Ήταν κάποτε ένα μολύβι που δεν ήθελε με τίποτα να γράψει.
Ήταν όμορφο πολύ, γκρίζο και ψηλό με καπέλο από γομολάστιχα. Όλοι το
λαχταρούσαν κι όλοι επιθυμούσαν να γεμίσουν σελίδες, μαζί του. Μάταια.
Το μολύβι αυτό, δεν ήθελε με τίποτα να γράψει.
Τι το χάιδευαν, τι του γλυκομιλούσαν, τι το καλοέξυναν με τις καλύτερες ξύστρες της αγοράς. Τίποτα αυτό, εκεί! Δεν έγραφε ούτε μια τόση δα γραμμούλα ούτε μια τόση δα κουλουρίτσα.Κάθε φορά που κάποιος το αγόραζε, το έξυνε και το επέστρεφε ακόμα πιο μικρό ώσπου μίκρυνε τόσο που δεν φαινόταν μέσα στην μολυβοθήκη, ξεχάστηκε και κανείς δεν το αγόραζε πια αφού ούτως ή άλλως, δεν ήθελε να γράψει.
Κάποτε, ένα κοριτσάκι που θα πήγαινε για πρώτη φορά στο σχολείο, πήγε με τον μπαμπά του να αγοράσουν μολύβια, τετράδια και ξυλομπογιές. Άπλωσε η μικρούλα το χέρι της να πάρει ένα μολύβι από τη μολυβοθήκη
αλλά δεν έφτανε καλά. Τεντώθηκε, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για
να το πιάσει μα το μόνο που κατάφερε ήταν να αγγίξει τη μολυβοθήκη
λίγο στην άκρη της, εκείνη να πέσει στο πάτωμα να αναποδογυριστεί και
όλο το περιεχόμενό της να βρεθεί μπροστά στα παπούτσια της μικρής. Η
μικρή, από την τρομάρα της για τη ζημιά, έτρεξε και αγκάλιασε το πόδι
του μπαμπά της κι άρχισε να κλαίει.
Ο μπαμπάς της
μικρής, καθόλου δεν την μάλωσε. Μόνο της σκούπισε με το μαντήλι του τα
δάκρυα και αφού μαζί ζήτησαν συγγνώμη από τον κύριο που είχε το μαγαζί
με τα μολύβια, άρχισαν να τα μαζεύουν από το πάτωμα και να τα
τοποθετούν, πίσω στη θέση τους, στη μολυβοθήκη.
Τότε, το κορίτσι που θα πήγαινε για πρώτη φορά σχολείο, ανακάλυψε το
μολύβι που δεν είχε ποτέ του γράψει. Κι έτσι μικρούλι που το είδε κι
εκείνο, της φάνηκε πως ήταν στα μέτρα της και ζήτησε από τον μπαμπά της
να της το αγοράσει.
Εκείνος, στην αρχή έφερε κάποιες
αντιρρήσεις γιατί του φάνηκε μικρό και ακατάλληλο το μολύβι αλλά στο
τέλος δέχτηκε να της κάνει το χατήρι και να της το αγοράσει. Στο ταμείο,
ο κύριος εξήγησε στη μικρούλα πως αυτό το μολύβι δεν ήθελε να γράψει
και όλοι το επέστρεφαν πίσω και της πρότεινε να διαλέξει κάποιο άλλο που
θα έγραφε μια χαρά. Εκείνη όμως επέμενε να το πάρει και ήταν σίγουρη,
πως θα έγραφε τελικά.
Μετά από λίγη ώρα, το κοριτσάκι
στο σπίτι του, κάθισε στο τραπέζι, άνοιξε το καινούργιο τετράδιο στην
πρώτη τη σελίδα και πήρε το μολύβι στο χέρι της, να φτιάξει μια γραμμή.
Όμως, το μολύβι ούτε αυτή τη φορά ήθελε να γράψει.
Το
κοριτσάκι το άφησε πάνω στο χαρτί, έσκυψε από πάνω του και το παρατήρησε
προσεκτικά. Όταν ανακάλυψε κοντά στη γόμα του μια μικρή κουκκίδα, κατάλαβε πως από εκεί το μολύβι άκουγε και άρχισε να του μιλάει:
"Αν
δεν θέλεις να γράψεις εμένα δεν με πειράζει, θα σε κρατήσω για
συντροφιά και δεν θα σε ξαναπάω στο μαγαζί που πουλάει μολύβια. Αν
θέλεις να γράψεις, έλα να γράψουμε πρώτη φορά μαζί. Σου υπόσχομαι ότι θα
μάθω να κάνω το "α", το "ο" κι όλα τα γράμματα κι όλους τους αριθμούς του κόσμου και θα ζωγραφίζω τις ωραιότερες ζωγραφιές, θα στα μάθω κι εσένα όλα! Θα γράφουμε παρέα!"
Το
μολύβι δεν κουνήθηκε από τη θέση του και το κορίτσι δεν ήξερε αν την
άκουσε μα όταν το ξαναπήρε στα χέρια της και προσπάθησε να κάνει μια γραμμούλα στο χαρτί, εκείνο έγραψε πρώτη φορά μαζί της! Κι εκείνη έγραψε πρώτη φορά μαζί του. Κι ήταν πολύ, πολύ χαρούμενη!
Από
τότε, το κορίτσι και το μολύβι που δεν ήθελε να γράψει, έγιναν
αχώριστοι φίλοι. Όλα μαζί τα γράφανε και τα μαθαίνανε και δεν χρειάστηκε
ούτε να το ξύσει καν γιατί το μολύβι πια, ήθελε να γράψει.
Τα παιδιά μας, ιδιαίτερα η μικρή, μου ζητούν συνεχώς να τους λέω παραμύθια. Κάθε φορά και άλλα, καινούργια. Πολλές φορές σκαρώνω ένα παραμύθι που μπορεί να τους αρέσει κι όταν μου το ξαναζητούν το ίδιο, δεν το θυμάμαι να το ξαναπώ και διαμαρτύρονται! Αυτό το παραμύθι, το είπα στην μικρή μας την περασμένη εβδομάδα κι επειδή της άρεσε, το κατέγραψα για μελλοντική χρήση. Διαπιστώνω, πως μου αρέσει πολύ να γράφω παραμύθια για τα παιδιά μας!