Ο Νικολός κι οι καλικαντζάροι


Για τη Μαρνέττα μας





Ο Νικολός, δεν επείραζε κανένανε κι ας τονε λέγανε ούλοι μουρλό, στο χωριό του. Αρκετοί όμως ήταν εκείνοι, που τον εσταυρώνανε, όπως κι όλους τους μισοκούτελους του κόσμου. Ιδιαίτερα, εκειά τα παιδιά τση Μπάμπαινας. Τα γλυκιάρικα! Του βγάνανε τα μάτια κάθε τρεις και λίγο, του καψερού.

Έτσι, προπαραμονή Χριστουγέννων (πάει να πει του Χριστού), μαζωχτήκανε τα παιδία τση Μπάμπαινας να καταστρώσουνε σχέδιο, για το τι θα κάνανε τη νύχτα του Νικολού. Ο Γιάννος, ο μεγάλος ήταν εφτός, είπε να μπούμε σιγά-σιγά στο σπίτι του και να τονε μπουγελιώσουνε όπως θα κοιμότανε. Ο δεύτερος, εσκέφτηκε να του πάρουνε τα ρούχα, να σηκωθεί το πρωί και να μην έχει να φορέσει να έβγει όξω. Ο τρίτος, είπε να φωνάξουνε και τον Σταθάκη τση Μαρίκας, που ήτανε γεροδεμένος, και να τονε βγάλουνε το Νικολό όξω από το σπίτι, μαζί με το στρώμα, να τον αφήσουνε στα χωράφια. Καλή ιδέα τους φάνηκε αυτή και φώναξαν τον Σταθάκη, που δεν δυσκολεύτηκε να πεισθεί ώστε να συμμετέχει στο κάζο.

Τη νύχτα λοιπόν, τα τέσσερα γλυκιάρικα μαζώχτηκαν στην αυλή του Νικολού και αφού βεβαιώθηκαν -από το ροχαλητό του- ότι εκειός εκοιμότουνα βαριά, άνοιξαν την ξώπορτα και μπήκαν στη κάμαρή του. Καθόλου δεν δυσκολεύτηκαν, μιας και ο Νικολός δεν κλείδωνε ποτέ την οξώπορτά του. Έπιασαν το λοιπόν οι δαιμόνοι, τσι τέσσερις γωνίες του στρώματος και βγάλανε όξω, στα χωράφια τον Νικολό. Τον αφήσανε κάτου από μία κουτσουπία και πήγανε καλιά τους.

Το πρωί, με το πρώτο φως το ήλιου τση παραμονής, ο Νικολός άνοιξε τα μάτια του και η πρώτη του σκέψη ήταν που θα πήγαινε να διακονέψει κομμάτι μπροκολίνα για το βράδυ. Μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη του, εκατάλαβε πως εβρισκότουνα κάπου όξω από το σπίτι του και σηκώθηκε απάνου σκορσαρισμένος! Δεν άργησε βέβαια να αναγνωρίσει το χωράφι δίπλα από το σπιτικό του μα ο φόβος του, δεν τον άφηκε να μπει και να φορέσει τα ρούχα του. Όπως ήτουνα με τα σώβρακα, έτρεξε να βρει τον παπά, ενώ στο δρόμο εσταυροκοπιότανε και φώναζε: "Θε μου σγχώρα με!".

Φτάνοντας στο σπίτι του παπά, τον εσυνάντησε όπως έβγαινε κι έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας: "βοήθεια παπούλη, με πήρανε οι δαιμόνοι!". Ο παπάς αλαφιασμένος, έσκυψε να τονε σηκώσει και προσπάθησε να τονε μορώσει λέγοντάς σου: "Σώπα ορέ Νικόλα, σήκω απάνου και πέσμου τι σ' έβρικε αχάραγο και μου 'ρθες με τα σώβρακα, μέρα που είναι;". Ο Νικολός δεν εσηκώθηκε παρά κρατώντας το πόδι του παπά σφιχτά, συνέχισε τη κλάψα: "Παπά μου σου λέω οι δαιμόνοι, οι καλικάντζαροι, ούλη νύχτα με προβάτιανε με το στρώμα όξω στα χωράφια και μ' αφήσανε κάτου από τη κουτσουπία. Διάβασέ με να φύγει το κακό!". Ο παπάς, δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει ποιων "καλικάντζαρων" δουλειά ήταν εφτούνη, μα καθησύχασε τον Νικολό και τον έστειλε σπίτι του.

Για να τον μορώσει τέλεια και να του φύγει το σκόρσο, τονε κάλεσε το βράδυ σπίτι του. Να φάνε μαζί τη μπροκολίνα και να κόψουνε το χριστόψωμο, που ζύμωνε ολοένα η παπαδιά. Κι έτσι, του περάσανε ούλα του Νικολού, αφού και την ευλογία του παπά επήρε και τη κοιλούλα του θα γιόμιζε το κοντόβραδο, μέρα που ήταν...

Χριστόψωμο (χωραΐτικο):

Υλικά για τη ζύμη
1,5 κιλό αλεύρι σταρένιο
50 γραμ. προζύμι
1,5 νεροπότηρο λάδι
μισό κουταλάκι μαγειρική σόδα
2 κούπες ζάχαρη
ένα ποτηράκι του κρασιού κονιάκ
ένα ποτηράκι κρασί
μπόλικο ξύσμα πορτοκαλιού
μία κούπα χοντροκομμένα καρύδια
μία κούπα σταφίδα σουλτανίνα
2 κουταλάκια του γλυκού γαρύφαλλο σε σκόνη
2 κουταλάκια του γλυκού κανέλα σε σκόνη
χλιαρό νερό (όσο πάρει η ζύμη καθώς τη δουλεύουμε)

Υλικά για το στόλισμα του Χριστόψωμου
Μερικά καρύδια ολόκληρα, με το τσόφλι
ζάχαρη άχνη
λίγο σουσάμι
χρωματιστά ζαχαρωτά

Εκτέλεση

Σε μία λεκάνη ρίχνουμε το αλεύρι και κάνουμε στη μέση μία λακουβίτσα όπου ρίχνουμε το λάδι, τη ζάχαρη και τη σόδα. Τα ανακατεύουμε σιγά - σιγά και προσθέτουμε το προζύμι, τα κανελογαρύφαλο, το κονιάκ και το κρασί και λίγο χλιαρό νερό. Αφού τα ζυμώσουμε όλα τα υλικά καλά, προσθέτουμε τα καρύδια και τη σταφίδα και συνεχίζουμε το ζύμωμα μέχρι η ζύμη να είναι έτοιμη. Η ζύμη δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ σκληρή, ούτε πολύ μαλακή και δεν πρέπει να κολλάει στα χέρια μας. Αν η ζύμη κολλάει, προσθέτουμε λίγο αλεύρι. Αν είναι σκληρή, προσθέτουμε λίγο ζεστό νερό.

Αφού η ζύμη είναι έτοιμη, λαδώνουμε ελαφρά ένα ταψί και τη ρίχνουμε μέσα. Σκεπάζουμε το ταψί και αφήνουμε τη ζύμη να φουσκώσει. Σε προθερμασμένο φούρνο, τοποθετούμε το ταψί αφού πρώτα τοποθετήσουμε τα ολόκληρα καρύδια πάνω στη ζύμη, σπρώχνοντάς τα ελαφρά προς τα μέσα. Να βρίσκεται το μισό καρύδι μέσα στη ζύμη και το άλλο έξω. Ψήνουμε το Χριστόψωμο στους 180 βαθμούς C, για περίπου 40' (ανάλογα με το φούρνο μας). Όταν το βγάλουμε από το φούρνο, το ραντίζουμε πολύ λίγο με ωμό λάδι ώστε να κολλήσει πάνω η ζάχαρη άχνη που πασπαλίζουμε, το σουσάμι και τα ζαχαρωτά.

Και του χρόνου!

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Χρόνια πολλά Αφέντες μου!



Ο Νικολός ήταν μισοκούτελος, ελέγανε στο χωριό του. Δεν εδούλευε πουθενά και ζούσε μονάχος στο πατρικό του, από τότε που πεθάνανε οι γονέοι του. Παντρεμένος δεν ήταν, ούτε είχε αδέρφια. Θεομόναχος επάλευε, με τη μούρλια του και με τον κόσμο.

Γιορτάδες μέρες, όπως καλή ώρα τώρα, οι περισσότεροι νοικοκυραίοι του δίνανε κάτι τις, να ποροπιαστεί. Ένας λίγο λάδι, άλλος λίγο κρασί, ένα ζευγάρι αυγά, μια φτερούγα από κοτόπουλο να το κάμει σούπα. Ό,τι μπορούσε ο καθένας. Εκειός, αν και μισοκούτελος, ήξερε πως να διακονεύει. Άμα πάει να πει ήθελε λάδι, δεν επήγαινε με καμία μεγάλη μπότσα να γυρέψει. Επήγαινε με μία μικρουλούλα. Λίγο από τον έναν, λίγο από τον άλλον, μάζευε μία λάτα κι έβγαζε όλη τη χρονιά του.

Έτσι κι εφέτος, μία και δύο ο Νικολός, με το μποκαλάκι του στο χέρι επήγε για διακονιά και χτύπησε τη πόρτα του αρχοντικού του Αφέντη Σπύρου. Του άνοιξε η παραδουλεύτρα που τον λυπότανε η δόλια και τον επήγε στον Αφέντη.

"Προσκυνώ Αφέντη μου", είπε ο Νικολός και το κεφάλι του έφτασε χάμου από το σκύψιμο.
"Τι θες Νικολό;" ερώτησε ο Αφέντης.
"Τι να θέλω ο καψερός Αφέντη μου; Κομμάτι λάδι να κάμω κι εγώ γιορτές ζητάω. Από εσένανε που άμα ανοίξεις τσι κάνουλες και τρέξουνε τα λάδια, θα πνιγεί το Ζάντε όλο!". Είπε ο Νικολός λίγο μυξοκλαίγοντας και λίγο χαϊδεύοντας τ' αυτία του Σπύρου του Αφέντη.
Σκέφτηκε κομμάτι ο Αφέντης κι αποφάσισε να του δώκει, και διέταξε τη Νιόνια τη παραδουλεύτρα να του γιομίσει το μπουκαλάκι του. Μα όσο περιμένανε τη γυναίκα να έρθει, ρώτησε ο Αφέντης το Νικολό:
"Και δε μου λες ορέ Νικολό, για να 'χουμε καλό 'ρώτημα. Γιατί δεν πας ορέ να δουλέψεις;"
"Μα δεν με παίρνει κανένας Αφέντη μου για δουλειά, είμαι μουρλό" απάντησε ο Νικολός με σκυμμένο πάντα το κεφάλι, ώστε να δείχνει σεβασμό προς τον Σπύρο.
Ο Σπύρος ο Αφέντης χαμογέλασε και του είπε : "Άμα είσαι μουρλός Νικολό, άντε πήδα μες στην πηγάδα!"
και ο Νικολός ευθύς αμέσως του απάντησε: "Είπαμε μουρλός Αφέντη μου αλλά όχι και για τη πηγάδα, να σε χαρώ και τα μάτια μου!"
Ο Αφέντης γέλασε δυνατά, έδωσε στο Νικολό το ψυχικό και τον έστειλε σπίτι του, γιορτάδες μέρες...



"Χρόνια πολλά σας εύχομαι με τους φτωχούς μου στίχους
π΄έχω συνθέσει αρμονικά με της κοιλιάς τους ήχους.
Κι αν δεν μου δώστε τίποτσι δεν σας κρατώ κι αμάχη
πάντα θα εύχομαι για σας και μ' αδειανό στομάχι".
Το τετράστιχο είναι από Ομιλία του Γιάννη Πομώνη

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης...


Σε "κατάσταση έκτακτης ανάγκης" εξετάζει η κυβέρνηση, να κηρύξει το κράτος και επίσημα βάση του σχετικού άρθρου του Συντάγματος.

Έτσι παιδιά. Να καθαρίσει ο τόπος επιτέλους, να μπορέσει κι ο πρωθυπουργός να πάει στου Μπαϊρακτάρη για γιαουρτλού. Να δει άσπρη μέρα ο άνθρωπος. Να πάρει και τον Κακλαμάνη μαζί του, να πιει ένα πιοτί μήπως και πάνε τα φαρμάκια κάτω. Του κάψατε το δέντρο του ανθρώπου αλλά η γιορτή θα γίνει ρε, θέλετε δεν θέλετε!

Φήμες που θέλουν πίσω από τα γενικευμένα επεισόδια, να κρύβεται οργανωμένο σχέδιο για την ματαίωση των χριστουγεννιάτικων εορταστικών εκδηλώσεων του Δ. Αθηναίων, κρίνονται α(να)ληθείς.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Warning Shots




ΦΥΛΑΞΟΥ!


They try their best just to mash up the resistance
Warning shots and sirens from a distance
Riot gear and barricade for an instance
And the words from mi mouth, mi nuh response
Hollywood sending signals of destructionS
tereotype the ghetto youths as the bad man
Overcome the rough times and we grow strong
Step up in a life, now them want to shake we hand
We are eternal, made of the creator
Won't fall to the soul-less devastators
Divide and conquer, and try to separate us
Up to this day, them still try fi rape us...
Warning Shots - Thievery Corporation




Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Ο ορθολογισμός μου, πήγε περίπατο...


Πάντα πίστευα στον Άνθρωπο. Λυπάμαι πολύ που όσο μεγαλώνω, τόσο απογοητεύομαι από αυτόν. Λυπάμαι πολύ που διαπιστώνω καθημερινά πόσο βαθιά άρρωστη είναι ετούτη η κοινωνία που μεγαλώσαμε εμείς και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Τα παιδιά μας που κοιμήθηκαν χθες βράδυ στο σπίτι τους, σε αντίθεση με τον Αλέξανδρο που δεν γύρισε σπίτι του το Σάββατο. Σε αντίθεση με τόσα παιδιά που δεν θα γυρίσουν ποτέ.


Δεν ξέρω αν λυπήθηκα περισσότερο για το θάνατο του παιδιού ή για την διατύπωση της άποψης από έναν ξάδερφο -πατέρα δυο παιδιών- πως φταίει η μάνα του παιδιού που το είχε αμπολημένο στους δρόμους 15 χρονών. Δεν ξέρω τι φταίει και ποιος. Είμαι σίγουρη πως το μόνο που δεν έφταιγε ήταν το παιδί. Κανένα παιδί δεν φταίει για την κατάντια της κοινωνίας.


Δεν έχω τίποτα να σου πω που δεν έχει ειπωθεί. Και δακρύβρεχτα ποστ θα ανεβάσουμε όλοι και επικήδειους θ' ακούσουμε και επιστολές πολιτικών που εκφράζουν τη λύπη τους. Ποια λύπη ρε αλήτες; Ποιος ενδιαφέρεται πραγματικά;


Βγήκε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να χαρακτηρίσει το γεγονός ως τραύμα στη Δημοκρατία. Ποια δημοκρατία; Ποιος έχει ακόμα την ψευδαίσθηση πως υπάρχει σήμερα δημοκρατία; Εκτός αν θεωρείται δημοκρατία η μη απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τη δύση του ηλίου.


Στα λέω λίγο μπερδεμένα; Συγγνώμη. Έχει κολλήσει το μυαλό μου στο δολοφονημένο παιδί. Δεν το θέλω που μου συμβαίνει, είναι αυθόρμητο. Το δικό μου το παιδί είναι στο σχολείο του τώρα, φτιάχνει με τους συμμαθητές του χριστουγεννιάτικα στολίδια. Όταν γυρίσει το μεσημέρι σπίτι, θα παίξει με το πλαστικό πιστόλι που του πήρε ο θείος του και θα μου πει ξανά πως όταν μεγαλώσει θα γίνει αστυνόμος, να προστατεύει τους ανθρώπους και πάλι θα του πω τα ίδια: "Γίνε ό,τι θέλεις, ό,τι σε ευχαριστεί αλλά όχι μπάτσος. Όχι μπάτσος!".


Θα κάνουμε και πορείες, ειρηνικές. Μαζί μας θα βρουν την ευκαιρία όλοι οι άρρωστοι να κατέβουν και να βανδαλίσουν ότι βρουν. Μπορεί να σκοτωθεί και κάνας μπάτσος για αντίποινα. Ένας δικός μας κι ένας δικός σας. Πάτσι! Σαν εμφύλιος μου φαίνεται. Εμείς κι εσείς. Οι καλοί, οι κακοί κι οι άσχημοι.


Η οργή ξεχειλίζει και συμπαρασύρει τους πάντες. Δεν έχω τίποτα να σου πω, τα έχεις ακούσει όλα. Για εμένα τα λέω για να τα εμπεδώσω. Είμαι μεγάλο κορίτσι πια, θα πρέπει να σταματήσω να πιστεύω στον Άνθρωπο. Να το πάρω απόφαση. Ματαίωση, ματαίωση και μόνο ματαίωση.


Καλημέρα!

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Για ένα καθαρό σώβρακο




Αφιερωμένο στον Αφέντη



"Θέλω γυναίκα!" άστραψε ο Νιόνιος και βρόντηξε το χέρι στο τραπέζι καθώς σηκώθηκε να πάει προς νερού του. Οι γιοι του αντάλλαξαν στα γρήγορα κάποιες φοβισμένες ματιές και χωρίς κουβέντες αποχώρησαν κι αυτοί με τη σειρά τους από το πατρικό σπίτι.

Ο Νιόνιος στα 72 του έμεινε χήρος αλλά δεν είχε σκοπό να μείνει μόνος, ούτε μια μέρα! Έτσι φανερά ξαλαφρωμένος, βγήκε από την τουαλέτα αποφασισμένος να αποδείξει σε όλους πως το αίτημά του ήταν δίκαιο. Άλλωστε, τα παιδιά του ήξερε πως ήταν αδύνατον να τον καταλάβουν. Τι ανάγκη είχαν αυτά; Το βράδυ ξάπλωναν αγκαλιά με τις γυναικούλες τους, που ήταν πάντα πρόθυμες να τους κάνουν όλα τα γούστα, αν και ομολογουμένως, αυτά ήταν πολύ περιορισμένα.

Το άλλο πρωί σηκώθηκε αχάραγο σχεδόν. Πήγε στα λιοστάσια αν κι έριχνε ψιλόβροχο κι έγινε επίτηδες μούσκεμα μέχρι το κόκαλο. Κι όταν γύρισε στο σπίτι άρχισε να φωνάζει στις νύφες του να του φέρουν καθαρά ρούχα να αλλάξει. Και σώβρακο απαίτησε στεγνό, ενώ είχε φροντίσει αποβραδίς να είναι όλα λερωμένα. Εκείνες τα είχαν πλύνει μα δεν είχαν προλάβει να τα στεγνώσουν αφού ήταν βρεχούμενη η μέρα.

Δεν έχασε καιρό ο Νιόνιος, άρχισε να φωνάζει: "Γι' αυτό θέλω γυναίκα σας λέω! Για να βρίσκω ένα καθαρό και στεγνό σώβρακο, όταν γυρίζω σπίτι μου!". Κι ευθύς αμέσως άρπαξε τη καραμπίνα κι άρχισε να πυροβολεί την απλωμένη μπουγάδα. Να κάτι τρύπες οι σωβρακοφανέλες. Δεν ξέρανε τι να γίνουνε οι νύφες!

Οι μέρες περνάγανε και τα καμώματα του Νιόνιου, όλο και πλήθαιναν, προκειμένου να πείσει τους γιους του πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς μια γυναίκα στο πλευρό του. Είδαν κι αποείδαν κι αυτοί και του είπαν να κάμει όπως καταλαβαίνει. Έτσι έκαμε ο Νιόνιος, πήγε απέναντι στη Πελοπόννησο και μετά από μια βδομάδα γύρισε ζευγαρωμένος.

Την καλοδέχτηκαν τη νύφη, γιοι και νύφες και της έκαμαν το τραπέζι με ραγού και Αυγουστιάτη πρώτης τάξεως. Κι έπειτα όλοι πήγαν στα κρεβάτια τους, με τις γυναίκες τους.

Τα εγγόνια του Νιόνιου όμως, είχαν σχέδια για το νέο ζευγάρι. Μαζί και τα τρία, πήγαν έξω από το παράθυρο της κάμαρας του παππού τους κι άρχισαν να του φωνάζουν: "Απάνω τσης νόνε! Μης μας ρεζιλέψεις! Βάρτσης!". Ο Νιόνιος, δεν έχασε καιρό. Βγήκε στην αυλή με τα σώβρακα, τα καθαρά πάντως, κι άρχισε να βαράει σμπάρα στον αέρα βλαστημώντας τα εγγόνια του. Η νύφη που να σταθεί! Πέρασε την υπόλοιπη νύχτα της σε ξενοδοχείο της Χώρας και την άλλη μέρα με το πρώτο καράβι, επέστρεψε στο σπίτι της.

Ο Νιόνιος, συνέχισε να βαράει σμπάρα μια τον αέρα και μια τις μπουγάδες, ώσπου μια μέρα, ήρθε η αστυνομία και τον μάζεψε και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε ίδρυμα, έγκλειστος, χωρίς γυναίκα και χωρίς καραμπίνα. Με καθαρό όμως το σώβρακο.

Και αυτό το γλυπτό, του Ron Mueck.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Κρίση πανικού!


Η Γωγώ είναι 30 ετών. Παντρεμένη και μητέρα 2 μικρών παιδιών. Έχει έναν καλό σύντροφο που την αγαπά και τον αγαπά. Έχουν το δικό τους σπίτι -όπως το ονειρεύτηκαν-, 2 αυτοκίνητα, ψυγειοκαταψύκτη, 2 ντουλάπες γεμάτες ρούχα και κάρτες. Πολλές κάρτες. Το εισόδημά τους, από τις δουλειές που κάνουν, είναι καλό και τους εξασφαλίζει καλές συνθήκες διαβίωσης οι οποίες περιλαμβάνουν και ταξιδάκια αναψυχής σε τακτά χρονικά διαστήματα. Χωρίς την χρήση διακοποδανίου (γουαααααου)!


Μια μέρα η Γωγώ πήγε να ψωνίσει ένα παντελόνι από κάποιο εμπορικό κατάστημα. Μαζί θα αγόραζε και δυο μπλουζάκια που της γυάλισαν. Σκέφτηκε για λίγο ό,τι ανέβαινε ο λογαριασμός αλλά μετά δικαιολογήθηκε μέσα της ότι δουλεύει και το αξίζει να κάνει ένα καλό δώρο στον εαυτό της. Πήγε στο ταμείο να πληρώσει.


- "Τι σας οφείλω;" Ρώτησε την ταμεία.

- "246 ευρώ", απάντησε η ταμίας χαμογελαστή.

- "Δεχόσαστε visa;" Ξαναρώτησε την κοπέλα, δεδομένου ότι δεν είχε τόσα μετρητά.

- "Ναι φυσικά! Μόνο που δεν θα σας κάνω την έκπτωση γιατί όπως ξέρετε η τράπεζα κρατάει και μια σχετική προμήθεια από εμάς", είπε αποφασιστικά η υπάλληλος.

- "Έντάξει", απάντησε η Γωγώ με ανωτερότητα ενώ μέσα της έλεγε ό,τι δεν πρόκειται το μαγαζί να ξαναδεί την κάρτα της!


Άνοιξε το πορτοφόλι της για να πάρει την κάρτα. Τότε έπεσε το μεγάλο δίλημμα! Ποια κάρτα να δώσει η Γωγώ; Τη λιγότερο φορτωμένη; Να δώσει μήπως αυτή που έχει μικρότερο επιτόκιο;;; Μα σε εκείνη την τράπεζα δεν πηγαίνει συχνά γιατί είναι μακριά από τη δουλειά της και δεν της είναι εύκολο να πληρώνει στο αυτόματο μηχάνημα... Προβληματίστηκε και τελικά έδωσε την πρώτη που έπιασε στο χέρι της. Την παρέδωσε με τουπέ στην υπάλληλο του καταστήματος και όση ώρα αυτή έκανε τη σχετική διαδικασία χρέωσης, η Γωγώ κοίταζε το μεγάλο δερμάτινο πορτοφόλι που είχε ανοιχτό στα χέρια της. Πέντε πιστωτικές κάρτες, κάρτα μέλους στο dvd club, κάρτα μέλους στο national geographic, κάρτα έκπτωσης για το πλυντήριο αυτοκινήτων, κάρτα έκπτωσης του super market, άλλη κάρτα για άλλο super market, κάρτα έκπτωσης για κάποιο παιχνιδάδικο και δυο κάρτες ανάληψης μετρητών από ATM τραπεζών.


Βυθισμένη στις σκέψεις της, η Γωγώ. Σκέφτηκε ό,τι όλα τα pin τα έχει καταχωρήσει στο κινητό της τηλέφωνο, το οποίο διαθέτει το μόνο pin που θυμάται απέξω μιας κι έχει βάλει την ημερομηνία του γάμου της. Μετά η Γωγώ βυθίστηκε πιο βαθιά στις σκέψεις της. Αν έχανε το κινητό;;; Πως θα θυμόταν όλα αυτά τα pin;;;; Ξάφνου θυμήθηκε ό,τι τα έχει καταχωρήσει όλα σε μια βάση δεδομένων στον υπολογιστή της και ένιωσε καλύτερα. Αμέσως μετά μια δεύτερη εφιαλτική σκέψη πέρασε από το μυαλό της: Τι θα γινόταν αν ξέχναγε το password του υπολογιστή της;;; Ακόμα χειρότερα, τι θα γινόταν αν κάποιος ιός κατέστρεφε τον σκληρό της δίσκο;;;;; Άρχισε να ιδρώνει...


Πέρασαν από το μυαλό της τα δεκάδες pin, passwords, user names που χρησιμοποιεί καθημερινά. Ήταν τόσα πολλά! Το κεφάλι της άρχισε να στροβιλίζεται και τα μάτια της γέμισαν αριθμούς, γράμματα, κρυφές ερωτήσεις, e-mail accounts... Τότε η Γωγώ σωριάστηκε μεγαλόπρεπα στο πάτωμα.


Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της, βρισκόταν στο νοσοκομείο. Ένιωθε μια ελαφριά ζαλάδα και γυρίζοντας δίπλα της αντίκρισε το ανήσυχο πρόσωπο του συζύγου της.


-"Τι έπαθα;;;", τον ρώτησε.

-"Λιποθύμησες, δεν είναι τίποτα, μη φοβάσαι!" Της απάντησε καθησυχαστικά

-"Μα πως το έπαθα αυτό;;;" Ξαναρώτησε η Γωγώ.

-"Ο γιατρός είπε ότι έπαθες μια ελαφριά κρίση πανικού. Η πωλήτρια στο μαγαζί είπε ότι για κάμποση ώρα έλεγες ακατανόητα πράγματα. Αριθμούς, ονόματα, ημερομηνίες. Μετά έπεσες κάτω και κάλεσε το ασθενοφόρο. Οι γιατροί εδώ σε εξέτασαν και σου έκαναν μια ηρεμιστική ένεση. Δεν είναι τίποτα, είσαι απλά κουρασμένη."

-"Θα πάμε σπίτι;;;" ρώτησε αρκετά ανήσυχη αυτή τη φορά η Γωγώ.

-"Θα πάμε αλλά ξέρεις υπάρχει κάποιο πρόβλημα... Εεεε Έχει μπλοκάρει ο συναγερμός και δεν ξεκλειδώνει η πόρτα μας. Χρειάζεται λέει τον δεύτερο κωδικό αλλά τον είχα στο κινητό μου, το οποίο έχασα σήμερα το πρωί που πήγα για καφέ. Κάπου πρέπει να το ξέχασα. Δεν το έχω βρει ακόμα. Αλλά μην ανησυχείς. Θα βρούμε λύση..." είπε χωρίς ανάσα ο σύζυγος.


Η Γωγώ βυθίστηκε ξανά σε σκέψεις. Είδε τον εαυτό της σε μελλοντικό χρόνο να προσπαθεί να ανοίξει το καπάκι της λεκάνης της τουαλέτας αλλά να μην θυμάται τον κωδικό ούτε το όνομα χρήστη! Συμφοράααα! Τελικά μετά από ώρα αφόδευσε στη μπανιέρα κι ένιωσε καλύτερα. Δεν ένιωσε το ίδιο καλά όταν την καθάριζε. Αμέσως μετά είδε τον εαυτό της να επικοινωνεί με το help desk του δικτύου λεκανών, έμεινε όμως ώρα στην αναμονή και έτσι περιμένοντας κατουρήθηκε απάνω της... Ευτυχώς μετά από αυτό μια εξυπηρετική τηλεφωνήτρια τη βοήθησε τηλεφωνικά να ξεκλειδώσει το καπάκι κι ένιωσε τρισευτυχισμένη. Αυτές είναι σκέφτηκε οι μικρές καθημερινές χαρές της ζωής...


Έτσι βυθισμένη σε αυτές τις σκέψεις, η Γωγώ έπαθε αμόκ και άρχισε να ουρλιάζει αλλά οι γιατροί επενέβησαν άμεσα και με τη βοήθεια μιας έξτρα ηρεμιστικής ένεσης την επανέφεραν στη νιρβάνα της και στη καταναλωτική της διαδικασία.


Τέλος καλό, όλα καλά λοιπόν!

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008

Ας γίνω μελό!


Στον 12ο όροφο της κλινικής, όλα τα περιστατικά έχουν να κάνουν με καρκινοπαθείς. Χαζεύω από το παράθυρο την Κηφισίας. Μία πηγμένη στη κίνηση και μια χαλαρή, πάντα όμως θορυβώδης. Μετά κοιτάζω τον πατέρα μου, που κοιμάται στο κρεβάτι. Ο πατέρας μου στο νοσοκομείο. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Μια βουρκώνω και μια χαμογελάω. Η συμφορά των γύρω μας είναι μεγαλύτερη από τη δική μας. Είμαστε τυχεροί!

Η τραβηγμένη κουρτίνα χωρίζει το κρεβάτι του πατέρα μου από έναν άλλον ασθενή. Έχει παραιτηθεί. Εδώ και πέντε μήνες ζει με ορούς. Έχει κάνει χημειοθεραπείες και δεν έχει κάποιο πρόβλημα προς το παρών αλλά τον έχει κατατροπώσει η κατάθλιψη. Η γυναίκα του μένει μέρα - νύχτα μαζί του, άγρυπνος φρουρός. Του λέει συνέχεια πόσο τον αγαπάει και πως δεν αντέχει άλλο να τον βλέπει έτσι να λιώνει. Μετά του θυμώνει, του φωνάζει πως πρέπει να κάνει κάτι να βοηθήσει τον εαυτό του.

Στον θάλαμο κάνει πολλή ζέστη, ο πατέρας μου όμως κρυώνει. Νομίζω πως είναι ο φόβος για την επέμβαση. Όταν τον παίρνουν με το φορείο για το χειρουργείο, δεν μπορώ να συγκρατηθώ, γυρνώ την πλάτη και κλαίω. Δεν καταφέρνω να αρθρώσω ούτε μια κουβέντα, να του δώσω λίγο κουράγιο. Ευτυχώς που η μάνα μου στάθηκε δυνατή εκείνη τη στιγμή. Όταν όμως επιστρέφει στο δωμάτιο, είμαι εκεί και του χαμογελάω και κρατάω ένα μικρό γλαστράκι στο χέρι μου. Εκείνος ζαλισμένος από την νάρκωση ακόμα, γυρεύει τη γυναίκα του.

Ανταποκρίνομαι στη πρόσκληση μιας αγαπημένης φίλης για κινηματογράφο. Συναντιόμαστε 11 παρά 5 έξω από τον Δαναό. Βλέπουμε το "Ελεγεία ενός έρωτα" της Ιζαμπέλ Κοϊξέ. Ρεαλιστικό. Πέρα για πέρα ανθρώπινο. Και στο τέλος η πρωταγωνίστρια έχει καρκίνο κι εγώ κλαίω σαν μικρό παιδί, ξανά. Η ταινία τελειώνει και αποχαιρετώ τη φίλη μου. Βγαίνω στο δρόμο με μια σοκολάτα στο χέρι και παίρνω το πρώτο ταξί που βρίσκω. Μασουλάω σοκολάτα μέχρι το ξενοδοχείο όπου πέφτω ξερή για ύπνο.

Παράλληλα, πίσω στο νησί, ένα μωρό έρχεται στον κόσμο και μας κάνει όλους χαρούμενους. Ένας καινούργιος ανιψιός! Ανυπομονώ να τον δω. Μας λένε στο τηλέφωνο πως μοιάζει του δικού μας. Δεν έχει σημασία, σε ποιον μοιάζει, τους λέω, είναι γερό; Είναι γερό μα λίγο αδύνατο. Τρώει και κοιμάται είναι γαλήνιο, ευτυχισμένο.

Λέω και στον πατέρα μου το νέο και σκάει ένα χαμόγελο. "Να 'ναι γερό" μου λέει και φαίνεται να μην είναι η τυπική ευχή που έχουμε όλοι για ψωμοτύρι. Του δίνω λίγο νερό. Είναι χλωμός και κρυώνει πολύ από το χειρουργείο. Μου λέει πόσο παγωμένα ήταν "εκεί κάτω". Εγώ τον πειράζω, του λέω πως ήταν στον 5ο όροφο, όχι στα έγκατα της γης. Θέλει να φύγει, να πάει σπίτι του. Δεν αντέχει τα νοσοκομεία. Ποιος τα αντέχει;

Στο ταξίδι της επιστροφής, το μόνο που σκέφτομαι είναι να φτάσω στο σπίτι μου και να σφίξω το παιδί μου στην αγκαλιά μου. Όσο πλησιάζω, τόσο φεύγει η κούραση και τόσο μεγαλώνει η αγωνία μου. Τον βρίσκω πιο ψηλό, μου φαίνεται, κι ας λείπω μόλις τέσσερις μέρες...

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

Οι Στοίβες Της


Η κρεβατοκάμαρά της δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη μα ούτε και μικρή θα την έλεγες. Το κυρίαρχο στοιχείο ήταν το τεράστιο κρεβάτι, ειδική παραγγελία, στο οποίο θα μπορούσαν άνετα να κοιμηθούν τρεις άνθρωποι. Ίσως επειδή αυτό έπιανε πολύ χώρο, να έμοιαζε το δωμάτιο μικρό.


Γύρω υπήρχαν διάφορες στοίβες. Στοίβες με διπλωμένα ρούχα, εκτός ντουλάπας. Στοίβες με βιβλία, πάνω στο κομοδίνο. Στοίβες με αναστεναγμούς, ριγμένοι παντού. Στοίβες με κουτιά που περιείχαν παπούτσια. Όλα σε τάξη μέσα στην ακαταστασία. Η ντουλάπα μισοάδεια, έπιανε έναν ολόκληρο τοίχο.


Τις στοίβες που περικύκλωναν το κρεβάτι, τις αποτελούσαν μισοτελειωμένες υποθέσεις. Βιβλία που είχε διαβάσει αλλά δεν καλοθυμόταν, βιβλία μισοδιαβασμένα, ακόμα και υποψήφια προς ανάγνωση βιβλία. Το ίδιο συνέβαινε και με τα ρούχα. Φορεμένα, αφόρετα, ασιδέρωτα και σιδερωμένα, εποχιακά και μη, όλα ανακατωμένα αλλά διπλωμένα σχολαστικά. Στα κουτιά με τα παπούτσια, το ίδιο σκηνικό: Αφόρετα, φορεμένα, με φαγωμένα τα τακάκια, άλλα με δερμάτινες σόλες.


Οι αναστεναγμοί πάλι, ήταν μια διαφορετική υπόθεση. Κάποιοι από αυτούς μακρόσυρτοι κι άλλοι κοφτοί. Κάποιοι έκρυβαν ευχαρίστηση κι άλλοι ήταν η απαρχή ενός λυγμού που δεν θα αργούσε να ακολουθήσει. Ήταν όμορφα τακτοποιημένοι και δεν έπιαναν πολύ χώρο, αφού η ίδια τους η φύση εμπερικλύει μια υπέροχη ελαστικότητα.


Κάτω από το πουπουλένιο της μαξιλάρι, έκρυβε πάντα ένα μεταξωτό νυχτικό. Καμιά φορά, στον ύπνο της, έχωνε από κάτω το χέρι της και το χάιδευε. Έτσι κοιμόταν καλύτερα, χωρίς ενοχλητικά όνειρα και μισόκοπους αναστεναγμούς. Στ' αλήθεια ποτέ δεν κατάλαβε γιατί τα όνειρα τα συνόδευαν αναστεναγμοί. Το ξεπερνούσε όμως εύκολα μέσα από την επαφή με το μεταξωτό ύφασμα.


Καμιά φορά, όταν συνέβαινε να κοιμηθεί με παρέα, αντικαθιστούσε το μεταξωτό ύφασμα με το δέρμα του ανθρώπου δίπλα της. Τόσο όσο της χρειαζόταν. Όταν δεν ήθελε άλλο, πήγαινε στην άκρη του κρεβατιού, το οποίο μελετημένα είχε γίνει έτσι μεγάλο ώστε να έχει την επιλογή της επαφής με τον συνάνθρωπο ή όχι. Κι όταν ήταν εντελώς μόνη σε αυτό, απλωνόταν όπως ήθελε, σίγουρη πως κανέναν δεν ενοχλούσε και κανείς δεν θα την ενοχλούσε.


Το πρωινό της το έπαιρνε κι αυτό στο κρεβάτι, χαζεύοντας τις στοίβες γύρω - γύρω, οι οποίες από καιρό σε καιρό όλο και ψήλωναν μέχρι που μια μέρα, έπεσαν όλες μαζί πάνω στο κρεβάτι και την έχωσαν εκεί για πάντα. Καθόλου δεν την πείραξε. Άλλωστε, είχε το μεταξωτό της νυχτικό να χαϊδεύει.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Δημήτρη Μαμαλούκα, "Η μοναξιά της ασφάλτου"


Χαράματα της περασμένης Δευτέρας, βρέθηκα στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών "Ελευθέριος Βενιζέλος". Λίγο πριν πετάξω για την Κέρκυρα, όπου θα παρακολουθούσα εκπαιδευτικό σεμινάριο, είπαμε με μια συνάδελφο να επισκεφθούμε το βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη.


Σκέφτηκα πως ήταν μια καλή ευκαιρία να αγοράσω επιτέλους το καινούργιο βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα, με τίτλο "Η Μοναξιά Της Ασφάλτου" και μπήκα με φόρα να το αναζητήσω. Ευτυχώς η καλή μου συνάδελφος το είδε που ήταν μπροστά από τις προθήκες, στις νέες κυκλοφορίες και δεν με άφησε να ψάχνω άσκοπα για κάτι που ήταν ακριβώς κάτω από τη μύτη μου, που λένε, αλλά που εγώ αδυνατούσα να δω αφού κοιτάζω όλα ψηλά.


Τελικά με το βιβλίο συντροφιά, εγώ μια ζακυνθινιά, ταξίδεψα πάνω από το Ιόνιο για να φτάσω στους Κορφούς κι έχοντας στο μυαλό μου πως ο Δημήτρης Μαμαλούκας "κρατάει" από την Λευκάδα. Καθαρά Επτανησιακή υπόθεση!


Το βιβλίο μου κράτησε καλή παρέα, ειδικά ένα βράδυ που έμεινα μέσα στο ξενοδοχείο λόγω αδιαθεσίας. Δεν το έχω τελειώσει ακόμα κι έτσι δεν μπορώ να πω συνολικά αν μου άρεσε ή όχι. Μπορώ να πω όμως με βεβαιότητα ότι είναι πολύ ενδιαφέρον κι έχει καταφέρει να με μπάσει μέσα στην σπονδυλωτή ιστορία του. Αυτό είναι κάτι που δεν μου συμβαίνει συχνά με τα βιβλία και γι' αυτό όταν γίνεται ενθουσιάζομαι!


Το βράδυ που έμεινα μέσα διαβάζοντας, αποκοιμήθηκα με το βιβλίο στο χέρι. Διάβαζα ένα σημείο που περιέγραφε το σκηνικό γύρω από ένα υποψήφιο θύμα της ιστορίας και καθώς τα μάτια μου έκλεισαν, μπήκα εγώ στην θέση του θύματος και είδα ολόκληρη ταινία στον ύπνο μου. Όταν ξύπνησα το πρωί, αδυνατούσα να καταλάβω τι είχα διαβάσει και τι είχα ονειρευτεί. Τα όρια ήταν δυσδιάκριτα και όλη μέρα το σκεφτόμουν, μέχρι που ξανά το απόγευμα πια, διάβασα τη συνέχεια και ξεκαθάρισα τα πράγματα στο μυαλό μου.


Αυτό λοιπόν για εμένα είναι η μαγεία της ανάγνωσης και το νουάρ μυθιστόρημα του Δημήτρη Μαμαλούκα, μου έδωσε και μου δίνει ισχυρές δόσεις.


Ευχαριστώ Δημήτρη!

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Η νόνα Αντζουλέττα




"Από εψές αργά βρέχει. Έκαμε ο θέος και βρέχει! Ωραίο πράμα η βροχή, εξεπλύθηκαν ούλες οι βρωμιές μας. Ακόμα κι εκειές που είχαμε απλωμένες από πίσω, να λιαστούνε, δίπλα από τα κεντίδια τση προίκας. Πίσωθες, δεν τσι γλέπουνε οι γειτόνοι, μόνο τα δουλικά και οι σέμπροι που ήρθανε αχάραγο να αφήσουνε τα σακιά στο κατώι.


Εφτούνοι στόμα έχουνε αλλά τη μιλιά τσου την εκόψαμε. Μα να τσι αφήναμε να λένε το γύρω ούλα μας τα νιτερέσσα; Να μας κάμουνε ρεντίκολο στο πόπολο; Όσκε!


Εποτίστηκε η γης και γιόμισε η στέρνα. Επολιώρα, εβγήκε ένας ήλιος άλλο πράμα! Έστειλε ο Αφέντης τον Νικολό, να πάει τσι σέμπρους στα λιοστάσια. Κι εφτούνες οι δυο, τρεις ώρες που απομένουνε για το γιόμα, μας χρειάζονται, να σε χαρώ!


Ας χωθούνε με τσι λάσπες οι σέμπροι, τι με νοιάζει εμέ; Εγώ τη ζέστα μου την έχω και ξύλα πολλά για το τζάκι μου. Η παδέλλα μου, πάντα με περιμένει αχνιστή και εκειό το δουλικό η Μαριγώ, να μες στα μάτια τσης, αλλά κάνει φαγιά πρώτης τάξεως!"


"Ορή νόνα, πάλε με τσι γάτες κουβεντιάζεις, τι θα γένει; "


"Άκου κυρά μου, εγώ είμαι η σιόρα Αντζουλέττα με το όνομα και θα μιλώ με όποιονε θέλω. Δεν θα σε πάρω από ρώτηση. Άμε τώρα στον διάοτσο κι άσε με στην ησυχία μου..."



Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Θα πιεις κάτι;


Συγγνώμη που άργησα, είχε κίνηση. Τι πίνεις; Θα πιω κι εγώ ένα ποτό. Ένα τζιν-τόνικ, παρακαλώ. Είσαι ώρα εδώ; Πρέπει να σε φτάσω! Ένα τζιν-τόνικ ακόμα, παρακαλώ. Πως πάει η δουλειά; Παντού τα ίδια, μην το ψάχνεις. Εγώ να δεις τι τραβάω στο γραφείο. Ξέρεις τι θέλω να πάθει; Δεν θέλω να πεθάνει, ας πούμε. Θέλω να πέσει από το καλάμι που έχει καβαλήσει και να σπάσει το πόδι του. Ίσως αυτό, τον κάνει άνθρωπο. Ένα ποτό μπορώ να έχω, παρακαλώ; Τώρα θα στο πω. Δεν άργησα επειδή είχε κίνηση. Πίνουμε μια τεκίλα; Είχα πάει μια βόλτα στο λιμάνι. Είδα το φέρυ να έρχεται από μακριά και έτσι φωτισμένο, σαν να με τράβηξε κοντά του. Πήγα κάτω στον μώλο και το χάζευα. Ας πιούμε άλλη μια τεκίλα, καλή ήταν. Στην αρχή δεν σκεφτόμουν τίποτα, το κοίταζα που πλησίαζε έτσι φωτεινό κι άκουγα μουσική, μέσα στο αυτοκίνητο. Κι όταν άδειασε, βγήκα κι έκλεισα την πόρτα να μην ακούω τίποτα. Ένα τζιν-τόνικ, παρακαλώ. Κι άναψα ένα τσιγάρο και κοίταζα το καράβι. Σιγά, σιγά ερήμωνε. Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια, έτσι; Ας πιούμε σ' αυτό! Τεκίλα; Ξέρεις, δεν μου αρέσουν τα πλεούμενα. Με θλίβουν. Τα τρένα όμως πιο πολύ. Ευτυχώς που δεν έχουμε τρένο στο νησί. Κάτσε, νωρίς είναι. Που λες, τα πλοία μου φαίνονται σαν φάλαινες που κουβαλάνε αμάσητη τροφή. Μάλλον θα τα έχω συνδυάσει με αποχωρισμούς. Δεν τους αντέχω τους αποχωρισμούς και ούτε τους αποχαιρετισμούς. Μπορώ να έχω ένα τζιν-τόνικ, παρακαλώ; Όχι καλά είμαι. Απλά μου αρέσει να σκαλίζω πληγές. Έτσι δεν πρέπει; Είμαστε τώρα εδώ και τα πίνουμε. Αν δεν σκαλίσουμε και δυο-τρεις πληγές να τρέξουνε τα αίματα στο πάτωμα, τι σκατά κάνουμε εδώ; Ας πιούμε μια τεκίλα. Έχω κρατήσει ένα μήνυμα στο κινητό, να στο δείξω; Το πρόσωπο δεν με συγκινεί πια αλλά οι λέξεις μου λένε πολλά. "Γύρισες αλλού τις χαρακές, και χάσαμε το σπίτι στο νησί, με μεγάλο κρεβάτι και πόρτα μικρή... " Τι εξωφρενική τάση κι αυτή, να παραποιούμε τα λόγια των ποιητάδων. Μια τεκίλα ακόμα; Ξέρεις εκείνο του Λασκαράτου που λέει:
"Έρωτα, αν θες να τάχουμε καλά,

στο σπίτι μου να μην ματαπατήσεις.
Ε, που στο λέω.
Κι' ά θέλεις να μέ αφήσεις
αναπαμένον, πάει πολύ καλά..."
Αστείο δεν είναι; Σιγά μην μας αφήσει ήσυχους ο Έρωτας! Άντε γεια μας! Μέθυσες; Τι χαζογελάς; Εδώ μιλάμε σοβαρά! Να σου τραγουδήσω να κλάψεις, θέλεις; Περίμενε... Λογαριασμό, παρακαλώ!


Όταν ο άνεμος φυσά κι οι άνθρωποι σωπαίνουν,
κάτι σκιές σε προσκαλούν στις έρημες μαρίνες,
τα πλοία των ερώτων μας μου δείχνουν που πεθαίνουν

και τριγυρνούν στην πλώρη τους νεράιδες και σειρήνες.



Πάνω στον πάγκο ενός Cafe τα βρόχινά τους μάτια
για τα ναυάγια με ρωτούν και της ζωής το ψέμα
κι εγώ δειλά τους απαντώ κοιτώντας τα κατάρτια
«η δύση κι η ανατολή έχουν το ίδιο αίμα».



Έτσι στα καθημερινά αμήχανοι γυρνάμε,
παιδιά που παίζουν στη βροχή με τρυπημένη μπάλα,
μα κάποιος γέρος ναυτικός μάς είχε πει, θυμάμαι,
πως πάντα μέσα μας θα ζουν τα μπάρκα τα μεγάλα.


Τρικάταρτο η αγάπη μας και ο καιρός αρμύρα,
μια Κυριακή σ' αντίκρισα και μου 'κλεψες το φως μου,
ό,τι με πνίγει ν΄αγαπώ είν' η δική μου μοίρα,
καλά ταξίδια, μάτια μου, στις θάλασσες του κόσμου!


Οι στίχοι του Άλκη Αλκαίου, η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Πάμε στον Άδωνι για καφέ;;;


Δεν μου έφταναν οι δηλώσεις (Ρα)Τατούλη που οδήγησαν και στην εκπαραθύρωσή του. Δεν μου έφτανε η συνέντευξη Αλογοσκούφη στον Πρετεντέρη (άντεξα και είδα δέκα ολόκληρα λεπτά!). Δεν μου έφτανε ο Γιώργος Λιάγκας, σε απογευματινό τηλεπαιχνίδι (χθες το ανακάλυψα και αυτό)... Ήρθε και με αποτέλειωσε ο Χαρδαβέλλας, χθες βράδυ. Σκέψου να παρακολουθούσα και εντατικά τηλεόραση!

Πάνω λοιπόν στο ζάπινγκ χθες, πετυχαίνω Χαρδα-βδέλλα με θέμα την Ευγενία και τον Άδωνι. Τον Άδωνι Γεωργιάδη ντε, του ΛΑΟΣ! Η Ευγενία Μανωλίδου, σύζυγος Γεωργιάδη, είναι από ότι πληροφορήθηκα η παρουσιάστρια του τηλεπαιχνιδιού - reallity show : "Η στιγμή της Αλήθειας" και επίσης ταλαντούχα μουσικός.



Από το παιχνίδι, έχω δει ένα video που μου έστειλε η αδερφή μου από το youtube. Έδειχνε μια κυρία που καθόταν σε μια καρέκλα καλωδιομένη και η παρουσιάστρια, η Ευγενία, της έκανε προσωπικές ερωτήσεις και έπρεπε να απαντήσει ειλικρινά, όσο δύσκολο κι αν ήταν (δεν είδα να ζορίζεται κιόλας), σε ερωτήσεις τύπου: "Πόσες φορές έχεις κάνει one night stand;" , ενώ ο γκόμενος από κάτω χειροκροτούσε τη στιγμή που γινόταν ρεζίλι στο πανελλήνιο. Αν η παίκτρια απαντούσε λάθος, ο καλώδιος θα το έδειχνε και το ευτυχές ζευγάρι, θα έχανε τα φράγκα. Στο συγκεκριμένο video, φοβερή η παρουσία της αδερφής του γκόμενου. Δεν το συζητώ!

Το θέμα όμως εδώ είναι ο Άδωνις! Άνετος μπροστά στην κάμερα του "Αθέατου Κόσμου", δήλωσε πως αυτός έπεισε τη σύζυγό του να παρουσιάσει το τηλεπαίχνιδο. Αμέσως μετά είπε, πως αν γνώριζε από πριν το περιεχόμενο του τηλεπαιγνίου δεν θα το επέτρεπε. Μετά από λίγο όμως είπε, πως η Ευγενία του είναι σοβαρό και συγκροτημένο άτομο και δεν φοβάται ότι θα παρασυρθεί από το επικίνδυνο περιβάλλον της τηλεόρασης (ανθυγιεινό θα το έλεγα εγώ) αλλά αν υποπέσει στην αντίληψή του ότι καβαλάει καλάμι (δεν το είπε έτσι μην ταράζεσαι!), θα της μιλήσει ώστε να την νουθετήσει, γιατί παρότι φαίνεται το αντίθετο, είναι δημοκράτης (αυτό έτσι ακριβώς το είπε , πίστεψέ με!).

Διαδικτυακά κουτσομπολιά από την άλλη, κάνουν λόγο για μια Βίκυ Χατζηβασιλείου που ενώνει οικογένειες (ποια είναι πάλι αυτή;) ενώ αμέσως μετά η Ευγενία τα κλείνει! Τέτοια ακούει ο Άδωνις και αγριεύεται και μετά λέει, τα δύο πρώτα επεισόδια (πόσα έχουν παιχτεί και δεν έχω πάρει χαμπάρι;), απαγόρευσε στα παιδιά τους την τηλεθέαση του παιγνίου που παρουσιάζει η μανούλα. Διότι, λέει, όπως τους εξήγησε, το περιεχόμενο δεν είναι κατάλληλο για παιδιά. Μην ξεχάσουν και τα παιδιά τα αρχαία που ξέρουν, δηλαδή!

Αμφότεροι Ευγενία και Άδωνις, δήλωσαν ευτυχισμένοι μαζί και σε καμία περίπτωση πρόθυμοι, να συμμετείχαν ως παίκτες στο συγκεκριμένο τηλεπαίχνιδο.

Γεια σου ρε Άδωνι, παρεξηγημένε δημοκράτη!



Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Run Dana Run!

Πάπυρος και Λωτός, τα ιερά φυτά της Αιγύπτου

Σε όλα τα τουριστικά μέρη του κόσμου, οι ξεναγοί παίρνουν μίζες κι αυτό είναι de facto. Σε πάνε σε εστιατόρια "δικά τους", σε cafe "δικά τους", σε μαγαζιά που πουλάνε σουβενίρ κ.ά. Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μου, απλά έπρεπε να κάνω μια εισαγωγή για να πω πως ως τουρίστες κι εμείς στο λατρεμένο Κάιρο, αφήναμε την ξεναγό να μας πηγαίνει όπου ήθελε. Και να φανταστείς, πως δεν πηγαίνoυμε ποτέ οργανωμένα διακοπές γιατί δεν αντέχουμε να ακολουθούμε πρόγραμμα. Στο Κάιρο όμως, με το που φτάσαμε, βρήκαμε τοπικό τουριστικό πρακτορείο μέσα στο αεροδρόμιο και κανονίσαμε αυτοκίνητο με οδηγό.

Την άλλη μέρα το πρωί τσουφ, μας εμφανίζεται στο ξενοδοχείο mini van της "κόλλας" που λέμε -ούτε τα νάυλον από τα καθίσματα δεν είχαν αφαιρέσει ακόμα- με οδηγό και ξεναγό. Δεν είχαμε αυτό στο μυαλό μας αλλά δεν μας ενόχλησε που μας το παρείχαν, άλλωστε το πληρώναμε καλά για τα δεδομένα της Αιγύπτου.


Στην Αγορά του Αλ Χαλίλι...

Να μην τα πολυγράφω, στα πλαίσια λοιπόν της μίζας του ξεναγού, κι αφού είχαμε πάει κι είχαμε δει χαλιά, κοσμήματα, πάπυρους και 1002 άλλα καταναλωτικά προϊόντα που θα πιστοποιούσαν το ταξίδι μας στην Αίγυπτο, είχε έρθει η ώρα να επισκεφθούμε το παραδοσιακό αρωματοποιείο. Μια οικογένεια βεδουίνων από την έρημο, κράταγε ακόμα καλά φυλαγμένη την πανάρχαια συνταγή παρασκευής αιθέριου ελαίου από λωτό. Μια σταγόνα αρκεί και διαρκεί για ώρες. Αυτό το παραδέχομαι κι εγώ, αφού τρεις μέρες δεν ξεμύριζε το χέρι μου από το δείγμα. Με ό,τι κι αν το έπλυνα! Μας έγινε και η διευκρίνιση πως δυο οικογένειες όλες κι όλες, φτιάχνουν ακόμα το άρωμα με τον παραδοσιακό τρόπο αλλά εμείς θα πηγαίναμε να δούμε τη μία από αυτές. Ο λόγος κατανοητός, μην τα ξαναγράφουμε!

Η επίσκεψη στο αρωματοποιείο, έμεινε τελευταία μετά από μια γεμάτη μέρα κι αφού είχαμε κάνει 200 χιλιόμετρα μέσα στην έρημο κι είχαμε επιστρέψει ξανά στο Κάιρο. Πριν δυο ώρες επίσης, είχαμε δει μια γυναίκα να την σκοτώνει αυτοκίνητο στο δρόμο αλλά όπως μας πληροφόρησαν οδηγός και ξεναγός "ήταν θέλημα του Αλλάχ" και πήγαμε παρακάτω.

Κουρασμένη και σοκαρισμένη καθώς μέρα με τη μέρα έμπαινα όλο και πιο βαθιά στον πολιτισμό των σύγχρονων Αιγυπτίων, κάθισα σε μια αναπαυτική πολυθρόνα απέναντι από τον κύριο Χακίμ, που στα 65 του διατηρούσε όμορφα την οικογενειακή επιχείρηση και ήταν περήφανος γι' αυτό.

Λίγο τα έντονα αρώματα που ξεχύνονταν από τις χρωματιστές γυάλες γύρω μας, λίγο ο κ. Χακίμ που μας εξιστορούσε πως η οικογένειά του έφτιαξε το αιθέριο έλαιο του λωτού, λίγο τα κάδρα πίσω του που πιστοποιούσαν ότι ήταν reiki master, λίγο το δυστύχημα, λίγο το πολιτισμικό σοκ... ήρθα και τον έπαθα τον πανικό!

Σηκώθηκα πάνω ελαφρώς πανικοβλημένη -αρχικά- κι είπα "με συγχωρείτε δεν νοιώθω καλά, θέλω να φύγω". Ο κ. Χακίμ όμως, είχε αντίθετη άποψη, ήθελε να μείνω και να με βοηθήσει γιατί με έβλεπε όπως είπε, πολύ αγχωμένη και ο ρόλος τους ήταν να ανακουφίζει τους ανθρώπους από την ένταση, το στρες και την κακή ενέργεια. "Εντάξει", σκέφτηκα, δεν είχα και κάτι να χάσω εκτός από την ψυχραιμία μου, την οποία και τελικά έχασα όταν ήρθε κοντά μου κι άρχισε να πιέζει το κεφάλι μου με τα δάχτυλά του. Η ροή του αίματος μέσα στο κρανίο μου άρχισε να γίνεται έντονη και ο πανικός με κυρίευσε απόλυτα, όπως ήταν αναμενόμενο για κάτι ψυχαναγκαστικές τύπισσες σαν κι εμένα.

Δίνω λοιπόν μια σπρωξιά στον κ. Χακίμ, ο οποίος έμεινε αποσβολωμένος κι αρχίζω να τρέχω. Βγαίνω στο δρόμο και συνεχίζω να τρέχω. Να σημειώσω πως βρισκόμασταν σε μια περιοχή στο παλιό Κάιρο όπου το καλύτερο σπίτι ήταν από χώμα κι άχυρα. Έτρεχα λοιπόν μέσα στις λάσπες και από πίσω με κυνηγούσε -ματαίως- ο σύντροφός μου και μου φώναζε να σταματήσω. Ε κάποια στιγμή βέβαια, όταν βρέθηκα σε απόλυτο σκοτάδι με διάφορους ξυπόλητους γύρω μου να με κοιτάνε σαν εξωγήινη, κατάλαβα πως έπρεπε να γυρίσω πίσω. Έκανα μεταβολή λοιπόν, κι άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση όταν έπεσα πάνω στον σύντροφό μου ο οποίος προσπάθησε φιλότιμα να με συγκρατήσει αλλά δεν τα κατάφερε. Τον κάνεις καλά τον τρελό;

Συνέχισα το τρέξιμο μέχρι που βρέθηκα ξανά στο αρωματοποιείο όπου απέξω περίμενε αραγμένο το mini van. Οδηγός και ξεναγός περίμεναν παραδίπλα μασουλώντας χουρμάδες. Με την ταχύτητα ενός αιλουροειδούς, πήδηξα μέσα στο αυτοκίνητο κι έκλεισα και την πόρτα να μην μπορεί να μπει κανείς. Ο σύντροφός μου απέξω προσπαθούσε να με πείσει να ανοίξω για να μπουν και οι υπόλοιποι και να φύγουμε. Άδικα... Εγώ φώναζα και χτυπιόμουνα στα τζάμια "θέλω να φύγω τώρααααα". Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό αλλά δεν πρέπει να ήταν και πολύ γιατί υποψιάζομαι πως θα είχαν σπάσει τα τζάμια και θα είχαν μπει μέσα να μου φορέσουν ζουρλομανδύα.

Μετά από λίγο, στο ασφαλές περιβάλλον του ξενοδοχείου, έκανα ένα ζεστό μπάνιο και κοιμήθηκα 15 ώρες συνεχόμενα. Θυμάμαι που όταν φεύγαμε, ο κ. Χακίμ ατάραχος, μας είπε ότι μπορούσαμε να ξαναπάμε όποτε θέλαμε. Προφανώς θα το διασκέδασε το θέαμα. Εμείς πάντως δεν ξαναπήγαμε αλλά κατάφερα τηλεφωνικά να παραγγείλω, όταν πλέον είχαμε επιστρέψει στο σπίτι μας, και να λάβω το πολυπόθητο απόσταγμα λωτού το οποίο, όποτε το μυρίζω, θυμάμαι το τρέξιμο που έκανα εκείνο το απόγευμα στο Κάιρο και λαχανιάζω.

Δεν υπάρχει λόγος που κατέγραψα τούτη την ιστορία, απλά το έφερε η κουβέντα με τον "αδερφό μου" χθες βράδυ και είπα να το ποστάρω.


Εξοχικό Κέντρο στο Φαγιούμ, αναλαμβάνει δεξιώσεις γάμων...

Και που 'σαι Αδερφέ, φρόντισε όταν φρικάρεις, να φρικάρεις με στυλ τουλάχιστον! Κι όταν με το καλό(;) σε παντρέψω, θα σου κάνω και δεξίωση στο Φαγιούμ. Βλέπε φωτογραφία. Σε χρυσό θρόνο θα σε βάλω βρε! Σε φιλώ!

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Κατόπιν ανωρίμου σκέψεως...






Ετούτο το ανοιξιάτικο φθινόπωρο, όλο και πιο συχνά με αναγκάζει να βγω από το σπίτι μου. Όλο και περισσότερο μου επιβάλλει να τρέχω στους αγρούς για να μαζέψω μια χούφτα "κοπελούλες" και διάφορα αγριολούλουδα.

Μετά, τα τοποθετώ σε μικρό βάζο δίπλα στο γραφείο μου κι όταν το μάτι μου χρειάζεται ξεκούραση, κάθομαι και τα χαζεύω. Πριν προλάβουν να μαραθούν, έχω φροντίσει να τα αντικαταστήσω με φρέσκα.

Θα περάσει η εποχή τους και άλλα είδη φυτών θα διακοσμήσουν το βάζο και την όρασή μου. Κι αυτός είναι ένας φαύλος κύκλος, ο οποίος μέσα από τη ρουτίνα του, έχει γίνει αγαπημένα συνηθισμένος.

Κι επειδή με τίποτα δεν μπορώ να ξεφύγω από τον τοπικισμό μου και σαν γνήσια Επτανήσια, καθόλου δεν το προσπαθώ, επιλέγω να ακούσω αυτό το τραγούδι, όσο αταίριαστο κι αν είναι στη στιγμή.







Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Ιντερνετικό Φωτορομάντζο Τέχνης...(what?)

Το είδα στο blog του HELMET και το ζήλεψα!

Ο λόγος για την υπερπαραγωγή του http://calypsolarah.awardspace.co.uk/ με τίτλο: "ah patridah moo glykiah"

Ο Calypso Larah, σε στιγμές μεγάλης έμπνευσης και αριστοτεχνικής χρήσης media.

Προειδοποίηση: Μην επιλέξετε να το δείτε στο χώρο εργασίας σας. Κινδυνεύετε να σας απολύσουν λόγω υστερικού γέλιου.

Η Ματαιοδοξία Της Ακοής




Μια μέρα -χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση- ξύπνησε χωρίς χέρια και χωρίς πόδια και δεν ήταν καθόλου όνειρο αυτό. Έκανε να σηκωθεί αλλά, τζίφος. Ούτε να γυρίσει στο πλάι μπορούσε. Ματαίως ούρλιαζε για βοήθεια, δεν υπήρχε κανείς εκεί γύρω.

Μετά από ώρα, σταμάτησε να ουρλιάζει. Άρχισε να κλαίει. Αργότερα κι αφού πεινούσε και διψούσε και τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για όλα αυτά, έκλεισε τα μάτια και δέχτηκε το αναπόφευκτο. Μια σκέψη που είχε κάνει τις προάλλες "καλύτερα να μην βλέπω, να μην έχω μάτια παρά να μην ακούω", τώρα φαινόταν αστεία, ίσως και εντελώς γελοία.

Το ράδιο έπαιζε τραγούδια που ήθελε να ακούει κι αυτό ήταν κάπως ανακουφιστικό αλλά δεν βοηθούσε στην καταπολέμηση της πείνας ή της δίψας και ούτε μπορούσε να βοηθήσει στη μετακίνηση του σώματος έστω για τα αναγκαία, τα απαραίτητα και η πίεση χαμηλά στη κοιλιά όλο και δυνάμωνε. Το κινητό χτυπούσε συχνά αλλά κι αυτό σταμάτησε όταν έπεσε η μπαταρία του.

Δεν ξέρω να πω με σιγουριά, πόσες μέρες πέρασαν, όταν ξαφνικά κάποιος μπήκε στο δωμάτιο. Αναθάρεψε το Σώμα. Χαμογέλασε νομίζω. Αυτός ο κάποιος φορούσε καθαρά ρούχα και κάθισε σε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι. Έβαλε το ένα πόδι νωχελικά, πάνω στο άλλο και είπε: "Τι θα έλεγες αν σου πρότεινα να ανταλλάξεις την ακοή σου με τα πόδια σου και την όρασή σου με τα χέρια σου;"

Θα έλεγε: "Όχι!"




Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Έσο Έτοιμος!



Εμείς οι μικροί, εγωκεντρικοί, αλαζόνες, κακομαθημένοι άνθρωποι. Εμείς που σπανίως βλέπουμε πέρα από τη μύτη μας και τον λιλιπούτειο μικρόκοσμό μας. Εμείς που πάντα και μόνο το Εγώ μας βάζουμε μπροστά. Που καμωνόμαστε τους μεγαλόψυχους, μόνο όταν έχουμε να κερδίσουμε από μια υπόθεση. Που προσευχόμαστε για την υγεία τη δική μας κι όσων "αγαπάμε". Που συλλέγουμε τα πλούτια μας, ευλαβικά και ξοδεύουμε μόνο για την προβολή της ματαιοδοξίας μας. Εμείς, εμείς, εμείς...

Πόσο έτοιμοι είμαστε να αντιμετωπίσουμε μια αληθινά δύσκολη κατάσταση; Πόσο έτοιμοι νοιώθουμε να υποδεχτούμε το κάθε λογής "κακό", που μπορεί να προκύψει ανά πάσα ώρα και στιγμή; Πόσο έτοιμοι είμαστε να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας, όταν εμφανισθεί η συμφορά; Εκείνη η συμφορά που βλέπουμε στις ειδήσεις των 8 ή στον γείτονα και λέμε: "α τον καημένο!".

Τη στιγμή όμως που εμείς θα είμαστε "οι καημένοι" θα τα έχουμε εντελώς χαμένα. Κι εγώ, χαμένα τα έχω τώρα. Στου τηλεοπτικούς μας δέκτες άλλωστε, μας δείχνουν μόνο το πρόβλημα κι όχι την αντιμετώπισή του. Και το πρόβλημα ξέρετε, μπορεί να είναι οπουδήποτε. Δεν μας παίρνει από ρώτηση. Αυτό που βλέπουμε στον άλλον, αύριο μπορεί να το δούμε σ' εμάς.

Εσύ τι θα κάνεις; Σκέψου τώρα τι θα κάνεις! Μην περιμένεις να έρθει. Προετοιμάσου να το δεχτείς. Το οφείλεις άλλωστε, στην ευημερία του μικρού σου βασίλειου.



Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος...


Πάνω σ' ένα βραχάκι ένα ζευγάρι πασχαλίτσες, κάθεται και ρεμβάζει τη θέα. Το φωτογραφίζω από κοντά. Πάω λίγο πιο πέρα. Γυρνάω πίσω και βλέπω μια χοντρή γερμανίδα να κάθεται πάνω στο βραχάκι με το ζευγάρι. Η γερμανική "μπότα", ακόμα μας κατατρέχει.



Είδα χιλιάδες πασχαλίτσες εκεί ψηλά, στο ηφαίστειο. Τις είδα με τα μάτια μου κι ήταν όμορφες. Υπήρχαν παντού. Ήταν αδύνατον να μην τις πατήσει κανείς. Σκαρφαλωμένες πάνω σε κιτς σουβενίρ φτιαγμένα από λάβα(;). Σκαρφαλωμένες πάνω σε μεγαλόπρεπες απεικονίσεις της Παναγίας των Δακρύων -κι αυτές από την ίδια λάβα. Θεϊκό σημάδι;;;




Στην αρχή πρόσεχα πολύ που πάταγα, μετά ξεχάστηκα, αφήνοντας πίσω μου δεκάδες θύματα. Στην κυριολεξία...



Paradise [Remix] - Sade

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Sicily, ti amo!


Catania, Piazza Universita



Catania, Piazza Duomo


Η Σικελία είναι κούκλα, το είπαμε. Είναι και τεράστια. Τις τρεις μέρες που νοικιάσαμε αυτοκίντηο, καταφέραμε να δούμε μόνο την ανατολική της πλευρά. Από τη Μεσσίνα μέχρι τη Συρακούζα, ενώ μέναμε στην πανέμορφη Κατάνη.


Κατάνια, Piazza Duomo (noturno)


Η Κατάνη είναι μια πολύ μεγάλη πόλη - η δεύτερη της Σικελίας- στους πρόποδες της Αίτνας δίπλα στη θάλασσα του Ιονίου, όπως την αποκαλούν. Χτισμένη από Χαλκιδείς, της Νάξου της Σικελίας. Πανέμορφα κτήρια, πλατείες και πολύς κόσμος. Την περπατήσαμε πολύ και δεν τη χόρτασα. Είναι η μόνη πόλη που έχω επισκεφθεί στη ζωή μου και είπα: "Ναι, εδώ θα μπορούσα να ζήσω μόνιμα"!


Η Όπερά της, φέρει το όνομα του μεγάλου συνθέτη Bellini κι έχει μια από τις καλύτερες ακουστικές στον κόσμο. Ένα καντούνι που περνά κάτω από την ανατολική της πτέρυγα, έχει ονομαστεί Μαρία Κάλλας, προς τιμήν της μεγάλης σοπράνο.



Κατάνια, Teatro Bellini



Κατάνια, Teatro Bellini - Via Maria Callas


Στην υπαίθρια ψαραγορά της, μπορεί κανείς να βρει ό,τι ψάρι και θαλασσινό λαχταράει η ψυχή του. Από χορταράκια της θάλασσας και διάφορα όστρακα, μέχρι και μικρούς καρχαρίες. Όλα φρέσκα!



Στα καντούνια, γύρω από τη ψαραγορά, ντελικατέσσεν, μανάβικα και χασάπικα. Όλα έξω.


Όπου κι αν πήγαμε οι άνθρωποι ήταν άνετοι, χαλαροί, κομψοί, με καλούς τρόπους. Ένοιωθα μόνιμα ζεστά και οικεία, τον παραμικρό φόβο δεν είχα, ακόμα κι ανάμεσα στο μέγα πλήθος, Σαββατόβραδο στα υπέροχα wine bar. Με δεκάδες ετικέτες κρασιών ιταλικών και μεγάλη γκάμα σισιλιάνικων. Όσα δοκιμάσαμε, ήταν εξαιρετικά επίσης.



Κατάνια, Piazza Duomo


Ο ακριβότερος καφές που γευτήκαμε είχε την τιμή των 2 ευρώ, ο φθηνότερος 60 λεπτά και ήταν επίσης εξαιρετικός. Τα γλυκά με φορτώσανε με παραπανίσια κιλά, λες και δεν μου έφταναν όσα είχα, αλλά ήταν αδύνατο να αντισταθώ! Ειδικά στις γρανίτες, στις οποίες έχουν και ειδίκευση μιας και τις ανακάλυψαν πρώτοι, παρασκευάζοντάς τες αρχικά με χιόνι από την Αίτνα. Τα πιάτα με θαλασσινά εξαίσια, τα κρεατικά όχι και τόσο καλά. Η πίτσα πολύ καλή και εντελώς φτηνή.


Ταορμίνα, Ίζολα Μπέλλα

Συρακούζα, Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο



Ταορμίνα, στο βάθος "κρεμμασμένο" το αρχαίο ελληνικό θέατρο


Ωραίες παραλίες με άμμο ή βότσαλο. Αρχαίο Ελληνικό στοιχείο παντού. Σε ιδιαίτερα σημεία, χτισμένα θέατρα με πανέμορφη θέα. Η Αίτνα μαγευτική, κάπνιζε συνεχώς, ότι ώρα και να την κοίταζες. Σου υπενθυμίζει συνεχώς την παρουσία της, σαν αρκούδα σε χειμερία νάρκη που όμως ανά πάσα στιγμή μπορεί να κάνει το μπαμ!

Αίτνα, ο κρατήρας Σιλβέστρι


Η Αίτνα από τη Νάξο



Αίτνα, κρατήρας Σιλβέστρι


Όσο κι αν προσπαθώ δεν βρίσκω κάτι αρνητικό να πω για τη Σικελία. Θα περίμενα μόνο, να ήταν πιο καθαρή. Τα σκουπίδια μου έκαναν κακή εντύπωση γιατί μου θύμιζαν έντονα την κακή πλευρά του δικού μου τόπου που δεν θέλω να θυμάμαι. Στη τελική λες "εδώ είναι Ευρώπη, όχι σαν κι εμάς!" κι όμως είναι το ίδιο, φορές...



Ταορμίνα, αρχαίο θέατρο


Κατάνια, Teatro Romano