Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Κηδειόσημα

 
 
Είναι χρόνια τώρα που ενδιαφέρεται για τα κηδειόσημα. Κάθε πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά, σταματάει στη γνωστή κολόνα έξω από το mini market της γειτονιάς και τσεκάρει αν υπάρχει κάποιο καινούριο. Σχεδόν απογοητεύεται αν δεν βρει κάποιο. Και τα μνημόσυνα κοιτάζει κι αν κάποιος άλλος "περίεργος" αναρωτηθεί "ποιος ήταν αυτός;", εκείνη ξέρει να του πει, το πότε αλλά και το πως.
Όχι, δεν είναι καμιά υπερήλικη από αυτούς που αχάραγο πάνε για ψωμί και τρέχουν στην κολόνα να δουν μήπως πέθανε κάνας της σειράς τους, σχολιάζοντας "πάει και ο Παναγιώτης! Και δεν ήταν μεγάλος ο καψερός, μόνο 82! Είχε χρόνια ακόμα...", φοβούμενοι πως πλησιάζει η σειρά τους.

Όχι, όχι. Ήταν νέα γυναίκα, ούτε 35 καλά, καλά. Το συνήθειο αυτό της προέκυψε όταν πριν χρόνια έπεσε το μάτι της τυχαία στην κολόνα και είδε ένα που έγραφε το όνομα του πατέρα της. Ίδιο όνομα, ίδια ηλικία αλλά άλλος άνθρωπος, ευτυχώς! Για λίγα δευτερόλεπτα είχε τρομάξει αλλά μετά η λογική επανήλθε και σκέφτηκε, πως δεν θα μπορούσε να μην ήξερε ότι πέθανε ο πατέρας της. Δεν θα μπορούσε να το μάθει από το κηδειόσημο! Άλλωστε, μαζί ζούσαν ακόμη.
Κι έτσι, άρχισε να κοιτάζει κάθε πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά, την κολόνα με τα κακά μαντάτα. Τους περισσότερους τους γνωρίζει. Δεν είναι δα και δύσκολο πράγμα άμα μένεις σε μια τόσο μικρή πόλη. Κι αν δεν γνώριζε κάποιον προσωπικά, θα γνώριζε τα παιδιά του, τ' αδέλφια, ίσως κάποιον κοντινό συγγενή. Σε αντίθετη περίπτωση, ψάχνει, ρωτάει, μαθαίνει. Δεν ησυχάζει αν δεν μάθει από τι πήγε ο συγχωρεμένος ο άνθρωπος!
Σε κηδείες σπάνια πάει. Μόνο σε συγγενείς, γνωστούς ή σε κάποιον από κοινωνική υποχρέωση, όπως συμβαίνει άλλωστε συχνά, στις μικρές κοινωνίες. Δεν τα έχει και πολύ καλά με αυτά τα τυπικά μα ντρέπεται κιόλας τον κόσμο.
Κι όταν πηγαίνει, δεν μένει πάνω από 5'. Ίσα να μπει στην εκκλησία να συλλυπηθεί και να φύγει. Εκτός, αν είναι κοντινός.
Μια φορά, στην κηδεία ενός θείου πήγε και στο κοιμητήριο για την ταφή. Δεν της άρεσε η ιδέα αλλά ντράπηκε τους συγγενείς. Τη θεία της που έμεινε χήρα, νέα γυναίκα. Παιδιά δεν είχαν, μόνο ανίψια, ντροπή ήταν να μην πάει, έλεγε η μάνα της. Εκεί, παρατήρησε ένα παιδί, όχι πάνω από 22 χρονών παλικάρι, του γραφείου κηδειών θα 'ταν. Περίμενε στην άκρη να τελειώσει η διαδικασία και κρατούσε ένα φτυάρι.

Ήταν πολύ θλιμμένο αυτό το αγόρι. Έτοιμο να βάλει τα κλάματα της φάνηκε. Δεν τα έβαλε αλλά με το που τέλειωσαν οι συγγενείς και οι θρήνοι, άρχισε να ρίχνει χώμα γρήγορα, γρήγορα. Αν γινόταν να τελειώσει τα πάντα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα! Της φάνηκε εντυπωσιακή και αταίριαστη η θλίψη του. Θεώρησε πως θα έπρεπε να είχε συνηθίσει σε αυτή τη δουλειά, να θάβει νεκρούς. Ίσως πάλι, αυτό να μη συνηθίζεται ποτέ.
Από τότε, όποτε πήγαινε σε κάποια κηδεία,σκεφτόταν τα θλιμμένα μάτια του αγοριού κι ήταν αυτό που την κρατούσε να μην βάλει τα κλάματα κι η ίδια.
Και σήμερα εδώ, μπροστά στην κολόνα κοιτάζει για κάτι νέο. Μια γυναίκα 60 ετών θα κηδευόταν σε λίγες ώρες. Δεν την ξέρει, μα είναι θέμα χρόνου να μάθει το ποια και το πως. Μια γιαγιά δίπλα της αναστενάζει: "Κρίμα, κρίμα κοπέλα πράμα ήτανε!" κι αυτή σαν να της  απαντάει: "απ' την παλιαρρώστια θα πήγε κι αυτή..." κι οι δυο μαζί, κουνούν το κεφάλι πάνω κάτω, συγκαταβατικά. Όσο συγκαταβατικά μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει την αλήθεια του θανάτου.