Τις προάλλες, Αγίου μέρα, φάγαμε στο
πατρικό μου σπίτι, οικογενειακά. Βλέπετε ο παπάκης μου ως Διονύσης είχε την τιμητική του και μας κάλεσε να μας
κάμει το τραπέζι, όπως συνηθίζουμε εδώ και χρόνια. Τι είχε η παδέλα δεν θα πω γιατί δεν βαστάξαμε το αντέτι και
κινδυνεύω να θεωρηθώ, στην καλύτερη, «κακιά νεοζακυνθινιά» και στην χειρότερη,
«μωραΐτισα»!
Και αυτό είναι το θέμα της
ιστορίας: οι μωραΐτες. Και είναι μια ιστορία που μας διηγήθηκε ο πατέρας καθώς
τρώγαμε μετά από την δική μου τη μπηχτή ότι δεν κάναμε το παραδοσιακό αλλά προτίμησε τη «μάμα γάλου».
Ένας μωραΐτης, το λοιπόν, πριν
αρκετά χρόνια –αδιευκρίνιστο το πόσα ακριβώς- είχε κάμει ένα τάμα για το γιο
του που αντιμετώπισε ένα πρόβλημα υγείας και πήρε το καράβι, μαζί με το παιδί,
να έρθουνε ανήμερα Αγίου Διονυσίου, στις 17 Δεκεμβρίου δηλαδή, στο Ζάντε. Ήθελε
ο καλός χριστιανός να εκπληρώσει το τάμα του κι έτσι, δεν υπολόγισε ούτε την
κακοκαιρία του χειμώνα ούτε την ταλαιπωρία του καραβιού που θαλασσοδερνότανε
μεσοκάναλα.
Την ώρα όμως που το καράβι,
έφτανε να μπει στο λιμάνι, ήταν η ώρα που γύρναγε η λιτανεία του Αγίου στην
εκκλησία και κατά το έθιμο και το νησί ετρανταζότανε από το σμπαροκόπι, τα μάσκουλα
και το σένιο από τις εκκλησίες της
Χώρας. Ακούγοντας όλον αυτόν τον θόρυβο και βλέποντας τους καπνούς από
τα μάσκουλα, ο δόλιος μωραΐτης, που δεν ήταν μαθημένος σε τέτοια πράματα,
σκιάχτηκε! Αρπάζει τον γιο του αγκαλιά και του λέει: «Πάμε να φύγουμε παιδάκι
μου, σκοτωθήκανε οι παλιόφραγκοι!», θεωρώντας πως κάποιου είδους πόλεμος γινόταν
στο νησί.
Έτσι, δεν κατέβηκε από το καράβι
και με το ίδιο γύρισε πίσω κι ούτε η ψυχή του άλλο πέρασε από το Ζάντε και ούτε
και το τάμα εκπλήρωσε. Πιθανόν μάλιστα, να πιστεύει ότι το νησί βούλιαξε εκείνη
τη μέρα ή ότι δεν έμεινε κανείς κάτοικος αφού θα σκοτωθήκαμε μεταξύ μας… οι «παλιόφραγκοι».