Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Το Κλουβί του

 
Μια ωραία μέρα, εντελώς απρόσμενα και ξαφνικά, πέθανα. Στα καλά καθούμενα, που λένε! Και ήταν καλά τα καθούμενα διότι καθόμουν, στη βεράντα μου, απογευματάκι του Ιουλίου στο νησί και χάζευα τη θάλασσα και κάτι πιτσιρίκες με μικροσκοπικά μαγιώ που κολυμπούσαν κι έπαιζαν σαν τα δελφίνια.
Μόλις μου είχε φέρει η Δέσποινα, η  σύζυγος -όνομα και πράμα- τον καφέ μου τον γλυκή βραστό κι ένα ποτήρι παγωμένο νερό για την κάψα. Εκεί λοιπόν που χάζευα τα "δελφινάκια", γύρισα κι είδα τη "φάλαινα" τη Δέσποινα κι έπεσα πίσω στην καρέκλα, ξερός από θάνατο.
Εκείνη, πετάχτηκε από την δική της καρέκλα, μου έκανε την παρατήρηση που έχυσα τους καφέδες πάνω μου και στα πλακάκια της βεράντας και όταν τελικά κατάλαβε ότι ήμουν εντελώς νεκρός είπε με τη βροντερή της φωνή: "Μωρέ Παύλο, σήμερα έπρεπε να πεθάνεις, που περιμένουμε ξένους;" και τηλεφώνησε με τη σειρά, στον "κόσμο" που περιμέναμε, στον καρδιολόγο που με κούραρε -κακός του καιρός!- στον παπά της ενορίας και στα σόγια.
Αυτός ήταν ο θάνατός μου. Η καρδιά μου σταμάτησε να δουλεύει. Τα φάρμακά μου τα έπαιρνα και τη διατροφή μου, την πρόσεχα και ούτε κάπνιζα ούτε έπινα. Άντε, που και που έπινα ένα ποτήρι κρασί με τα Κωστογιωργάκια, τους φίλους μου Κώστα και Γιώργο που πηγαίναμε μαζί για ψάρεμα και παίζαμε πρέφα τα βραδάκια στη βεράντα. Πράγματα που κάνουν όλοι οι συνταξιούχοι πάνω, κάτω. Ο γιατρός έλεγε πως τα πάω μια χαρά και πως θα τους θάψω όλους! Αμ δε! Με θάψανε όλοι οι υπόλοιποι.
Τώρα για την κηδεία μου, δεν μπορώ να πω, δεν έχω παράπονο! Και κόσμος πολύς ήρθε και η Δέσποινα τα έκανε όλα καθώς πρέπει και με το παραπάνω. Και με έκλαψε και με θρήνησε και καφέδες με παξιμάδια έβγαλε και κονιάκ από το το ακριβό και βραστό, απ' όλα! Παράπονο δεν έχω! Μπορεί να μην είχα κάποιον σπουδαίο θάνατο όπως ονειρεύεται ο κάθε άνθρωπος, ούτε καν ένα τροχαίο ρε παιδί μου, αλλά η Δέσποινα τα έκανε όλα στην εντέλεια! Να το λέμε το σωστό! Πενήντα χρόνια παντρεμένοι, τέτοια περιποίηση δεν είδα σαν κι αυτή της κηδείας μου! Παράπονο δεν έχω...
Μετά, δεν ξέρω να σας πω τι έγινε. Μην περιμένετε δηλαδή πως έχω να καταθέσω μεταθανάτια εμπειρία και τα ρέστα. Ούτε φως είδα, ούτε σκοτάδι που λένε μερικοί που γύρισαν από τον αγύριστο. Εγώ πέθανα αλλά έβλεπα κανονικά τι γινόταν γύρω μου και άκουγα, μόνο που ήταν σαν να τα έβλεπα έργο, σε οθόνη κινηματογράφου ή όπως παρακολουθούμε τις σειρές στην τηλεόραση. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, σαν τηλεόραση ήταν και είχε πλάκα γιατί λένε για εσένα χωρίς να έχουν ιδέα πως τους παρακολουθείς. Η αλήθεια είναι, πως κι αυτοί, οι δικοί σου, οι φίλοι σου, οι γνωστοί και οι λοιποί, δεν έχουν ιδέα πως τους παρακολουθείς και δεν έχει και σημασία αφού παρέμβαση καμία δεν μπορείς να κάνεις μέσα από το φέρετρο.
Ένα άλλο που μου έκανε εντύπωση ήταν πως μου πήγαινε ακόμα το κοστούμι το ριγέ που είχα πάρει στο γάμο της ξαδέρφης μου της Ρούλας πριν δέκα χρόνια. Η Ρούλα δεν ήρθε στην κηδεία όμως γιατί είχαμε κάτι διαφορές με τα περιουσιακά στο χωριό και δεν είχαμε πολλά σχετικά τα τελευταία χρόνια. Η αδερφή της Δέσποινας πάντως, που επίσης δεν είχαμε σχετικά για άλλα περιουσιακά, ήρθε και με έκλαψε και παρηγόρησε και την αδερφή της. Και είπε και τις καλύτερες κουβέντες για ελόγου μου. Είδες παιδί μου; Πρέπει να πεθάνεις για να σε εκτιμήσει ο κόσμος! Δεν βαριέσαι...

Για κάμποσες μέρες μετά το συμβάν στη βεράντα, το θάνατό μου δηλαδή, και αφού έγινε η κηδεία μου, εγώ παρακολουθούσα το έργο στην τηλεόραση, όπως σας τα είπα και προηγουμένως. Μετά δεν θυμάμαι τίποτα και σταμάτησα να βλέπω ο,τιδήποτε. Και ένα ωραίο πρωί βρέθηκα μέσα σε τούτο το κλουβί. Κλουβί πουλιού. Κάνω να μιλήσω αλλά κελάηδησα. Κάνω έτσι από εδώ, φτερά. Κάνω από την άλλη, πούπουλα. Μα, τι στο καλό, αναρωτήθηκα, πουλί έγινα; Πουλί έγινα! Και με έχουν τώρα πια στο κλουβί και με ταΐζουν και με ποτίζουν και μου τα λένε κι όλα!
Δεν έχω καμιά σπουδαία ζωή αλλά και με τη Δέσποινα τόσα χρόνια, καλύτερη νομίζετε ότι είχα; Ούτε παιδιά δεν κάναμε μη χαλάσει το σώμα της, η θεόμουρλη! Δεν έχω καμιά σπουδαία ζωή αλλά καλά είναι εδώ, ήσυχα. Με φροντίζουν οι άλλοι κι εγώ δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα! Άμα έχω κέφι κελαηδάω και με καμαρώνουν τ' αφεντικά  του κλουβιού. Άμα δεν έχω, κάθομαι και τρώω κάνα σπόρι και χαζεύω γύρω, γύρω. Μια χαρά ζωή είναι! Και κάποιες φορές που ξεχνάνε την πόρτα του κλουβιού μου ανοιχτή, κάνω πως δεν βλέπω και κελαηδάω ανέμελα.
Μόνο που βρε παιδιά, φοβάμαι ένα πράγμα. Μου 'χει κολλήσει μες στο μικρό μου το κεφάλι και δεν βγαίνει. Να, όλο σκέφτομαι μην τυχόν και πεθάνει κι η Δέσποινα, γίνει κι αυτή πουλί και μου την κουβαλήσουν σε τούτο το κλουβί. Αν γίνει αυτό, πάλι θα πεθάνω! Να το ξέρετε!