Άκου να σε χαρώ ένα όνειρο που έγλεπα εψές!
Εκαθόμουνα λέει και θάμαζα τη μπελέτσα μου σε έναν καθρέφτη και σ' ένα
καιρό ακούω φασαρία όξω στη μπασία. Κοζάρω από το παρεθύρι και γλέπω το
σέμπρο μας μ' έναν βαστάζο που έφερνε νοβιτά. "Ετοιμαστείτε, θα βγουμε
όξω, τσι Αγορές!", έλεε.
Κάνω έτσι, ανοίγω το παρεθύρι, τσι ρωτάω:"Ορέ βεραμέντε θα βγουμε ή
μπαρτζολετάρεις;". "Μα τ' Άγιο Λείψανο, ναίσκε Κυρά μου! Όρντινα του
Πρεβεδούρου να ετοιμαστούμε ούλοι μας!", μου λέει εκειός, ο βαστάζος και
πως να μην τον αφιδευτώ, με τέτοιο όρκο; Να χαρείς!
Φωνάζω τση Πηγής, τση δούλας μου, τση δίνω και ρεγάλο να τσι πάει για τη
νοβιτά, βεραμέντε, δελέγκου και μετά ευτούνοι, πάνε καλιά τσους κι η
Πηγούλα που τον αγάπαε τον βαστάζο τσι φώναζε: "Μπαμπάκια η ρούγα σας!".
Έρχεται απάνου η Πηγή, τηνε βάνω με πλένει, με σενιάρει, φωνάζει και
τον Άντζουλο να ετοιμάσει τη λεντίκα μου, να βγω κι εγώ στον Πλατύφορο
για τσι αγορές.
Σ' ένα καιρό, ξεκινάμε με τσι λεντίκες και από τα
άλλα αρχοντικά το γύρω και επηγαίναμε στο Φόρο. Κάνω έτσι να σιάξω τα
βελέσια μου, να 'μαι σεστάδα, τι να ειδώ; Ξεκουρβουλωμάρα! Δεν εφόρια
παπούτσια, εφόρια κάτι κλαρόνια τρούπια! Κόβω ένα σάρτο όξω από τη
λεντικά και μπαίνω σε μία καντουνάδα αλλά δεν ημπόρια να τρέξω με τα
κλαρόνια!
Και να 'ναι, τσι παραθύρες κόσμος και να γελάει μ' εμένανε που έτρεχα
μήτε μουρλή να πάω στο αρχοντικό μου και να με κογιονάρουνε! Από ένα
δίπατο μου 'ρθε και καθικιά μες στα μούτρα κι από ένα άλλο, μου κάμανε
το βελέσι μουσκίδια, με μπροκολόζουμο. Κι όλο εγελάγανε με το κάζο μου!
Φτάνω με τα πολλά στο αρχοντικό να βρω την Πηγή να τηνε
τσουρομαδήσω που μ' άφηκε και βγήκα όξω με τα κλαρόνια τσης. Πουθενά η
βουρλισμένη, εκρυβότουνα! Τηνε βρίσκω στο κατώι, κρυμμένη, πάω να τση
δώκω χαρμπετία, "Μη με βαρείς Κυρά μου, να χαρείς ό,τι αγαπάς!", μου
λέει το έρμο θυληκό και τηνε λυπήθηκα γιατί είμαι και πονετικιά κι
ευτούνη κομμάτι σενσάδα, ο διάσκαντζος!
Έδωκα τόπο τση οργής μου και
πισωπλάτησα να πάω στην κάμαρά μου κι εκείνη τη στιγμή, ακούω την
Πηγούλα με ατζάρντο: "Κυρά μου, ήθελες άστε ντουε να βγεις τσι αγορές
και δεν εγνοιάστηκες αν είσαι ποδεμένη μήτε αν είναι η νοβιτά βέρα ή σε
κογιονάρουνε ο σέμπρος και ο βαστάζος...". Κι έδε κει εκατάλαβα την
πάρτε που μου εκάμανε, σέμπρος, βαστάζος και μην το γελάς, ακόμα κι
εκειός ο ίδιος ο Πρεβεδούρος!
"Α μόντε!" εφώναξα και ξύπνησα από το σκόρσο! Κι όποιος
νογάει και είναι γκιούστος, τονε παρακαλώ να μου το εξηγήσει τ' όνειρο!
Γιατί, μεγάλη σύγχηση έλαβα και με ζώνουνε τα φίδια μην πα' και μου
βγει!