Ξανά στο αυτοκίνητο για τη γνωστή διαδρομή προς τα ορεινά του νησιού, βραδάκι. Ακούω -ως συνήθως όταν οδηγώ- αγαπημένα κομμάτια των Smiths και του Morrissey και αναπόφευκτα γυρίζει και ξαναγυρίζει στο μυαλό μου η είδηση, για την οποία είχα δώσει υπόσχεση από χθες βράδυ, ένα 24ώρο πριν, πως δεν θα έγραφα λέξη. Φουντώνω πάλι, αγανακτώ, θλίβομαι, λυπάμαι, βρίζω και όλα αυτά πάλι από την αρχή σε άτακτη σειρά και αποφασίζω τελικά να γράψω.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αθετώ κάποια υπόσχεση προς εμένα. Δεν θα είναι και η τελευταία, στα σίγουρα! Η αρχική άρνηση είχε να κάνει καθαρά με το γεγονός πως δεν ήθελα να κανιβαλίσω τα ήδη χιλιοκανιβαλισμένα, από τα ΜΜΕ και από τις δεκάδες πηγές πληροφόρησης: Από τον αυτόπτη μάρτυρα της γειτονιάς που βρίσκει το δικό του τηλεοπτικό χρόνο (κατά Γουόρχολ) για να πει τι είδε ή τι πιστεύει πως είδε, μέχρι και τα φοβερά ενημερωτικά blog που αναπαράγουν ειδήσεις σε χρόνο dt. Δεν τολμάει να αμολήσει πορδή ένα εγχώριο celebrity, αμέσως γίνεται θέμα προς ενημέρωση του κοινού που διψά συνεχώς για έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση. Καλό και το παρεάκι της Τρέμη και πολύ sic(ή μήπως sick;) το ταγιέρ αλλά ο κόσμος θέλει την είδηση την αληθινή, την καυτή και χωρίς καθωσπρεπισμούς. Μα, ξέφυγα πάλι... ως συνήθως!
Το θέμα λοιπόν της ημέρας: η χαρά του δημοσιογράφου ή του κάθε wanna be δημοσιογράφου. Ένας νεκρός δεκαπεντάχρονος μετανάστης, η δεκάχρονη αδερφή του στο νοσοκομείο, η μάνα με σοκ κι ένα δράμα από πίσω που θα κάνει και τον πιο ανάλγητο να αναθεωρήσει. Ένας έφηβος που φυσικά δεν θα έχει την ίδια υστεροφημία με τον Αλέξη γιατί εκείνο ήταν δικό μας παιδί και το φάγανε οι μπάτσοι. Ετούτο το παιδί είναι ξένο και παράπλευρη απώλεια μιας τρομοκρατίας που βαράει αδιακρίτως. Και θύματα, πολλά θύματα...
Ένα θύμα που φεύγει για μια καλύτερη ζωή σε ένα ξένο κράτος, που γίνεται για λίγο θύτης αρπάζοντας τυχαία μια τσάντα που βρίσκει στο δρόμο και που για κάποιο χρόνο -δευτερόλεπτα ίσως- μπορεί να πίστεψε πως θα τον έσωζε και μετά το μπαμ και γίνεται θύμα μαι και καλή. Μη αναστρέψιμο. Τέλος. Σαν να ήθελε μια ανώτερη δύναμη να του υπενθυμίσει πως γεννήθηκε θύμα και ως τέτοιο θα καταλήξει και πως δεν έχει δικαίωμα για τίποτε άλλο, τίποτε διαφορετικό. Και πως αν, αν τολμούσε να αποτινάξει από τον εαυτό του, το ρόλο που του ανατέθηκε, θα έπαυε να υπάρχει. Θεία Δίκη, θα σου έλεγε κάποιος και τέλεια εισαγωγή για να μπούμε στην Εβδομάδα των Παθών. Ούτε παραγγελία να ήταν! Ή μήπως ήταν;
Δεν πρόλαβα να το πάω το συλλογισμό παρακάτω. Βλέπεις, έφτασα στον προορισμό μου. Μέσα με περιμένει ένα ζεστό σπίτι, γλυκά χαμόγελα και όλα στη θέση τους. Τα υπόλοιπα, για πρόσκαιρη κατανάλωση μέχρι να περάσουν τα 20-25 χιλιόμετρα, να παρκάρω το αυτοκίνητο, να κλείσω τη μουσική και... καληνύχτα!