Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Η απορία της ημέρας


Παρακολουθώντας κι εγώ -από μακριά βεβαίως- τη σφαγή που γίνεται στη Λωρίδα της Γάζας, για άλλη μια φορά έχω μια απορία: Γιατί οι εκατοντάδες νεκροί δεν ξεσηκώνουν ανάλογη θύελλα αντιδράσεων, με αυτή που ξεσήκωσε ο θάνατος του δικού μας 15άχρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου; Ο θάνατος καθημερινά, χιλιάδων παιδιών και ενήλικων σε όλο το κόσμο είτε από πείνα, από δυστυχία, από κακές συνθήκες στην εργασία, από πυρά, από ασθένειες, από, από, από... γιατί δεν ξεσηκώνουν τον κόσμο;

Μήπως μας έγινε συνήθεια η "ξένη" απώλεια; Μήπως εκείνη τη θεωρούμε δεδομένη ενώ τη δική μας μόνο, άδικη; Άλλωστε εμείς δεν είμαστε τριτοκοσμικοί, έτσι; Έχουμε και δημοκρατία!

Τέρμα ο προβληματισμός για σήμερα. Έχω και μανικιούρ αργότερα...


Κάποιο παράθυρο έχει φως
κάποιον τον τρώει ο πυρετός
μας φεύγει βήμα βήμα
Κάποιο καράβι στ' ανοιχτά
με χίλια βάσανα βαστά
να μην το πιεί το κύμα

Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ

Κάποιος στην άκρη του γιαλού
κοιτάει το τέλος τ' ουρανού
μονάχος του πεθαίνει
Κάποιος στη μάχη πολεμά
η σφαίρα δίπλα μας περνά
στα στήθια του πηγαίνει

Κι εμείς οι άλλοι μα το ναι
κάνουμε πάρτυ ρεφενέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ

Έξω αστράφτει και βροντά
κι ένας διαβάτης περπατά
χαμένος μες στη μπόρα
Κάπου δεν θα 'χουνε ψωμί
κάπου πεινάει ένα παιδί
και κλαίει αυτήν την ώρα

Κι εμείς χορτάτοι μα το ναί
κάνουμε γλέντια ρεφενέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ

Πόσοι απόψε ξαγρυπνούν
σαν κολασμένοι τριγυρνούν
και κλαίνε και πονάνε
Στάσου και σκέψου μια στιγμή
πόσοι σκοτώνονται στη γή
την ώρα που μιλάμε

Μα εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ
Κώστα Χατζή , Βρε δεν βαριέσαι αδερφέ

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Μια κρίση μα ποια κρίση;


Δεν περνάω καλά στις φετινές γιορτές. Για την ακρίβεια (να τη πάλι αυτή η λέξη!), καθόλου καλά δεν περνάω. Για όλα φταίει ο 13ος μισθός μου, που ναι μεν τον πήρα νωρίς-νωρίς αλλά τον έχω και τον κοιτάω με "τον φόβο των Ιουδαίων" κι εγώ. Μην μπερδεύεσαι, θα σου εξηγήσω ευθύς αμέσως!

Πάω για παράδειγμα βόλτα στα μαγαζιά. Χαζεύω τις βιτρίνες. Βλέπω εκείνη τη γόβα - φετίχ να μου κλείνει το μάτι και να μου φωνάζει η σόλα της: "αγόρασέ με, έχω φτιαχτεί για το πόδι σου..." κι εκεί που πάω να μπω στο κατάστημα και να την αγοράσω, ακούω φωνές! Ένα πράμα σαν τη Ζαν ντ' Αρκ. Ακούω τον Αυτιά, τη Τρέμη -πακέτο με Πρετεντέρη, Σπυράκη, Καψή κ.ά. μαϊντανούς-, τον Χατζηνικολάου, τον Παπαδάκη και λοιπούς τηλεοπτικούς αστέρες, να μου φωνάζουν:"βρισκόμαστε σε οικονομική κρίση", "έρχονται ακόμα δυσκολότερες μέρες" και παθαίνω έναν πανικό και όπου φύγει, φύγει η γυναίκα!

Διότι πέσμου σε παρακαλώ, τι να την κάνω τη γόβα αύριο που δεν θα έχω να φάω; Και καλά, εμείς οι επαρχιώτες θα βγούμε να μαζέψουμε και δυο λάχανα από το χωράφι αλλά και πάλι, με τι γόβα θα πάω να τα μαζέψω;;;

Ζω ένα δράμα σου λέω και δεν μ' ακούς! Κρίση ακούω μα κρίση -ακόμα τουλάχιστον- δεν βλέπω και σε πληροφορώ πως δεν είμαι καν μύωπας! Δεν αντιλέγω, η κρίση θα έρθει και θα αργήσει να φύγει αλλά στο μεταξύ, τι φταίω εγώ να μην μπορώ να πάρω τη γόβα και την ασορτί τσαντούλα; Κι εκείνο το παλτό το κασμιρένιο που είδα προχθές; Σχεδόν με παρακάλαγε το καημένο να το αγοράσω κι εγώ εκεί, να αρνούμαι για να μην με κακολογήσει η Τρέμη!

Την βλέπω και στον ύπνο μου τελευταία. Όλο με μαλώνει για τα ψώνια του super market. Υπερέβαλα λέει με τα αλλαντικά που πήρα για τα Χριστούγεννα. Μα καλή μου γυναίκα, μία φορά το χρόνο παίρνουμε κι εμείς το κάτι τις παραπάνω για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, θα μας το κόψεις κι αυτό; Ας έρθει πρώτα η κρίση και μετά δεν θα ξαναφάω προσούτο, το ορκίζομαι στο cosmopolitan!

Το μόνο που δεν πρόκειται να κόψω και το δηλώνω ευθαρσώς, είναι το κομμωτήριο! Α, όλα κι όλα κυρία Τρέμη μου, δεν μπορώ να κυκλοφορώ και σαν τη συφοριασμένη λόγω οικονομικής κρίσης. Αφού δεν πιάνει το χέρι μου στο μαλλί! Και να πεις πως δεν πήρα επαγγελματικό πιστολάκι; Μου έμεινε κι αυτό για διακοσμητικό, μου είναι αδύνατον να το χρησιμοποιήσω. Εδώ δεν το έκοψε η Καρχιλάκη τότε που έκανε ρεπορτάζ από τη Βαγδάτη. Βομβαρδισμένο τοπίο από πίσω και της Καρχιλάκη το μαλλί άψογο! Τα ξεχνάω εγώ αυτά; Τις υποσχέσεις των πολιτικών καθώς και τα σκάνδαλα τα ξεχνάω, το ομολογώ. Αλλά τις καλλωπισμένες δημοσιογράφους, ποτέ των ποτών!

Με τούτα και μ' εκείνα, σκέφτομαι να μην κάνω και ρεβεγιόν εφέτος στο σπίτι. Φοβάμαι πως μέσα στις μπουρμπουλήθρες της σαμπάνιας θα ακούω τη φωνή του sex symbol Καμπουράκη να μου λέει: "δεν ντρέπεσαι μωρή να πίνεις σαμπάνια εν μέσω οικονομικής κρίσης;". Ε εκεί θα πάθω αμόκ, δεν το γλιτώνω, να το ξέρεις! Άστο λοιπόν, καλύτερα σπίτι μου με τον αντρούλη μου και με το παιδάκι μου. Να ανάψουμε και το τζάκι, να μην καίμε πετρέλαιο για το καλοριφέρ. Θα μαγειρέψω κάτι και θα πιούμε λίγο κρασί παραγωγής μας, τουλάχιστον. Άσε που μου κάνει και φουσκωμάρα η σαμπάνια και θα με σφίγγει μετά το μασαζοκαλσόν στη μέση και θα είμαι μες στα νεύρα.

Αμέ το άλλο; Στο ρεβεγιόν, για το καλό πάντα, όλο και θα παίξουμε κάνα χαρτί. Είναι εποχές τώρα για χαρτί; Δεν είμαι και φημισμένη για τη τύχη μου στα χαρτιά. Το 50ευρω, το έχω χαμένο από χέρι. Ξέρεις τι είναι 50 ολόκληρα ευρώ σήμερα; Α πα πα πα πα... Καλύτερα να τα κρατήσω και να πάρω τη γόβα, στις εκπτώσεις. Και δεν βαριέσαι; Ας τη φοράω και στα χωράφια, όταν θα μαζεύω λάχανα.

Ελπίζω μόνο, να προλάβω τις εκπτώσεις πριν έρθει η πραγματική κρίση και δεν ξέρω τι να γίνω!

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Η Ανθία η γαλοπούλα


Για τον Νιόνιο Μ.Κ.




Ο Τζώρτζης δεν τα 'παιρνε τα γράμματα. Ετέλειωσε όπως - όπως το δημοτικό και μετά, ο πατέρας του του έκαμε ένα κοπάδι γαλόπουλα. Θα τα μεγάλωνε μέχρι τα Χριστούγεννα οπότε και θα τα μοσχοπούλαγε, γιατί γιορτάδες μέρες όλα τα σπίτια κάνουν ένα αυγολέμονο!

Κάθε πρωί το Τζώρτζης έβοσκε τα γαλόπουλα. "Γλου-γλου-γλου" τα έκραζε κι εκείνα ούτε βήμα δεν εξεφεύγανε, από την πορεία που τους χάραζε ο νέος. Τα έβαζε μες στα λιοστάσια τα πατρογονικά του κι όλη μέρα τσιμπολογούσαν χορταράκια κι ελιές πεσμένες χάμου. Τ' αγάπαγε ο Τζώρτζης τα γαλόπουλά του. Αγάπαγε κι όλα τα ζώα που ήξερε. Κι ένα σκυλί τυφλό, που είχε ο νόνος του κι εκειό το αγάπαγε και το φρόντιζε.

Απ' όλο το κοπάδι του, εξεχώριζε μια γαλοπούλα που 'χε στραβή φτερούγα. Μικρή όταν ήταν της είχε πιαστεί σ' ένα σύρμα και της έσπασε, μετά εκόλλησε λάθος κι έτσι έμεινε, κουτσοφτέρουγη. Της είχε βγάλει κι όνομα, Ανθία τηνε φώναζε. Πολλές φορές την έπαιρνε στο κρεβάτι του -κρυφά από τους γονέους του- και κοιμότανε αγκαλιά με δαύτηνε.

Κι επέρναγε ο καιρός και τα γαλόπουλα του Τζώρτζη εμεγαλώνανε, εθεριεύανε. Εμπήκε κι ο Δεκέμβρης και πλησιάσανε οι γιορτές. Θε να 'τανε εκεί κοντά στου Αγίου, 17 του μηνού, όταν ο πατέρας του Τζώρτζη μαζί με τον νόνο του αποφάσισαν ότι ήταν καιρός να σφαχτούνε οι γαλοπούλες και να πουληθούνε. Ο Τζώρτζης εχόλιασε μα δεν μπορούσε να κάμει διαφορετικά, ήξερε ότι μ' εφτά τα λεφτά θα κάνανε γιορτάδες και θα περισσεύανε κιόλας. Το μόνο που εσκέφτηκε ήταν να κρύψει την Ανθία, να μην τηνε βρούνε, να γλιτώσει το μαχαίρι.

Ο νόνος του όμως, ήξερε πως τα γαλόπουλα ήταν 30 ακριβώς κι όταν στο μέτρημα του βγήκανε 29 εθύμωσε και τα έβαλε με τον μικρό. Τον είχε δει που κρυφά μπαινόβγαζε την Ανθία στο σπίτι. Τον απείλησε πως αν δεν την φανέρωνε, νηστικός θα έμενε τα Χριστούγεννα και ούτε ζευγάρι κάλτσες δεν θα έβλεπε ούλη τη χρονιά. Ο Τζώρτζης παρακολουθούσε τον πατέρα κι τον νόνο που εσφάζανε τις γαλοπούλες, άκουγε και τις φωνές τους και τόσο επείσμωνε και δεν φανέρωνε την αγαπημένη του γαλοπούλα. Καθόλου δεν τον ένοιαζε αν εκαθότανε νηστικός, ούτε για τις κάλτσες τον ένοιαζε. Μόνο την Ανθία να μην του πειράζανε!

Σ' ένα καιρό καθώς ο νόνος εξεπουπούλιαζε με ορμή, νάσου πετιέται η Ανθία. Ο Τζώρτζης την είχε κρυμμένη στο κατώι αλλά φαίνεται πως εφτούνη με κάποιο τρόπο εξέφυγε κι ήρθε να τον αναζητήσει. Που να 'ξερε η δόλια τι την περίμενε! Πριν προλάβει να κουνιστεί ο Τζώρτζης, ο νόνος την άρπαξε από το λαιμό και της ξερίζωσε το κεφάλι. Ίσα που κούνησε λίγο τα πόδια της και τέλειωσε μπροστά στα δακρυσμένα μάτια του.

Από την ίδια στιγμή ο Τζώρτζης, έπεσε να πεθάνει. Σαράντα πυρετό είχε δεκαπέντε ολόκληρα μερόνυχτα. Μείτε Χριστούγεννα μείτε Πρωτοχρονιά είδε. Μόνο ίδρωνε και ξεΐδρωνε και μες στο παραλήρημά του εφώναζε τση Ανθίας. Ο νόνος του, ξημέρωμα Φωτώνε επέθανε και την ίδια μέρα εσηκώθηκε ο Τζώρτζης από το κρεβάτι. Είχε γιάνει...

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Κυκλοφορεί κι "οπλοφορεί"!




Το νέο LIBRO κυκλοφόρησε -εδώ και κάτι μέρες- και τρέξτε να το πάρετε όλοι τώρα! Τζάμπα είναι παιδιά, μην ξεχνιόμαστε. Και τώρα που το σκέφτομαι μερικά από τα ωραιότερα πράγματα, στο μάταιο τούτο κόσμο, είναι δωρεάν!

Δηλώνω ερωτευμένη με το υπέροχο εξώφυλλο με το γκράφιτι που φωτογράφησε ο Δημήτρης Θεοδόσης!

Ένας επιπλέον λόγος που πρέπει να το πάρετε ο-πωσ-δή-πο-τε, είναι ότι φιλοξενεί στις σελίδες του το καταπληκτικό μου άρθρο για εκείνο το ταξίδι μου στη Σικελία -που συνεχώς διαφημίζω λες και δεν έχω ξαναταξιδέψει ποτέ- και κάμποσες φωτογραφίες που τράβηξα. Όχι δηλαδή ότι τα άλλα άρθρα υστερούν αλλά καταλαβαίνετε, το δικό μου είναι το καλύτερο. Τέλος!

Με την ευκαιρία, μεγάλο ευχαριστώ στην ομάδα σύνταξης του περιοδικού, που με άφησαν ελεύθερη να γράψω όσο θέλω και δεν έκοψαν ούτε μία λέξη από το μακροσκελές άρθρο μου. Να 'χετε την υγειά σας παιδιά!

Κι αν βαριόσαστε να τρέχετε στα πρακτορεία για να βρείτε το περιοδικό, διαθέτει και site το κατάστημα, voila:
www.libromag.gr

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Το Αστέρι



«...Πάντα να με φωτίζεις θέλω, αστέρι μου, και βλέποντας σε να ’χω το κεφάλι μου ψηλά και σαν φτερά στους ώμους μου ακούραστα το θάρρος και τη θέληση, που η όψη σου μου δίνει η φωτεινή!

Τα λόγια, τα πειράγματα, τους πειρασμούς, τα βάσανα, τα εμπόδια του κόσμου, τα πλανέματα, τα ταπεινά συμφέροντα και τ’ άγρια πάθη,

Συ κάνε πάντα να νικάω, αστέρι μου, κι ελεύθερος, απείραχτος, λυτός, να τρέχω όπου φέρνει η αχτίδα σου το θείο φως του ιδανικού,

Του ιδανικού………………………………………...»


Το απόσπασμα είναι από χειρόγραφο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, το οποίο φυλάσσεται στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.


Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Ο Νικολός κι οι καλικαντζάροι


Για τη Μαρνέττα μας





Ο Νικολός, δεν επείραζε κανένανε κι ας τονε λέγανε ούλοι μουρλό, στο χωριό του. Αρκετοί όμως ήταν εκείνοι, που τον εσταυρώνανε, όπως κι όλους τους μισοκούτελους του κόσμου. Ιδιαίτερα, εκειά τα παιδιά τση Μπάμπαινας. Τα γλυκιάρικα! Του βγάνανε τα μάτια κάθε τρεις και λίγο, του καψερού.

Έτσι, προπαραμονή Χριστουγέννων (πάει να πει του Χριστού), μαζωχτήκανε τα παιδία τση Μπάμπαινας να καταστρώσουνε σχέδιο, για το τι θα κάνανε τη νύχτα του Νικολού. Ο Γιάννος, ο μεγάλος ήταν εφτός, είπε να μπούμε σιγά-σιγά στο σπίτι του και να τονε μπουγελιώσουνε όπως θα κοιμότανε. Ο δεύτερος, εσκέφτηκε να του πάρουνε τα ρούχα, να σηκωθεί το πρωί και να μην έχει να φορέσει να έβγει όξω. Ο τρίτος, είπε να φωνάξουνε και τον Σταθάκη τση Μαρίκας, που ήτανε γεροδεμένος, και να τονε βγάλουνε το Νικολό όξω από το σπίτι, μαζί με το στρώμα, να τον αφήσουνε στα χωράφια. Καλή ιδέα τους φάνηκε αυτή και φώναξαν τον Σταθάκη, που δεν δυσκολεύτηκε να πεισθεί ώστε να συμμετέχει στο κάζο.

Τη νύχτα λοιπόν, τα τέσσερα γλυκιάρικα μαζώχτηκαν στην αυλή του Νικολού και αφού βεβαιώθηκαν -από το ροχαλητό του- ότι εκειός εκοιμότουνα βαριά, άνοιξαν την ξώπορτα και μπήκαν στη κάμαρή του. Καθόλου δεν δυσκολεύτηκαν, μιας και ο Νικολός δεν κλείδωνε ποτέ την οξώπορτά του. Έπιασαν το λοιπόν οι δαιμόνοι, τσι τέσσερις γωνίες του στρώματος και βγάλανε όξω, στα χωράφια τον Νικολό. Τον αφήσανε κάτου από μία κουτσουπία και πήγανε καλιά τους.

Το πρωί, με το πρώτο φως το ήλιου τση παραμονής, ο Νικολός άνοιξε τα μάτια του και η πρώτη του σκέψη ήταν που θα πήγαινε να διακονέψει κομμάτι μπροκολίνα για το βράδυ. Μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη του, εκατάλαβε πως εβρισκότουνα κάπου όξω από το σπίτι του και σηκώθηκε απάνου σκορσαρισμένος! Δεν άργησε βέβαια να αναγνωρίσει το χωράφι δίπλα από το σπιτικό του μα ο φόβος του, δεν τον άφηκε να μπει και να φορέσει τα ρούχα του. Όπως ήτουνα με τα σώβρακα, έτρεξε να βρει τον παπά, ενώ στο δρόμο εσταυροκοπιότανε και φώναζε: "Θε μου σγχώρα με!".

Φτάνοντας στο σπίτι του παπά, τον εσυνάντησε όπως έβγαινε κι έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας: "βοήθεια παπούλη, με πήρανε οι δαιμόνοι!". Ο παπάς αλαφιασμένος, έσκυψε να τονε σηκώσει και προσπάθησε να τονε μορώσει λέγοντάς σου: "Σώπα ορέ Νικόλα, σήκω απάνου και πέσμου τι σ' έβρικε αχάραγο και μου 'ρθες με τα σώβρακα, μέρα που είναι;". Ο Νικολός δεν εσηκώθηκε παρά κρατώντας το πόδι του παπά σφιχτά, συνέχισε τη κλάψα: "Παπά μου σου λέω οι δαιμόνοι, οι καλικάντζαροι, ούλη νύχτα με προβάτιανε με το στρώμα όξω στα χωράφια και μ' αφήσανε κάτου από τη κουτσουπία. Διάβασέ με να φύγει το κακό!". Ο παπάς, δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει ποιων "καλικάντζαρων" δουλειά ήταν εφτούνη, μα καθησύχασε τον Νικολό και τον έστειλε σπίτι του.

Για να τον μορώσει τέλεια και να του φύγει το σκόρσο, τονε κάλεσε το βράδυ σπίτι του. Να φάνε μαζί τη μπροκολίνα και να κόψουνε το χριστόψωμο, που ζύμωνε ολοένα η παπαδιά. Κι έτσι, του περάσανε ούλα του Νικολού, αφού και την ευλογία του παπά επήρε και τη κοιλούλα του θα γιόμιζε το κοντόβραδο, μέρα που ήταν...

Χριστόψωμο (χωραΐτικο):

Υλικά για τη ζύμη
1,5 κιλό αλεύρι σταρένιο
50 γραμ. προζύμι
1,5 νεροπότηρο λάδι
μισό κουταλάκι μαγειρική σόδα
2 κούπες ζάχαρη
ένα ποτηράκι του κρασιού κονιάκ
ένα ποτηράκι κρασί
μπόλικο ξύσμα πορτοκαλιού
μία κούπα χοντροκομμένα καρύδια
μία κούπα σταφίδα σουλτανίνα
2 κουταλάκια του γλυκού γαρύφαλλο σε σκόνη
2 κουταλάκια του γλυκού κανέλα σε σκόνη
χλιαρό νερό (όσο πάρει η ζύμη καθώς τη δουλεύουμε)

Υλικά για το στόλισμα του Χριστόψωμου
Μερικά καρύδια ολόκληρα, με το τσόφλι
ζάχαρη άχνη
λίγο σουσάμι
χρωματιστά ζαχαρωτά

Εκτέλεση

Σε μία λεκάνη ρίχνουμε το αλεύρι και κάνουμε στη μέση μία λακουβίτσα όπου ρίχνουμε το λάδι, τη ζάχαρη και τη σόδα. Τα ανακατεύουμε σιγά - σιγά και προσθέτουμε το προζύμι, τα κανελογαρύφαλο, το κονιάκ και το κρασί και λίγο χλιαρό νερό. Αφού τα ζυμώσουμε όλα τα υλικά καλά, προσθέτουμε τα καρύδια και τη σταφίδα και συνεχίζουμε το ζύμωμα μέχρι η ζύμη να είναι έτοιμη. Η ζύμη δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ σκληρή, ούτε πολύ μαλακή και δεν πρέπει να κολλάει στα χέρια μας. Αν η ζύμη κολλάει, προσθέτουμε λίγο αλεύρι. Αν είναι σκληρή, προσθέτουμε λίγο ζεστό νερό.

Αφού η ζύμη είναι έτοιμη, λαδώνουμε ελαφρά ένα ταψί και τη ρίχνουμε μέσα. Σκεπάζουμε το ταψί και αφήνουμε τη ζύμη να φουσκώσει. Σε προθερμασμένο φούρνο, τοποθετούμε το ταψί αφού πρώτα τοποθετήσουμε τα ολόκληρα καρύδια πάνω στη ζύμη, σπρώχνοντάς τα ελαφρά προς τα μέσα. Να βρίσκεται το μισό καρύδι μέσα στη ζύμη και το άλλο έξω. Ψήνουμε το Χριστόψωμο στους 180 βαθμούς C, για περίπου 40' (ανάλογα με το φούρνο μας). Όταν το βγάλουμε από το φούρνο, το ραντίζουμε πολύ λίγο με ωμό λάδι ώστε να κολλήσει πάνω η ζάχαρη άχνη που πασπαλίζουμε, το σουσάμι και τα ζαχαρωτά.

Και του χρόνου!

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Χρόνια πολλά Αφέντες μου!



Ο Νικολός ήταν μισοκούτελος, ελέγανε στο χωριό του. Δεν εδούλευε πουθενά και ζούσε μονάχος στο πατρικό του, από τότε που πεθάνανε οι γονέοι του. Παντρεμένος δεν ήταν, ούτε είχε αδέρφια. Θεομόναχος επάλευε, με τη μούρλια του και με τον κόσμο.

Γιορτάδες μέρες, όπως καλή ώρα τώρα, οι περισσότεροι νοικοκυραίοι του δίνανε κάτι τις, να ποροπιαστεί. Ένας λίγο λάδι, άλλος λίγο κρασί, ένα ζευγάρι αυγά, μια φτερούγα από κοτόπουλο να το κάμει σούπα. Ό,τι μπορούσε ο καθένας. Εκειός, αν και μισοκούτελος, ήξερε πως να διακονεύει. Άμα πάει να πει ήθελε λάδι, δεν επήγαινε με καμία μεγάλη μπότσα να γυρέψει. Επήγαινε με μία μικρουλούλα. Λίγο από τον έναν, λίγο από τον άλλον, μάζευε μία λάτα κι έβγαζε όλη τη χρονιά του.

Έτσι κι εφέτος, μία και δύο ο Νικολός, με το μποκαλάκι του στο χέρι επήγε για διακονιά και χτύπησε τη πόρτα του αρχοντικού του Αφέντη Σπύρου. Του άνοιξε η παραδουλεύτρα που τον λυπότανε η δόλια και τον επήγε στον Αφέντη.

"Προσκυνώ Αφέντη μου", είπε ο Νικολός και το κεφάλι του έφτασε χάμου από το σκύψιμο.
"Τι θες Νικολό;" ερώτησε ο Αφέντης.
"Τι να θέλω ο καψερός Αφέντη μου; Κομμάτι λάδι να κάμω κι εγώ γιορτές ζητάω. Από εσένανε που άμα ανοίξεις τσι κάνουλες και τρέξουνε τα λάδια, θα πνιγεί το Ζάντε όλο!". Είπε ο Νικολός λίγο μυξοκλαίγοντας και λίγο χαϊδεύοντας τ' αυτία του Σπύρου του Αφέντη.
Σκέφτηκε κομμάτι ο Αφέντης κι αποφάσισε να του δώκει, και διέταξε τη Νιόνια τη παραδουλεύτρα να του γιομίσει το μπουκαλάκι του. Μα όσο περιμένανε τη γυναίκα να έρθει, ρώτησε ο Αφέντης το Νικολό:
"Και δε μου λες ορέ Νικολό, για να 'χουμε καλό 'ρώτημα. Γιατί δεν πας ορέ να δουλέψεις;"
"Μα δεν με παίρνει κανένας Αφέντη μου για δουλειά, είμαι μουρλό" απάντησε ο Νικολός με σκυμμένο πάντα το κεφάλι, ώστε να δείχνει σεβασμό προς τον Σπύρο.
Ο Σπύρος ο Αφέντης χαμογέλασε και του είπε : "Άμα είσαι μουρλός Νικολό, άντε πήδα μες στην πηγάδα!"
και ο Νικολός ευθύς αμέσως του απάντησε: "Είπαμε μουρλός Αφέντη μου αλλά όχι και για τη πηγάδα, να σε χαρώ και τα μάτια μου!"
Ο Αφέντης γέλασε δυνατά, έδωσε στο Νικολό το ψυχικό και τον έστειλε σπίτι του, γιορτάδες μέρες...



"Χρόνια πολλά σας εύχομαι με τους φτωχούς μου στίχους
π΄έχω συνθέσει αρμονικά με της κοιλιάς τους ήχους.
Κι αν δεν μου δώστε τίποτσι δεν σας κρατώ κι αμάχη
πάντα θα εύχομαι για σας και μ' αδειανό στομάχι".
Το τετράστιχο είναι από Ομιλία του Γιάννη Πομώνη

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης...


Σε "κατάσταση έκτακτης ανάγκης" εξετάζει η κυβέρνηση, να κηρύξει το κράτος και επίσημα βάση του σχετικού άρθρου του Συντάγματος.

Έτσι παιδιά. Να καθαρίσει ο τόπος επιτέλους, να μπορέσει κι ο πρωθυπουργός να πάει στου Μπαϊρακτάρη για γιαουρτλού. Να δει άσπρη μέρα ο άνθρωπος. Να πάρει και τον Κακλαμάνη μαζί του, να πιει ένα πιοτί μήπως και πάνε τα φαρμάκια κάτω. Του κάψατε το δέντρο του ανθρώπου αλλά η γιορτή θα γίνει ρε, θέλετε δεν θέλετε!

Φήμες που θέλουν πίσω από τα γενικευμένα επεισόδια, να κρύβεται οργανωμένο σχέδιο για την ματαίωση των χριστουγεννιάτικων εορταστικών εκδηλώσεων του Δ. Αθηναίων, κρίνονται α(να)ληθείς.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Warning Shots




ΦΥΛΑΞΟΥ!


They try their best just to mash up the resistance
Warning shots and sirens from a distance
Riot gear and barricade for an instance
And the words from mi mouth, mi nuh response
Hollywood sending signals of destructionS
tereotype the ghetto youths as the bad man
Overcome the rough times and we grow strong
Step up in a life, now them want to shake we hand
We are eternal, made of the creator
Won't fall to the soul-less devastators
Divide and conquer, and try to separate us
Up to this day, them still try fi rape us...
Warning Shots - Thievery Corporation




Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Ο ορθολογισμός μου, πήγε περίπατο...


Πάντα πίστευα στον Άνθρωπο. Λυπάμαι πολύ που όσο μεγαλώνω, τόσο απογοητεύομαι από αυτόν. Λυπάμαι πολύ που διαπιστώνω καθημερινά πόσο βαθιά άρρωστη είναι ετούτη η κοινωνία που μεγαλώσαμε εμείς και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Τα παιδιά μας που κοιμήθηκαν χθες βράδυ στο σπίτι τους, σε αντίθεση με τον Αλέξανδρο που δεν γύρισε σπίτι του το Σάββατο. Σε αντίθεση με τόσα παιδιά που δεν θα γυρίσουν ποτέ.


Δεν ξέρω αν λυπήθηκα περισσότερο για το θάνατο του παιδιού ή για την διατύπωση της άποψης από έναν ξάδερφο -πατέρα δυο παιδιών- πως φταίει η μάνα του παιδιού που το είχε αμπολημένο στους δρόμους 15 χρονών. Δεν ξέρω τι φταίει και ποιος. Είμαι σίγουρη πως το μόνο που δεν έφταιγε ήταν το παιδί. Κανένα παιδί δεν φταίει για την κατάντια της κοινωνίας.


Δεν έχω τίποτα να σου πω που δεν έχει ειπωθεί. Και δακρύβρεχτα ποστ θα ανεβάσουμε όλοι και επικήδειους θ' ακούσουμε και επιστολές πολιτικών που εκφράζουν τη λύπη τους. Ποια λύπη ρε αλήτες; Ποιος ενδιαφέρεται πραγματικά;


Βγήκε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να χαρακτηρίσει το γεγονός ως τραύμα στη Δημοκρατία. Ποια δημοκρατία; Ποιος έχει ακόμα την ψευδαίσθηση πως υπάρχει σήμερα δημοκρατία; Εκτός αν θεωρείται δημοκρατία η μη απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τη δύση του ηλίου.


Στα λέω λίγο μπερδεμένα; Συγγνώμη. Έχει κολλήσει το μυαλό μου στο δολοφονημένο παιδί. Δεν το θέλω που μου συμβαίνει, είναι αυθόρμητο. Το δικό μου το παιδί είναι στο σχολείο του τώρα, φτιάχνει με τους συμμαθητές του χριστουγεννιάτικα στολίδια. Όταν γυρίσει το μεσημέρι σπίτι, θα παίξει με το πλαστικό πιστόλι που του πήρε ο θείος του και θα μου πει ξανά πως όταν μεγαλώσει θα γίνει αστυνόμος, να προστατεύει τους ανθρώπους και πάλι θα του πω τα ίδια: "Γίνε ό,τι θέλεις, ό,τι σε ευχαριστεί αλλά όχι μπάτσος. Όχι μπάτσος!".


Θα κάνουμε και πορείες, ειρηνικές. Μαζί μας θα βρουν την ευκαιρία όλοι οι άρρωστοι να κατέβουν και να βανδαλίσουν ότι βρουν. Μπορεί να σκοτωθεί και κάνας μπάτσος για αντίποινα. Ένας δικός μας κι ένας δικός σας. Πάτσι! Σαν εμφύλιος μου φαίνεται. Εμείς κι εσείς. Οι καλοί, οι κακοί κι οι άσχημοι.


Η οργή ξεχειλίζει και συμπαρασύρει τους πάντες. Δεν έχω τίποτα να σου πω, τα έχεις ακούσει όλα. Για εμένα τα λέω για να τα εμπεδώσω. Είμαι μεγάλο κορίτσι πια, θα πρέπει να σταματήσω να πιστεύω στον Άνθρωπο. Να το πάρω απόφαση. Ματαίωση, ματαίωση και μόνο ματαίωση.


Καλημέρα!

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Για ένα καθαρό σώβρακο




Αφιερωμένο στον Αφέντη



"Θέλω γυναίκα!" άστραψε ο Νιόνιος και βρόντηξε το χέρι στο τραπέζι καθώς σηκώθηκε να πάει προς νερού του. Οι γιοι του αντάλλαξαν στα γρήγορα κάποιες φοβισμένες ματιές και χωρίς κουβέντες αποχώρησαν κι αυτοί με τη σειρά τους από το πατρικό σπίτι.

Ο Νιόνιος στα 72 του έμεινε χήρος αλλά δεν είχε σκοπό να μείνει μόνος, ούτε μια μέρα! Έτσι φανερά ξαλαφρωμένος, βγήκε από την τουαλέτα αποφασισμένος να αποδείξει σε όλους πως το αίτημά του ήταν δίκαιο. Άλλωστε, τα παιδιά του ήξερε πως ήταν αδύνατον να τον καταλάβουν. Τι ανάγκη είχαν αυτά; Το βράδυ ξάπλωναν αγκαλιά με τις γυναικούλες τους, που ήταν πάντα πρόθυμες να τους κάνουν όλα τα γούστα, αν και ομολογουμένως, αυτά ήταν πολύ περιορισμένα.

Το άλλο πρωί σηκώθηκε αχάραγο σχεδόν. Πήγε στα λιοστάσια αν κι έριχνε ψιλόβροχο κι έγινε επίτηδες μούσκεμα μέχρι το κόκαλο. Κι όταν γύρισε στο σπίτι άρχισε να φωνάζει στις νύφες του να του φέρουν καθαρά ρούχα να αλλάξει. Και σώβρακο απαίτησε στεγνό, ενώ είχε φροντίσει αποβραδίς να είναι όλα λερωμένα. Εκείνες τα είχαν πλύνει μα δεν είχαν προλάβει να τα στεγνώσουν αφού ήταν βρεχούμενη η μέρα.

Δεν έχασε καιρό ο Νιόνιος, άρχισε να φωνάζει: "Γι' αυτό θέλω γυναίκα σας λέω! Για να βρίσκω ένα καθαρό και στεγνό σώβρακο, όταν γυρίζω σπίτι μου!". Κι ευθύς αμέσως άρπαξε τη καραμπίνα κι άρχισε να πυροβολεί την απλωμένη μπουγάδα. Να κάτι τρύπες οι σωβρακοφανέλες. Δεν ξέρανε τι να γίνουνε οι νύφες!

Οι μέρες περνάγανε και τα καμώματα του Νιόνιου, όλο και πλήθαιναν, προκειμένου να πείσει τους γιους του πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς μια γυναίκα στο πλευρό του. Είδαν κι αποείδαν κι αυτοί και του είπαν να κάμει όπως καταλαβαίνει. Έτσι έκαμε ο Νιόνιος, πήγε απέναντι στη Πελοπόννησο και μετά από μια βδομάδα γύρισε ζευγαρωμένος.

Την καλοδέχτηκαν τη νύφη, γιοι και νύφες και της έκαμαν το τραπέζι με ραγού και Αυγουστιάτη πρώτης τάξεως. Κι έπειτα όλοι πήγαν στα κρεβάτια τους, με τις γυναίκες τους.

Τα εγγόνια του Νιόνιου όμως, είχαν σχέδια για το νέο ζευγάρι. Μαζί και τα τρία, πήγαν έξω από το παράθυρο της κάμαρας του παππού τους κι άρχισαν να του φωνάζουν: "Απάνω τσης νόνε! Μης μας ρεζιλέψεις! Βάρτσης!". Ο Νιόνιος, δεν έχασε καιρό. Βγήκε στην αυλή με τα σώβρακα, τα καθαρά πάντως, κι άρχισε να βαράει σμπάρα στον αέρα βλαστημώντας τα εγγόνια του. Η νύφη που να σταθεί! Πέρασε την υπόλοιπη νύχτα της σε ξενοδοχείο της Χώρας και την άλλη μέρα με το πρώτο καράβι, επέστρεψε στο σπίτι της.

Ο Νιόνιος, συνέχισε να βαράει σμπάρα μια τον αέρα και μια τις μπουγάδες, ώσπου μια μέρα, ήρθε η αστυνομία και τον μάζεψε και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε ίδρυμα, έγκλειστος, χωρίς γυναίκα και χωρίς καραμπίνα. Με καθαρό όμως το σώβρακο.

Και αυτό το γλυπτό, του Ron Mueck.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Κρίση πανικού!


Η Γωγώ είναι 30 ετών. Παντρεμένη και μητέρα 2 μικρών παιδιών. Έχει έναν καλό σύντροφο που την αγαπά και τον αγαπά. Έχουν το δικό τους σπίτι -όπως το ονειρεύτηκαν-, 2 αυτοκίνητα, ψυγειοκαταψύκτη, 2 ντουλάπες γεμάτες ρούχα και κάρτες. Πολλές κάρτες. Το εισόδημά τους, από τις δουλειές που κάνουν, είναι καλό και τους εξασφαλίζει καλές συνθήκες διαβίωσης οι οποίες περιλαμβάνουν και ταξιδάκια αναψυχής σε τακτά χρονικά διαστήματα. Χωρίς την χρήση διακοποδανίου (γουαααααου)!


Μια μέρα η Γωγώ πήγε να ψωνίσει ένα παντελόνι από κάποιο εμπορικό κατάστημα. Μαζί θα αγόραζε και δυο μπλουζάκια που της γυάλισαν. Σκέφτηκε για λίγο ό,τι ανέβαινε ο λογαριασμός αλλά μετά δικαιολογήθηκε μέσα της ότι δουλεύει και το αξίζει να κάνει ένα καλό δώρο στον εαυτό της. Πήγε στο ταμείο να πληρώσει.


- "Τι σας οφείλω;" Ρώτησε την ταμεία.

- "246 ευρώ", απάντησε η ταμίας χαμογελαστή.

- "Δεχόσαστε visa;" Ξαναρώτησε την κοπέλα, δεδομένου ότι δεν είχε τόσα μετρητά.

- "Ναι φυσικά! Μόνο που δεν θα σας κάνω την έκπτωση γιατί όπως ξέρετε η τράπεζα κρατάει και μια σχετική προμήθεια από εμάς", είπε αποφασιστικά η υπάλληλος.

- "Έντάξει", απάντησε η Γωγώ με ανωτερότητα ενώ μέσα της έλεγε ό,τι δεν πρόκειται το μαγαζί να ξαναδεί την κάρτα της!


Άνοιξε το πορτοφόλι της για να πάρει την κάρτα. Τότε έπεσε το μεγάλο δίλημμα! Ποια κάρτα να δώσει η Γωγώ; Τη λιγότερο φορτωμένη; Να δώσει μήπως αυτή που έχει μικρότερο επιτόκιο;;; Μα σε εκείνη την τράπεζα δεν πηγαίνει συχνά γιατί είναι μακριά από τη δουλειά της και δεν της είναι εύκολο να πληρώνει στο αυτόματο μηχάνημα... Προβληματίστηκε και τελικά έδωσε την πρώτη που έπιασε στο χέρι της. Την παρέδωσε με τουπέ στην υπάλληλο του καταστήματος και όση ώρα αυτή έκανε τη σχετική διαδικασία χρέωσης, η Γωγώ κοίταζε το μεγάλο δερμάτινο πορτοφόλι που είχε ανοιχτό στα χέρια της. Πέντε πιστωτικές κάρτες, κάρτα μέλους στο dvd club, κάρτα μέλους στο national geographic, κάρτα έκπτωσης για το πλυντήριο αυτοκινήτων, κάρτα έκπτωσης του super market, άλλη κάρτα για άλλο super market, κάρτα έκπτωσης για κάποιο παιχνιδάδικο και δυο κάρτες ανάληψης μετρητών από ATM τραπεζών.


Βυθισμένη στις σκέψεις της, η Γωγώ. Σκέφτηκε ό,τι όλα τα pin τα έχει καταχωρήσει στο κινητό της τηλέφωνο, το οποίο διαθέτει το μόνο pin που θυμάται απέξω μιας κι έχει βάλει την ημερομηνία του γάμου της. Μετά η Γωγώ βυθίστηκε πιο βαθιά στις σκέψεις της. Αν έχανε το κινητό;;; Πως θα θυμόταν όλα αυτά τα pin;;;; Ξάφνου θυμήθηκε ό,τι τα έχει καταχωρήσει όλα σε μια βάση δεδομένων στον υπολογιστή της και ένιωσε καλύτερα. Αμέσως μετά μια δεύτερη εφιαλτική σκέψη πέρασε από το μυαλό της: Τι θα γινόταν αν ξέχναγε το password του υπολογιστή της;;; Ακόμα χειρότερα, τι θα γινόταν αν κάποιος ιός κατέστρεφε τον σκληρό της δίσκο;;;;; Άρχισε να ιδρώνει...


Πέρασαν από το μυαλό της τα δεκάδες pin, passwords, user names που χρησιμοποιεί καθημερινά. Ήταν τόσα πολλά! Το κεφάλι της άρχισε να στροβιλίζεται και τα μάτια της γέμισαν αριθμούς, γράμματα, κρυφές ερωτήσεις, e-mail accounts... Τότε η Γωγώ σωριάστηκε μεγαλόπρεπα στο πάτωμα.


Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της, βρισκόταν στο νοσοκομείο. Ένιωθε μια ελαφριά ζαλάδα και γυρίζοντας δίπλα της αντίκρισε το ανήσυχο πρόσωπο του συζύγου της.


-"Τι έπαθα;;;", τον ρώτησε.

-"Λιποθύμησες, δεν είναι τίποτα, μη φοβάσαι!" Της απάντησε καθησυχαστικά

-"Μα πως το έπαθα αυτό;;;" Ξαναρώτησε η Γωγώ.

-"Ο γιατρός είπε ότι έπαθες μια ελαφριά κρίση πανικού. Η πωλήτρια στο μαγαζί είπε ότι για κάμποση ώρα έλεγες ακατανόητα πράγματα. Αριθμούς, ονόματα, ημερομηνίες. Μετά έπεσες κάτω και κάλεσε το ασθενοφόρο. Οι γιατροί εδώ σε εξέτασαν και σου έκαναν μια ηρεμιστική ένεση. Δεν είναι τίποτα, είσαι απλά κουρασμένη."

-"Θα πάμε σπίτι;;;" ρώτησε αρκετά ανήσυχη αυτή τη φορά η Γωγώ.

-"Θα πάμε αλλά ξέρεις υπάρχει κάποιο πρόβλημα... Εεεε Έχει μπλοκάρει ο συναγερμός και δεν ξεκλειδώνει η πόρτα μας. Χρειάζεται λέει τον δεύτερο κωδικό αλλά τον είχα στο κινητό μου, το οποίο έχασα σήμερα το πρωί που πήγα για καφέ. Κάπου πρέπει να το ξέχασα. Δεν το έχω βρει ακόμα. Αλλά μην ανησυχείς. Θα βρούμε λύση..." είπε χωρίς ανάσα ο σύζυγος.


Η Γωγώ βυθίστηκε ξανά σε σκέψεις. Είδε τον εαυτό της σε μελλοντικό χρόνο να προσπαθεί να ανοίξει το καπάκι της λεκάνης της τουαλέτας αλλά να μην θυμάται τον κωδικό ούτε το όνομα χρήστη! Συμφοράααα! Τελικά μετά από ώρα αφόδευσε στη μπανιέρα κι ένιωσε καλύτερα. Δεν ένιωσε το ίδιο καλά όταν την καθάριζε. Αμέσως μετά είδε τον εαυτό της να επικοινωνεί με το help desk του δικτύου λεκανών, έμεινε όμως ώρα στην αναμονή και έτσι περιμένοντας κατουρήθηκε απάνω της... Ευτυχώς μετά από αυτό μια εξυπηρετική τηλεφωνήτρια τη βοήθησε τηλεφωνικά να ξεκλειδώσει το καπάκι κι ένιωσε τρισευτυχισμένη. Αυτές είναι σκέφτηκε οι μικρές καθημερινές χαρές της ζωής...


Έτσι βυθισμένη σε αυτές τις σκέψεις, η Γωγώ έπαθε αμόκ και άρχισε να ουρλιάζει αλλά οι γιατροί επενέβησαν άμεσα και με τη βοήθεια μιας έξτρα ηρεμιστικής ένεσης την επανέφεραν στη νιρβάνα της και στη καταναλωτική της διαδικασία.


Τέλος καλό, όλα καλά λοιπόν!