Δεν ξέρω αν έφταιγε η ευχή σε ρίμα του Δύ-στιχου κι αν θα πρέπει να του φορτώσω την ευθύνη της ηθικής αυτουργίας ή τα παρακάλια του μικρού μας -εδώ και τέσσερα χρόνια. Δεν ξέρω κι ούτε έχει σημασία κιόλας. Το γεγονός είναι ένα και έχει δώσει μεγάλη χαρά στην οικογένειά μας: την ερχόμενη Άνοιξη θα γίνω για δεύτερη φορά, μαμά. Τουτέστιν εγκυμονώ, κι όχι κινδύνους! Αυτούς άλλωστε έχω από παλιά την τάση να τους προκαλώ. Εγκυμονώ παιδί. Και ξέρω ετούτη η ανακοίνωση δεν έχει και καμιά ιδιαίτερη σημασία, έτσι σκέτη - νέτη γι' αυτό θα της κοτσάρω και μια ιστορία ζακυθινή, που έχω καιρό να γράψω και όλο παράπονα ακούω και γι' αυτό.
Η ιστορία μιας άλλης γκαστρίας λοιπόν, που συνέβη αρκετά χρόνια πριν και που έγινε κάπως έτσι:
Η Μαρία -που ήτανε κομμάτι μισοκούτελη- έζηε με τσι γονέους της, σ' ένα χωρίο του κάμπου. Μία μέρα που την εστείλανε για ξύλα, εσυνάντησε τον Άντζουλο που έβοσκε κάτι λίγα προβατάκια που 'χε και να μην στα πολυγράφω, τση 'πε να κάτσει έδε 'κει κοντά του κι εφτούνη η βλοημένη έκατσε και μετά από λίγους μήνες είδε κάτου από τα βελέσια τση να φουσκώνει μία κοιλιά τόση ε, μήτε ταμπούρλο.
Εσάστησε το έρμο θηλυκό, δε νόγαγε τι ήτουνα το "πρήξιμο", επήγε στη μάνα τση να το δείξει. Η μάνα βέβαια, που ήτουνα και πρακτική μαμή του χωριού, δεν χρειάστηκε και δεύτερη ματία για να καταλάβει ότι η θυγατέρα της ήτουνα γκαστρωμένη και την εύρηκε μεγάλη ξεκουρβουλωμάρα!
"Ορή, που να σε κόψει το γλυκί σου, που επήες κι εγκαστρώθηκες;" την ερώταε αγριεμένη και μετά ετσουρομαδιότανε πως θα το πει του αντρός τσης.
"Δε νογάω μάνα, μα τ' Άγιο Λείψανο", έσκουζε κι η Μαρία, "Μία φορά που με στείλτε για ξύλα μου είπε ο Άντζουλος να κάτσω έδε 'κει δίπλα του και να σα να με κουτούπωσε μου φάνηκε αλλά σάμπως και νογάω εγώ από εφτούνα εφτού τα πράματα;"
"Κι εσύ ορή έκατσες;" ούρλιαζε η μάνα.
Για να πάρει την απάντηση από τη θυγατέρα τσης: "Και που να το ξέρω εγώ ορή μάνα, ότι γκαστρώνει εφτό το πράμα;;;"
Εσκέφτηκε η μάνα μην είχανε το περιθώριο να το ρίξει το παιδί η Μαρία κι έτσι να μη γένουνε ρεντίκολο στο χωρίο αλλά όταν την ερώτησε πότε εγίνηκε το κάζο, η Μαρία δεν εθυμότουνα άλλο από αυτό: "Τον καιρό που 'τανε οι μούρες" κι έκαμε τη μάνα τσης να τσουρομαδηθεί αφού τα 'βαλε χάμου και εκατάλαβε πως η γκαστρία είχε προχωρήσει και δεν έπαιρνε τσίποτες, βεραμέντε!
Τελικά η Μαρία το 'καμε το παιδί και το ανάστησε με τσι γονέους μοναχή της, χωρίς τον Άντζουλο που ποτέ δεν εδέχτηκε την ευθύνη για το κάζο. Γλέπεις ο πατεράκης του, είχε μεγάλη πούρσα και του πέρναγε στο χωρίο του. Και το παιδί τση Μαρίας εμεγάλωσε κι ήτανε ίδιος ο πατέρας του στην εμφάνιση μα στο μυαλό, χειρότερος από τη μάνα του. Για να καταλάβεις, μέχρι και σκουράτζους επήγε και φύτεψε, με το κεφάλι προς τα κάτου, με την ορπίδα πως θα του κάμουνε κι άλλους, να μην τσι αγοράζει...