Στον 12ο όροφο της κλινικής, όλα τα περιστατικά έχουν να κάνουν με καρκινοπαθείς. Χαζεύω από το παράθυρο την Κηφισίας. Μία πηγμένη στη κίνηση και μια χαλαρή, πάντα όμως θορυβώδης. Μετά κοιτάζω τον πατέρα μου, που κοιμάται στο κρεβάτι. Ο πατέρας μου στο νοσοκομείο. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Μια βουρκώνω και μια χαμογελάω. Η συμφορά των γύρω μας είναι μεγαλύτερη από τη δική μας. Είμαστε τυχεροί!
Η τραβηγμένη κουρτίνα χωρίζει το κρεβάτι του πατέρα μου από έναν άλλον ασθενή. Έχει παραιτηθεί. Εδώ και πέντε μήνες ζει με ορούς. Έχει κάνει χημειοθεραπείες και δεν έχει κάποιο πρόβλημα προς το παρών αλλά τον έχει κατατροπώσει η κατάθλιψη. Η γυναίκα του μένει μέρα - νύχτα μαζί του, άγρυπνος φρουρός. Του λέει συνέχεια πόσο τον αγαπάει και πως δεν αντέχει άλλο να τον βλέπει έτσι να λιώνει. Μετά του θυμώνει, του φωνάζει πως πρέπει να κάνει κάτι να βοηθήσει τον εαυτό του.
Στον θάλαμο κάνει πολλή ζέστη, ο πατέρας μου όμως κρυώνει. Νομίζω πως είναι ο φόβος για την επέμβαση. Όταν τον παίρνουν με το φορείο για το χειρουργείο, δεν μπορώ να συγκρατηθώ, γυρνώ την πλάτη και κλαίω. Δεν καταφέρνω να αρθρώσω ούτε μια κουβέντα, να του δώσω λίγο κουράγιο. Ευτυχώς που η μάνα μου στάθηκε δυνατή εκείνη τη στιγμή. Όταν όμως επιστρέφει στο δωμάτιο, είμαι εκεί και του χαμογελάω και κρατάω ένα μικρό γλαστράκι στο χέρι μου. Εκείνος ζαλισμένος από την νάρκωση ακόμα, γυρεύει τη γυναίκα του.
Ανταποκρίνομαι στη πρόσκληση μιας αγαπημένης φίλης για κινηματογράφο. Συναντιόμαστε 11 παρά 5 έξω από τον Δαναό. Βλέπουμε το "Ελεγεία ενός έρωτα" της Ιζαμπέλ Κοϊξέ. Ρεαλιστικό. Πέρα για πέρα ανθρώπινο. Και στο τέλος η πρωταγωνίστρια έχει καρκίνο κι εγώ κλαίω σαν μικρό παιδί, ξανά. Η ταινία τελειώνει και αποχαιρετώ τη φίλη μου. Βγαίνω στο δρόμο με μια σοκολάτα στο χέρι και παίρνω το πρώτο ταξί που βρίσκω. Μασουλάω σοκολάτα μέχρι το ξενοδοχείο όπου πέφτω ξερή για ύπνο.
Παράλληλα, πίσω στο νησί, ένα μωρό έρχεται στον κόσμο και μας κάνει όλους χαρούμενους. Ένας καινούργιος ανιψιός! Ανυπομονώ να τον δω. Μας λένε στο τηλέφωνο πως μοιάζει του δικού μας. Δεν έχει σημασία, σε ποιον μοιάζει, τους λέω, είναι γερό; Είναι γερό μα λίγο αδύνατο. Τρώει και κοιμάται είναι γαλήνιο, ευτυχισμένο.
Λέω και στον πατέρα μου το νέο και σκάει ένα χαμόγελο. "Να 'ναι γερό" μου λέει και φαίνεται να μην είναι η τυπική ευχή που έχουμε όλοι για ψωμοτύρι. Του δίνω λίγο νερό. Είναι χλωμός και κρυώνει πολύ από το χειρουργείο. Μου λέει πόσο παγωμένα ήταν "εκεί κάτω". Εγώ τον πειράζω, του λέω πως ήταν στον 5ο όροφο, όχι στα έγκατα της γης. Θέλει να φύγει, να πάει σπίτι του. Δεν αντέχει τα νοσοκομεία. Ποιος τα αντέχει;
Στο ταξίδι της επιστροφής, το μόνο που σκέφτομαι είναι να φτάσω στο σπίτι μου και να σφίξω το παιδί μου στην αγκαλιά μου. Όσο πλησιάζω, τόσο φεύγει η κούραση και τόσο μεγαλώνει η αγωνία μου. Τον βρίσκω πιο ψηλό, μου φαίνεται, κι ας λείπω μόλις τέσσερις μέρες...