Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Το Τραταμέντο (γλυκό του κουταλιού κυδώνι)



Κάνει γιάτσο απόψε. Έβαλε βοριά. Τέτοιο καιρό, επεριμέναμε πως και πως σαν παιδιά. Δε νογάς για ποίο πράμα σου μιλώ...


Που να καταλάβετε εσείς οι νέοι! Μετά τσι σεισμούς του '53, τότε που μέναμε τσι παράγκες τση Παναγούλας, ήτανε δύσκολα τα χρόνια. Πιότερο δύσκολα για τσι γονέους μας, που είχανε οχτώ στόματα να θρέψουνε, ξέχωρα τα δικά τους.


Εμείς ως χωραΐτες, δεν είχαμε να σε χαρώ ούτε ένα λιόφυτο δικό μας. Πως νομίζεις πως εκονομάγαμε το λάδι μας; Θα σου πω να το μάθεις. Επηγαίναμε στα λιοστάσια εκεί κοντά στον Άγιο Λύπιο, στον Καλλιτέρο και μαζώναμε από χάμου τσι ελιές, μία – μία.


Τσι πιο πολλές φορές, επηγαίναμε στο λιοστάσι του Γιωργέλου. Εφτός δεν τσι φύλαγε και πολύ τσι ελιές του κι έτσι καταφέρναμε να μαζώξουμε αρκετές. Μας είχε η μάνα μας φτιασμένα τενεκεδάκια, από γάλα εβαπορέ. Εφτά γιομίζαμε και τα αδειάζαμε σ' ένα σακί που είχαμε. Να δεις παιχνίδια και χαρές! Εσβινταριζόμασταν, ποίο παιδί θα μαζέψει τα περισσότερο μπουρούκια ελιές, από χάμου. Βέβαια, μες στη βιασύνη μας, εμαζώναμε και λάσπες και φύλλα αλλά δεν μας επείραζε. Με ησυχία στο σπίτι, τα ξεδιαλέγαμε.


Μία φορά το λοιπό, απογιοματάκι με τέτοιο καιρό, βοριά του κερατά, μας έστειλε η μάνα μας στου Γιωργέλου να μαζώξουμε ελούλες. Νοέμβρης ήτανε κι έκανε ένα κρύο! Μα τι να σου ειπώ; Και το λιοστάσι μέσα λάσπη ένα γόνα, είχε βρέξει τσι προηγούμενες μέρες. Πάμε το λοιπό ούλα μαζί τα παιδία, με τα μπουρουκάκια μας και με το σακί μας. Εκειός όμως ο αναθεματισμένος ο Γιωργέλος, ήτανε απάνου σ' ένα ύψωμα κρυμμένος κι έκανε την "ανάγκη" του. Επήγε ψηλά για να επιτηρεί και το λιοστάσι, ήξερε πως ήτουνα μέρα «πονηρή»!


Εκεί, να σε χαρώ, που είχαμε μαζώξει μισό σακί ελιές και εγελάγαμε κι επαίζαμε βλέπουμε τον Γιωργέλο να κατεβαίνει τσι όχτους με τα παντελόνια μισοκατεβασμένα, τα βάσταγε με το ένα χέρι μην του πέσουνε και στο άλλο εκράταγε μία κατσουρίδα. Μας εφώναζε από μακρία: «να πάρει ο διάοτσος τσι πατεράδες σας, δεν θα σας τσακώσω, θα δείτε παλιοπράματα!». Μία πεταξία εμείς τα μπουρούκια και βάνουμε τη πιλάλα. Ο αδερφός μου ο Γιάννης, ως μεγαλύτερος, εσκέφτηκε και πήρε το σακί με τσι ελιές και για να μην το κουβαλούμε που έπρεπε να τρέξουμε μην μας πιάσει ο φουρκισμένος, το 'κρυψε μέσα σε μία ριζολιά.


Που να μας τσακώσει ο Γιωργέλος με τα σώβρακα κατεβασμένα; Εσκόνταψε και γκρεμοτσακίστηκε – ο έρμος- κι εμείς είχαμε φτάσει στη Χώρα, που λέει ο λόγος. Έλα όμως που εμένανε εχώθηκε το παπούτσι μου στη λάσπη και παραλίγο να με τσακώσει; Με ένα παπούτσι έφυγα από τον Άι Λύπιο! Ε, μα το σταυρό που σου κάνω! Και κλάμα ούλο το δρόμο που έχασα το παπουτσάκι μου. Σάμπως είχα κι άλλο ζευγάρι από δαύτο;


Και σαν πονηράδια που ήμαστε, δεν επήγαμε αμέσως στο σπίτι, μην έρθει και μας έβρει εκεί. Ήξερε ότι ήμαστε παιδιά τση Μπάμπαινας, μην πα' και λες...Μετά από ώρα επήγαμε σπίτι μας, στη παράγκα δηλαδή εκεί, στη Παναγούλα. Κι ήρθε εφτός ο Γιωργέλος κι έκαμε τα παράπονα στη μάνα μας! Εφτούνη όμως βάσταγε από το Γερακαρίο, δεν είχε και πολλούς Αγίους, που λέμε. Τον έκαμε τρία λεφτά, πως τση κατηγόριε τα παιδιά τσης άδικα αφού από το σπίτι δεν είχανε ξεμυτίσει παρά εμελετάγανε τα μαθήματά τους. Τι να κάμει κι ο Γιωργέλος; Επήγε καλιά του, σπίτι του.


Το κοντόβραδο, ο αδερφός μας ο Γιάννης επήγε ξανά οπίσω στο λιοστάσι κι έφερε το σακί με τσι ελιές που το είχε τρουπομένο μέσα στη ριζολιά, κρυμμένο καλά κι έβρηκε και το παπουτσάκι μου και μου το έφερε! Ω χαρές που του 'καμα! Μόνο τα πόδια που δεν του φίλησα από τη χαρά μου!


Κι η μάνα μας, χαρούμενη κι εφτούνη η καψερή, ξεκλείδωσε το ντουλάπι όπου εφύλαγε βάζα με γλυκό του κουταλιού και μας εκέρασε κυδώνι, που το 'χε φτιάξει τον Οκτώβρη. Ακόμα θυμάμαι τη γλύκα του στο στόμα μου! Το πιο ωραίο τραταμέντο τση ζωής μου ούλης!



Κι η συνταγή, για γλυκό του κουταλιού κυδώνι από την κυρά Μπάμπαινα:

Υλικά
Μία οκά κυδώνια
Μία οκά κι εκατό δράμια ζάχαρη
Δύο φλυτζάνες του τσαγιού νερό
Δύο – τρία φύλλα αρμπαρόριζα
Δύο κουταλιές της σούπας, χυμό λεμονιού

Εκτέλεση

Καθαρίζουμε τα κυδώνια και τα τρίβουμε στον χοντρό τρίφτη του τυριού. Τα βάζουμε στην παδέλα με το νερό και τα αφήνουμε να βράσουνε σκεπασμένα, μέχρι να μαλακώσουν. Κατόπιν, ρίχνουμε τη ζάχαρη και τα βράζουμε σε δυνατή φωτιά μέχρι να δέσει καλά το σιρόπι του γλυκού μας. Στο τέλος, λίγο πριν το σβήσουμε, προσθέτουμε την αρμπαρόριζα για το άρωμα και το λεμόνι.

12 σχόλια:

P. Kapodistrias είπε...

Απόλαψαα και τα ζουμερά λόγια και το γλυκό κυδώνι!! Χρέωσέ με ότι τόφαγα!

Ήτουνα, πράματις, μούρλια! Τη γλύκα του νάχεις Ντάνα μου! Νάναι καλά ούλη σου η φαμελιά και όσοι αγαπάς!

Pink_Fish είπε...

Το φτιάχνει η μάνα μου χρόνια τώρα, που είναι Κεφαλονίτισσα. Θυμάμαι ακόμα τη μυρωδιά του να γεμίζει το σπίτι και εμένα να πηγαίνω κρυφά στη κουζίνα για να το γευτώ ζεστό-ζεστό από τη κατσαρόλα. Υπέροχο, αρωματικό γλυκό του κουταλιού. Αν με αφήσεις, μπορώ να φάω όλο το βάζο, τόσο μ’ αρέσει! Αλλά λατρεύω και το νεράντζι. Χαιρετούρες Ζακύνθια

Unknown είπε...

Καλέ μου Π.Κ., χαίρομαι που γλυκάθηκες γιατί ήσουν χολιασμένος, δικαίως βέβαια...

Ελπίζω να άφησες λίγο γλυκό και για το Ροζ Ψαράκι, που κουβαλεί ένα άλλο μικρό ψαράκι στη κοιλίτσα του!

Unknown είπε...

Ψαράκι, θέλεις να σου στείλω ένα βάζο κυδώνι; Μπορώ να το κάνω!

Άμα δηλαδή το ζητάει το πλασματάκι, όλα μπορούμε να τα κάνουμε! Ε; ;)

(Συγγνώμη αν "διαφημίζω" την εγκυμοσύνη σου αλλά είμαι πολύ, πολύ χαρούμενη γι' αυτό!)

Φιλιά σ' εσένα και στο μικρουλάκι!

Pink_Fish είπε...

@dana:σ' ευχαριστώ πολύ, αν και ένα βάζο ξέρεις, ποτέ δεν είναι αρκετό:) :) Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, φιλιά και σε σένα :) Υ.Γ.: Εεε...δε το ζητάει μόνο ο κος Πλασματάκης, αλλά και η μαμά του η λιχούδα :)

mareld είπε...

Alma mia!

Στον ύπνο μου έβλεπα κυδωνιές..δεν ήταν δικές μας..ούτε οι ελιές..

Σηκώθηκα 5 το πρωί και θυμήθηκα όπως πάντα το Σιδηρόπουλο..
όχι ότι έχω κάποιον που έχει μείνει το μοναδικό στο κόσμο απλά με συγκινεί βαθιά όπως τόσοι και τόσα άλλα..

Στη συνέχεια σιγοτραγουδούσα..

Ξενιτεμένο μου πουλί
εκεί στα ξένα που 'σαι
σου στέλνω μήλο σέπεται
κυδώνι μαραγκιάζει..
η συνέχεια στο μπουγαρίνι..

Μετά είπα να περάσω από δω..
μόλις αντίκρυσα το υπέροχο κίτρινο του ήλιου στο κυδώνι..
το πήρα και έφυγα για να ξανάλθω..


Oigo las flores del pueblo Ακούω τα λουλούδια του χωριού
que canta mejor que yo. Που τραγουδάνε καλύτερα από μένα

Δεν το διάβασα όλο..λίγο-λίγο..
Τώρα φεύγω πάλι..

Hasta luego..
Φιλιά!

Μηθυμναίος είπε...

Και... η Μάρελντ, Ντάνα μου, έστειλε εμένα να το διαβάσω το πάθημά σου.
Δεν άντεχε, μου μήνυσε. Μια κουταλιά γλυκό μόνο επρόλαβε να πάρει, αλλά φεύγοντας της έμεινε το παπουτσάκι της, οπότε θα γυρίσει... Μη στεναχωριέσαι.

Ξεχνιούνται, μωρέ συ Ντάνα, τέτοιες εποχές τσιγκούνηκες; Δεν ξεχνιούνται...
Όλοι, λίγο-πολύ, περάσαμε από τέτοια και σε καταλαβαίνουμε.

Τώρα να σου πω να μου στείλεις ένα βαζάκι γλυκό κυδώνι, δεν ξέρω...
Να σου στείλω κι εγώ ένα μπιτονάκι λάδι Μυτιληνιό, τι λες; Καλύτερο απ’ του Γεωργέλου. Αλλά όχι στείλτο στο «πλασματάκι» θα πιάσει το δώρο...

Να ‘σαι καλά, βρε Ντάνα, να σκαρώνεις κι άλλες τέτοιες ιστορίες!

mareld είπε...

Αγαπημένο μου κουτσούνι!

Γύρησα να πάρω το παπουτσάκι μου..
γέλασα με το φίλο μου το Στράτο..

Εγώ ψυχή μου δεν είχα παπούτσια και έτσι δεν έμπαινε πρόβλημα..
Έχω μαζώξει ελιές.

Μια φορά ήμουν επάνω στη μανταρινιά και ακούω τον αφέντη να έρχεται..
πηδάω..να σωθώ, σκαλώνει η φούστα μου και κρέμομαι από το ρέλο σαν σκιαχτράκι..
περιμένοντας να σκιστεί και να βροντήξω με το κεφάλι κάτω..
Ότι θα έτρωγα τα μούτρα μου ήταν το λιγότερο.. δεν με ένοιαζε..
αρκεί να μη με έβρισκε ο αφέντης..

Ντάνα μου τα λόγια σου είναι τόσο γλυκά που ξέχασα το κυδώνι..

αν και πόσο θα ήθελα ένα βαζάκι να το τρώγω με το καφέ μου..
μέχρι εδώ έφτασε το αρωμά του..
αλλά και η αρμπαρόριζα..

Τώρα είμαι χαρούμενη και θα πάω με το Μαρίνο να περπατήσουμε..

Πέρασα τόσο όμορφα!
Σε ευχαριστώ για το τρατάρισμα!

Besitoooos!

Unknown είπε...

Ψαράκι μου, καμία ενοχή να μην έχει η λιχούδα μανουλίτσα! Φιλιά!

Unknown είπε...

Mareldina, αγαπημένη! Θέλω μόνο να χαμογελάς, να μην σε στεναχωρεύει τσίπουτες τζόγια μου!

Το παπουτσάκι σου, στο είχαμε φυλαμένο, εδώ με τον Στράτο μας. Στο καθαρίσαμε και από τσι λάσπες κι ας μην φόραγες τότενες παπουτσάκια.

Un beso muy grande amor!

Unknown είπε...

Καλέ μου Στράτο, το πάθημα δεν είναι δικό μου. Δεν έζησα εγώ τέτοια πράματα, είμαι μικρουλούλα! Είναι πάθημα τση μάνας μου όμως και η κυρά Μπάμπαινα, η νόνα μου (γιαγιά μου), φτιάνει ακόμα ένα κυδώνι μούρλια! Κι ας κοντεύει τα 90.

Να κάνουμε ανταλλαγή προϊόντων Στράτο, όπως παλαιά! Ωραία θα ήταν!

Να 'σαι καλά! Φιλιά!

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.