Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Θύμα, θύτης και ξανά θύμα... για πάντα

Muhhamad Ali, Andy Warhol


Ξανά στο αυτοκίνητο για τη γνωστή διαδρομή προς τα ορεινά του νησιού, βραδάκι. Ακούω -ως συνήθως όταν οδηγώ- αγαπημένα κομμάτια των Smiths και του Morrissey και αναπόφευκτα γυρίζει και ξαναγυρίζει στο μυαλό μου η είδηση, για την οποία είχα δώσει υπόσχεση από χθες βράδυ, ένα 24ώρο πριν, πως δεν θα έγραφα λέξη. Φουντώνω πάλι, αγανακτώ, θλίβομαι, λυπάμαι, βρίζω και όλα αυτά πάλι από την αρχή σε άτακτη σειρά και αποφασίζω τελικά να γράψω.

Δεν είναι η πρώτη φορά που αθετώ κάποια υπόσχεση προς εμένα. Δεν θα είναι και η τελευταία, στα σίγουρα! Η αρχική άρνηση είχε να κάνει καθαρά με το γεγονός πως δεν ήθελα να κανιβαλίσω τα ήδη χιλιοκανιβαλισμένα, από τα ΜΜΕ και από τις δεκάδες πηγές πληροφόρησης: Από τον αυτόπτη μάρτυρα της γειτονιάς που βρίσκει το δικό του τηλεοπτικό χρόνο (κατά Γουόρχολ) για να πει τι είδε ή τι πιστεύει πως είδε, μέχρι και τα φοβερά ενημερωτικά blog που αναπαράγουν ειδήσεις σε χρόνο dt. Δεν τολμάει να αμολήσει πορδή ένα εγχώριο celebrity, αμέσως γίνεται θέμα προς ενημέρωση του κοινού που διψά συνεχώς για έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση. Καλό και το παρεάκι της Τρέμη και πολύ sic(ή μήπως sick;) το ταγιέρ αλλά ο κόσμος θέλει την είδηση την αληθινή, την καυτή και χωρίς καθωσπρεπισμούς. Μα, ξέφυγα πάλι... ως συνήθως!

Το θέμα λοιπόν της ημέρας: η χαρά του δημοσιογράφου ή του κάθε wanna be δημοσιογράφου. Ένας νεκρός δεκαπεντάχρονος μετανάστης, η δεκάχρονη αδερφή του στο νοσοκομείο, η μάνα με σοκ κι ένα δράμα από πίσω που θα κάνει και τον πιο ανάλγητο να αναθεωρήσει. Ένας έφηβος που φυσικά δεν θα έχει την ίδια υστεροφημία με τον Αλέξη γιατί εκείνο ήταν δικό μας παιδί και το φάγανε οι μπάτσοι. Ετούτο το παιδί είναι ξένο και παράπλευρη απώλεια μιας τρομοκρατίας που βαράει αδιακρίτως. Και θύματα, πολλά θύματα...

Ένα θύμα που φεύγει για μια καλύτερη ζωή σε ένα ξένο κράτος, που γίνεται για λίγο θύτης αρπάζοντας τυχαία μια τσάντα που βρίσκει στο δρόμο και που για κάποιο χρόνο -δευτερόλεπτα ίσως- μπορεί να πίστεψε πως θα τον έσωζε και μετά το μπαμ και γίνεται θύμα μαι και καλή. Μη αναστρέψιμο. Τέλος. Σαν να ήθελε μια ανώτερη δύναμη να του υπενθυμίσει πως γεννήθηκε θύμα και ως τέτοιο θα καταλήξει και πως δεν έχει δικαίωμα για τίποτε άλλο, τίποτε διαφορετικό. Και πως αν, αν τολμούσε να αποτινάξει από τον εαυτό του, το ρόλο που του ανατέθηκε, θα έπαυε να υπάρχει. Θεία Δίκη, θα σου έλεγε κάποιος και τέλεια εισαγωγή για να μπούμε στην Εβδομάδα των Παθών. Ούτε παραγγελία να ήταν! Ή μήπως ήταν;

Δεν πρόλαβα να το πάω το συλλογισμό παρακάτω. Βλέπεις, έφτασα στον προορισμό μου. Μέσα με περιμένει ένα ζεστό σπίτι, γλυκά χαμόγελα και όλα στη θέση τους. Τα υπόλοιπα, για πρόσκαιρη κατανάλωση μέχρι να περάσουν τα 20-25 χιλιόμετρα, να παρκάρω το αυτοκίνητο, να κλείσω τη μουσική και... καληνύχτα!

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Η γυάλα μου


Έχω μια μεγάλη γυάλα με ψαράκια της οικογένειας Γκάμπι. Δεν ξέρω τίποτα για αυτή τη ράτσα. Δεν το έψαξα ποτέ. Δεν ενδιαφέρθηκα. Πίστευα πάντα πως αρκούσε να τους αλλάζω το νερό και να τα ταΐζω κάθε μέρα.

Στην αρχή τους άλλαζα το νερό κάθε μέρα και τα τάιζα 2-3 φορές κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Μετά άρχισα να τα παραμελώ, να τους αλλάζω νερό όποτε το θυμόμουν. Περιορίστηκα στο τάισμα μία φορά, ημερησίως. Προσαρμόστηκαν όμως, εύκολα.


Από τον Γενάρη, έχουν αρχίσει κάποια να διαμαρτύρονται για την αδιαφορία μου. Όταν πλησιάζω τη γυάλα έρχονται όλα προς τη πλευρά που βρίσκομαι και κολλάνε τα μούτρα τους στο τζάμι. Με κοιτούν κάπως, απειλητικά. Τα ταΐζω και κάποιες φορές, περιμένουν να πισωπλατήσω για να φάνε. Κι όταν απελπίζονται εντελώς με την αναλγησία μου προς αυτά, γυρίζουν ανάποδα και σταματούν να ζουν.


Τη μια φορά, ένα. Μετά από δέκα μέρες, τρία. Μετά ξανά άλλο ένα. Δύο, τρία, τέσσερα. Γεννούν όμως συχνά και αναπληρώνεται ο πληθυσμός τους. Χθες το βράδυ κουβέντιαζα με την Φιορούλα και τις τα έδειχνα, τα πεθαμένα με τις φουσκωμένες κοιλιές που επέπλεαν ήσυχα.


Χθες βράδυ, ήταν τέσσερα. Αποφάσισα να μην τα αφαιρέσω από τη γυάλα. Σήμερα το πρωί βρήκα ανάποδα άλλα τρία. Και τα υπόλοιπα διστακτικά άρχισαν να τσιμπολογούν τα ψοφίμια. Τους έβαλα τροφή αλλά την αγνόησαν. Είχαν βρει προφανώς, πιο νόστιμο μεζέ. Και πλέον τον κατασπάραζαν με μανία! Τα άφησα να φαγωθούν. Άφησα και κάθε ίχνος ενοχής που ένοιωθα γι' αυτά.


Ουσιαστικά, περισσότερο ανακούφιση νοιώθω και μια κρυφή ελπίδα πως μια μέρα θα σηκωθώ και θα είναι όλα ανάποδα ή θα έχουν αλληλοφαγωθεί. Να ησυχάσω από αυτήν την ευθύνη, όσο μικρή κι αν είναι. Αλλά φοβάμαι πως αν γίνει αυτό, θα σπεύσουν να με τροφοδοτήσουν με καινούρια όσοι τους έχω χαρίσει μερικά από τα δικά μου, όταν ευημερούσαν και ήθελα να τα αραιώσω.


Get this widget | Track details | eSnips Social DNA