Δευτέρα 21 Μαΐου 2007

Φιορούλα: Pure Hoodia!


Η Φιορούλα, είναι σε απόγνωση! Πρέπει άμεσα να χάσει τουλάχιστον 10 κιλά περιττό βάρος. Έχει δοκιμάσει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και του λουσίματος με γνωστής μάρκας σαμπουάν. Δεν γίνεται τίποτα!

Η σκληρή δίαιτα δεν αποδίδει. Ο μαγικός ζωμός, ούτε. Το τρίψιμο με φύκια από το Περού, τζίφος. Η κατανάλωση αλατιού από τα Ιμαλάια, ούτε αποτέλεσμα είχε και την εξανάγκασε να ξεπουλήσει στο e-bay την πολύτιμη συλλογή με πεταλούδες, που της είχε αφήσει κληρονομιά ο 2ος σύζυγός της (όπως μπαίνεις, τρίτη πόρτα δεξιά).

Τι να κάνει η έρμη; Μέχρι και τρεις ώρες την ημέρα δονήσεις στο power plate, έκανε. Δοκίμασε και τον βελονισμό, τον διαλογισμό, το νατουραλισμό καθώς και τον μακιαβελλισμό. Νιέντε! Τίποτα!

Ο χρόνος της είναι περιορισμένος. Ο Βιτόριο θα έρθει να την επισκεφθεί τον καυτό μήνα Αύγουστο και πρέπει απαραιτήτως να έχει ξεφορτωθεί μεγάλο μέρος των λιποστρωμάτων που αγκαλιάζουν το αλαβάστρινο σώμα της. Ήταν κατηγορηματικός στο τελευταίο του mail: “Φιορούλα, δεν αντέχω άλλο να σηκώνω το βάρος σου, έχω πάθει ρήξη συνδέσμων, κάνε κάτι αγαπημένη… με χάνεις!”

Η Φιορούλα απελπισμένη… Όμως, μια μέρα που καθόταν στον καναπέ, τυλιγμένη με ειδικές μεμβράνες που καίνε το λίπος, χτύπησε το τηλέφωνο! Ω του θαύματος, ήταν η θεία απ’ το Σικάγο, η οποία της πρότεινε ένα εξαιρετικό προϊόν, με υψηλά ποσοστά επιτυχίας! Τον κάκτο hoodia from South Africa! Οι μαγικές του ιδιότητες, θα μεταμορφώσουν τη Φιορούλα στο πιο ποθητό πλάσμα του κόσμου. Βέβαια αν δεν πετύχει… υπάρχει ακόμα η λύση της τοποθέτησης δακτυλιδιού στο στομάχι…

Καλή επιτυχία Φιορούλα και μην ξεχνάς: Eat well - Stay fit -Die anyway!

Για τις φίλες που θέλουν πληροφορίες για τον κάκτο hoodia και τις ευεργετικές του ιδιότητες, voila: http://www.purehoodia.co.uk/

Κυριακή 20 Μαΐου 2007

Φιορούλα: Piensa en mi!

Η φίλη μου η Φιορούλα, είναι ερωτευμένη. Πολύ ερωτευμένη. Κάργα που λέμε. Ο έρωτάς της ακούει στο όνομα Βιτόριο. Είναι ένα όμορφο παλικάρι (μεταξύ μας τουλάχιστον 15 χρόνια μικρότερός της) και κατάγεται από την Αργεντινή. Η μαμά του είναι Ιταλίδα και ο πατέρας του Αργεντίνος. Ο ίδιος έχει Ιταλικό διαβατήριο και ζει μόνιμα στην Γερμανία.

Πρόσφατα η φίλη μου, μου διηγήθηκε την ιστορία του Βιτόριο και πως η μοίρα ένωσε τις τύχες τους. Την ιστορία του ο Βιτόριο την είπε στη Φιορούλα χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του σώματος γιατί τα γερμανικά του είναι ελάχιστα (ζει μόνο 3 χρόνια στη Γερμανία). Η Φιορούλα όμως δεν μασάει με τίποτα, μιλάει 8 γλώσσες εκτός από ισπανικά που είναι η γλώσσα του Βιτόριο αλλά άμα υπάρχει αγάπη… οι άνθρωποι συνεννοούνται… (ω του θαύματος!).

Ο Βιτόριος το λοιπόν, κατάγεται από καλή οικογένεια της Αργεντινής, οικονομικά επιφανής. Μια μέρα ο πατέρας του, πήρε μια γκόμενα Ουρουγουανή που είχε και πήγανε διακοπές στα Φίτζι. Άφησε τον Βιτόριο να προσέχει το εργοστάσιο, όσο θα έλειπε. Ο Βιτόριο αμούστακο παιδί –μόλις 16 ετών- χρειάστηκε 3 μέρες για να ρίξει την αυτοκρατορία του πατέρα του.

Ήθελε να κάμει το καλό αφεντικό και κατέβηκε στο διάλειμμα των εργαζομένων να κολατσίσουνε παρέα. Ε, κάποιος εργάτης έβγαλε κάτι ζάρια, μικρό παιδί ο Βιτόριος, δεν ήθελε και πολύ… Τα έπαιξε όλα και τα έχασε όλα! Όταν κατάλαβε ότι έχασε και το τελευταίο πράγμα που του είχε απομείνει (δεν μπορώ να σας πω ποιο ήταν, για λόγους ευθιξίας), σκέφτηκε καλά και αποφάσισε ότι ο μόνος δρόμος ήταν η φυγή. Τα μάζεψε λοιπόν κι έφυγε μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, λαθρεπιβάτης, σε πλοίο φορτηγό, προς άγνωστη κατεύθυνση. Φοβόταν πιο πολύ το να γυρίσει ο πατέρας του και να τον βρει ακόμα στην Αργεντινή. Η γκόμενα από την Ουρουγουάη ήξερε κουνγκ-φου και συνήθως ο πατέρας του Βιτόριο, την έβαζε να καθαρίζει για πάρτη του όταν είχε μπλεξίματα με τα καρτέλ της κοκαΐνης. Ο Βιτόριος την έτρεμε πραγματικά!

Μετά από μέρες ταξίδι, το πλοίο έπιασε λιμάνι και ο Βιτόριος που τόσες μέρες ζούσε με κονσέρβες, κατέβηκε. Ευτυχώς κανείς δεν τον είχε ανακαλύψει. Γρήγορα κατάλαβε ό,τι βρισκόταν στην Ιταλία. Την πατρίδα της μητέρας του. Με τα καθόλου ιταλικά που γνώριζε κατάφερε να πιάσει δουλειά σε μια πιτσαρία σαν ντελίβερι-μπόι. Τα λεφτά δεν ήταν καλά αλλά είχε και τα τυχερά του όταν παρέδιδε πίτσες σε κάτι χήρες μαφιόζων, από τη Σικελία. Σε τρεις μήνες, κατάφερε να νοικιάσει δικό του διαμέρισμα και να αγοράσει κι ένα δίχρονο παπί για τις μεταφορές του. Μεταχειρισμένο ήταν αλλά τη δουλειά του την έκανε.

Έτσι κύλαγε ο καιρός και ο Βιτόριο κατάφερε να μάθει τα βασικά ιταλικά για να μπορεί να συνεννοηθεί με τις χήρες. Αγόρασε και βέσπα και γυαλιά Αρμάνι. Ώσπου μια μέρα τον ανακάλυψε ένας κυνηγός κεφαλών, βαλτός από τον πατέρα του. Τον επέστρεψε πακέτο στην Αργεντινή και από εκεί ο πατέρας του τον έστειλε στην Αυστρία σε ένα τάγμα καπουτσίνων. Έμεινε εκεί μόνο 2 μήνες. Δεν άντεξε την πίεση. Ένα βράδυ πέταξε το ράσο και πήδησε από το μπαλκόνι. Γερή κράση όπως είναι οι Αργεντίνοι, δεν έπαθε τίποτα. Σκαρφάλωσε σε ένα φορτηγάκι με πατάτες και … βρέθηκε ξανά στην Ιταλία.

Εργάστηκε σε άλλη πιτσαρία, σε άλλη πόλη και δεν πέρναγε καλά, στην αρχή. Δεν υπήρχαν χήρες μαφιόζων να τον χαρτζιλικώνουν αλλά γνώρισε μια ζωντοχήρα μμμ μούρλια. Μόνικα Μπελούτσι ένα πράγμα. Καλά περνάγανε και ο νεαρός με μεγάλη υπομονή κει επιμονή, κατάφερε να πάρει το πολυπόθητο ιταλικό διαβατήριο. Τον βοήθησε και η ζωντοχήρα που είχε έναν παλιό γκόμενο στην αστυνομική διεύθυνση. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος.

Την δεύτερη φορά που τον ανακάλυψε ο πατέρας του, δεν μπόρεσε να αιχμαλωτίσει το ελεύθερο πνεύμα του Βιτόριο, μα ούτε και το θεϊκό κορμί του! Ξέφυγε από τα χέρια της Ουρουγουανής που πήγε αυτοπροσώπως να τον βρει στην Ιταλία, πέρασε τα σύνορα και έφτασε στη Γερμανία. Μέρες και νύχτες περπάταγε αλλά τα κατάφερε!

Από τα σύνορα τον περιμάζεψε ένας τελωνιακός που ήταν λίγο gay και του προσέφερε ένα πιάτο φαί κι ένα καθαρό κρεβάτι να ξαποστάσει. Ο Βιτόριος, εκτιμώντας τα όσα έκανε γι’ αυτόν ο καλός τελωνιακός, υπέκυψε στις σεξουαλικές του ορέξεις και συγκατοίκησαν για έναν ολόκληρο χρόνο.

Όλον αυτόν τον χρόνο, ο Βιτόριος δεν εδούλευε καθόλου. Τον τάιζε ο τελωνιακός. Πέρναγε μια χαρά δηλαδή. Όμως μια μέρα, τα σκέφτηκε καλά. Κατάλαβε πως ήταν άντρας πια και αποφάσισε να κάνει ένα μπραφ στη ζωή του! Ε, το έκανε. Παράτησε τον καλό κύριο που του έδωσε τα πάντα (αχάριστοι νέοι) και βγήκε πάλι στον δρόμο, μόνο με τα ρούχα που φορούσε και μισό πακέτο τσιγάρα.

Σαν καπάτσο παιδί που ήταν, κατάφερε εύκολα να βρει δουλειά σε κάτι αποθήκες. Τι ακριβώς αποθήκες είναι δεν έχουμε καταλάβει γιατί δεν κατάφερε με τα νοήματα, να το κάνει κατανοητό στη Φιορούλα. Κάτι αποθήκες, τέλος πάντων. Βρήκε κι ένα μικρό σπιτάκι έκανε φίλους και πέρναγε μια ήρεμη, προλεταριακή ζωή. Μέχρι που η μοίρα του, του έφερε τη Φιορούλα στη πόρτα του.

Η Φιορούλα είχε πάει με έναν γκόμενο στη Γερμανία για την Πρωτοχρονιά. Τους φιλοξενούσαν ένα ζευγάρι φίλοι του γκόμενου, που τυχαία είναι κολλητοί του Βιτόριου. Από την πρώτη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματα τους, κατάλαβαν πως είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Η Φιορούλα άφησε τις ηθικές αναστολές –που δεν είχε- στην άκρη. Άφησε και τον γκόμενο και μετακόμισε απέναντι στου Βιτόριου. Περάσανε μέρες και νύχτες πάθους. Η Φιορούλα, όταν ο Βιτόριο πήγαινε για δουλειά, έκανε βόλτες στα γύρω μέρη με τον κερατωμένο γκόμενο ο οποίος ήταν καλό παιδί αλλά λίγο άτυχο. Είχε νοικιάσει και ένα φοβερό αυτοκίνητο και πέρναγε όμορφα η ώρα τους.

Οι μέρες όμως κύλησαν γρήγορα… Όπως γρήγορα κυλούν για όλους τους ερωτευμένους όταν είναι μαζί. Ήρθε η μέρα να αποχωρήσει η Φιορούλα. Να επιστρέψει στην Ελλάδα. Την περίμεναν άλλωστε ο άντρας και τα 3 παιδιά της. Δεν μπορούσε να τους παρατήσει χωρίς έστω μια εξήγηση.
Ώρες έκλαιγαν αγκαλιασμένοι στο “goodbye” του αεροδρομίου. Ο μ’αγαπάς κι η σ’αγαπώ. Έδωσαν όρκους αιώνιας αγάπης. Μιλάνε καθημερινά στο τηλέφωνο κι η Φιορούλα έχει πουλήσει το αυτοκίνητό της για να πληρώσει τους λογαριασμούς του τηλεφώνου. Κάνει και μαθήματα ισπανικών για να μπορεί αν επικοινωνήσει πλήρως με τον έρωτά της. Ο Βιτόριο κάνει γερμανικά για να μπορεί να επικοινωνήσει με το αφεντικό του. Όλα είναι καλά. Ελπίζω ειλικρινά αυτός ο έρωτας να κρατήσει για πάντα. Είναι τόσο τρυφερός, τόσο αγνός έρωτας.

Αγαπημένη μου Φιορούλα, κάνε κουράγιο. Αγάντα! Ξέρεις στην αρχή είχα ενδοιασμούς, μα αφότου είδα τους κοιλιακούς του στην ψηφιακή σου μηχανή, δεν έχω κανέναν! Μη φοβάσαι τη φωτιά! Προχώρα!

Πέμπτη 10 Μαΐου 2007

Στου φεγγαριού το τάσι...



Εκείνη τη περίοδο, ήμασταν όλοι επηρεασμένοι από το βιβλίο του Γ. Σεφέρη “Έξι νύχτες στην Ακρόπολη”. Φευγάτοι, ήδη, από τη μικρή κοινωνία που μας μεγάλωσε, άλλος εδώ κι άλλος παραπέρα. Καλοκαίρι όμως πάλι μαζί, στον ίδιο παρανομαστή.

Σαν αστείο ξεκίνησαν οι “βραδιές ποίησης και φιλοσοφίας”. Σαν αστείο συνεχίστηκαν. Σαν αστείο, δεν έμειναν μέσα μας. Όχι τώρα, μετά από τόσα χρόνια.

Ο φεγγαρολουσμένος Λόφος του Στράνη, πάντα φιλόξενος. Έτοιμος να περιθάλψει τις εσωτερικές μας ανησυχίες. Ανησυχίες προς πάσα κατεύθυνση. Μόνο μία ανησυχία αντιστεκόταν -σθεναρά τότε- και την έλεγαν θάνατο. Πιστεύαμε πως δεν μας αφορούσε.

Ανεβαίναμε το πλακόστρωτο με ζωηρά, χαρούμενα βήματα. Κουβαλάγαμε όλα τα σύνεργα: βιβλία, κιθάρες, νερά, τσιγάρα. Κάποιες φορές και σουβλάκια και μπύρες. Καλή η τροφή του πνεύματος αλλά και τα στομάχια μουγκρίζανε.

Το μικρό αμφιθέατρο του Λόφου, είχε γίνει δικό μας. Θυμάμαι τους φίλους να διαβάζουν λυρική ποίηση του Κάλβου και τα σκυλιά από το διπλανό σπίτι να θέλουν να τους ξεσκίσουν.
Με κάλεσαν ένα βράδυ να παρουσιαστώ στη σκηνή. Παρουσιάστηκα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Έκατσα κάτω οκλαδόν και κάπνιζα. Πέρασαν κάποια λεπτά σιωπής, ώσπου ένας φίλος ρώτησε που είχα το βιβλίο μου.

“Δεν έχω βιβλίο σήμερα!”, αποκρίθηκα.
“Και τι θα κάμεις; Θα κάθεσαι να καπνίζεις κι εμείς να σε κοιτάμε;”
“Ε, αφού δεν είμαι ευχάριστο θέαμα κι αφού δεν μπορείτε να κάτσετε χωρίς να κάνετε τίποτα, απλά να υπάρχετε… Θα σας τραγουδήσω…”, τους είπα χαμογελώντας κι οι φίλοι άρχισαν να γελάνε και να μου πετάνε άδεια τενεκεδάκια από μπύρες.
Εγώ, απτόητη! Άρχισα να τραγουδάω : “ Τέσσερα πόδια δυνατά και μια κουτσή κιθάρα, να ‘χαμε τώρα δυο τσιγάρα και δύο για μετά…”

Δεν άκουγαν. Μιλάγανε μεταξύ τους, γελάγανε, με χλευάζανε, μου φωνάζανε να σταματήσω γιατί θα εξαγριώσω τα σκυλιά του γείτονα. Εγώ τίποτα. Δεν τους άκουγα. Συνέχιζα: “Θα ‘ταν ο κόσμος μαγικός, παράδεισος η πλάση, σου φεγγαριού το τάσι, καφές βαρύ γλυκός…”

Και άκουσαν. Κόπασε ο σαματάς. Έκατσαν πίσω, χαλαροί, πίνοντας μπύρα κι άκουγαν. Το τελευταίο ρεφρέν το είπαμε όλοι μαζί χορωδιακά και τα σκυλιά δεν έβγαλαν άχνα.

Έτσι οι “βραδιές ποίησης” μπήκαν σε άλλη τροχιά. Γύρω από το μνημείο της Ελευθερίας, καθισμένοι οκλαδόν ή στο μουράγιο δίπλα –δίπλα, χειροπιασμένοι να τραγουδάμε : “… απίστευτος ο κόσμος κι ο χαρακτήρας μας…” και τα πόδια μας να αιωρούνται πάνω από τα λιοστάσια του κάμπου.

Ζαλισμένοι από τις μπύρες να αναρωτιόμαστε αν θα μπορούσαν να μας ακούσουν στο Μεσολόγγι, όπως ο Σολωμός από το ίδιο σημείο που καθόμασταν, μπόρεσε κι άκουσε (;) τα κανόνια του Μεσολογγίου κι έγραψε τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους” και τον “Ύμνο στην Ελευθερία”.

Και μετά; Χαθήκαμε στις Πόλεις…

Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

Μια βόλτα

Πριν λίγες μέρες πήγα μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Μόνη. Στη λιακάδα. Είχα κατά νου να τραβήξω προς Γέρακα, όπου είχα χρόνια να πάω. Φτάνοντας στο Αργάσι, εγκατέλειψα την ιδέα. Ο χρόνος μου ήταν περιορισμένος, δεν προλάβαινα να φτάσω εκεί που επιθυμούσα. Προχώρησα όμως προς το Ξηροκάστελλο, βυθισμένη σε σκέψεις και καλές και κακές, και όμορφες και άσχημες, και γλυκές και πικρές. Έκανα επί τόπου στροφή και γυρίζοντας πίσω προς τη Χώρα, συνειδητοποίησα πως όλες αυτές οι σκέψεις, είχαν να κάνουν με τα τελευταία 4-5 χρόνια της ζωής μου -το πολύ- λες και πριν από αυτό το διάστημα, δεν υπήρχα.

Καθώς πλησίαζα πάνω από τα βράχια του Αγούλου, άρχισαν να σκάνε στο μυαλό μου, βεγγαλικές θύμισες. Καλοκαίρι του '98, πήγα πρώτη φορά εκεί. Στα "Ιερά Βράχια του Αγούλου", όπως τα αποκαλούσε ο Κώστας. Δεν ήταν το μόνο πράγμα που έκανα καθυστερημένα στη ζωή μου, σε σχέση με τους φίλους μου. Από την άλλη, υπάρχουν και τόσα πράγματα που έγιναν πολύ νωρίς ή που θα μπορούσαν να μην έχουν γίνει και καθόλου... Μπέρδεμα!

Στην παρέα με είχε πάει μια φίλη. Συναντηθήκαμε με τους άλλους σε ένα σπίτι της αρωγής. Τους περισσότερους τους ήξερα φατσικά, έστω. Έλλειπα και κάποια χρόνια από το νησί. Είχα χάσει επαφή. Με κεράσανε παγωμένη μπύρα και καθόμουνα οκλαδόν στη βεράντα. Ναι, ένοιωθα αμήχανα αλλά δεν το έδειχνα κι ας με κάρφωναν οι περίεργες, διερευνητικές ματιές των γύρω μου. Μου φάνηκε ό,τι είχαν περάσει ώρες όταν ακούστηκε ξαφνικά το σύνθημα: Πάμε! Σηκωθήκαμε και μπήκαμε στα αυτοκίνητα, άλλοι καβαλήσαμε τα μηχανάκια. Η πομπή ξεκίνησε και θύμιζε ταινία του '60, με επαναστατημένα αγόρια και ατίθασα κορίτσια να κινούνται πάντα ομαδικά με τα μηχανοκίνητά τους.

Φτάσαμε στου Αγούλου με φωνές, γέλια, πειράγματα. Μια συνηθισμένη παρέα αιώνιων εφήβων (ή μεταεφήβων). Καμώθηκα ό,τι ξέρω το μέρος, είπα πως είχα ξαναπάει παλιότερα. Ψέματα. Ντρεπόμουν να πω πως πήγαινα πρώτη φορά. Άλλωστε, το ένοιωθα τόσο οικείο που πραγματικά το πίστεψα πως είχα ξαναπάει, κάποτε...

Δεν ήταν κανείς άλλος στους βράχους. Μόνο εμείς αποτελούσαμε τους λουόμενους της μέρας. Κανείς δεν βούταγε για ώρα. Αλειφόμασταν με αντηλιακά που μύριζαν έντονα, πάντα με την ανάλογη μουσική υπόκρουση : ροκ, ανεξάρτητη, electro. Ακούω ξανά τον αντίλαλο των στίχων που χτύπαγαν με δύναμη στους βράχους: So close no matter how far, coulnd't be much more from the heart, forever trustin' who we are, and nothing else matters...

Πλύναμε φρούτα της εποχής στη θάλασσα και τα τρώγαμε νωχελικά. Η φίλη μου, μου έφτυσε ένα κουκούτσι από κεράσι στα μούτρα. Αηδία, σκέφτηκα. Δεν μίλησα καθόλου. Η παρέα απλωμένη στους βράχους. Χρωματιστά βότσαλα σε λευκό φόντο. Άρχισαν να βουτάνε κάποιοι. Μου φώναξαν να ακολουθήσω. Σηκώθηκα κάπως ζαλισμένη. Βούτησα από το ψηλότερο σημείο του βράχου, σίγουρη για την βουτιά μου. Σίγουρη πως θα τους εντυπωσιάσω όλους. Μια υπέροχη βουτιά στο παγωμένο νερό. Η καρδιά μου πόνεσε από το κρύο. Βγήκα στην επιφάνεια κι όλοι με κοίταζαν σαν χαζοί. Ρώταγαν αν είμαι καλά. Μια χαρά! Πολύ καλά ήμουν...

Κολύμπησα για λίγο και βγήκα στον ήλιο να στεγνώσω. Μια κοπέλα είχε βιντεοκάμερα μαζί της. Είχε τραβήξει την βουτιά μου, μου την έδειχνε και μου άρεσε. Ο Κώστας με το Νίκο στρίβανε τσιγάρα, σαν καραβιών φουγάρα... Ζέστη, καυτός ήλιος, παρέα, μουσική, φρούτα, τσιγάρα και γέλια, γέλια, γέλια! Μόνο γέλια, πάντα γέλια.

Μετά από μήνες, Άνοιξη ξανά, κατεβήκαμε βράδυ στα βράχια. Τρεις φιγούρες μες στα σκοτάδια. Φύσαγε πολύ. Ήταν σκοτάδι. Κάτσαμε στους βράχους, χαμένοι στις παραισθήσεις. Η Μαργαρίτα φοβήθηκε. Κάτι έβλεπε. "Μην φοβάσαι, σου φυλάω τα νώτα!", της είχα πει. Μαύρα βότσαλα σε μαύρο φόντο. Φύγαμε κυνηγημένοι από έναν απαίσιο βοριά που θα μπορούσε να μας είχε ρίξει στη θάλασσα.

Έφτασα στη Χώρα. Ωραίες οι αναμνήσεις αλλά έχω μια απορία: Γιατί έπαιζα με τη ζωή μου; Καλά, θα το σκεφτώ άλλη ώρα. Πάω super market.