Η νόνα Αγγέλικα σηκώθηκε το πρωί, όπως κάθε άλλο πρωί, νίφτηκε κι έκατσε στη καρεκλούλα της, όπως συνήθιζε. Η γυναίκα που τη φρόντιζε τον τελευταίο καιρό, της πήγε τα φάρμακά της. Εκεί που την εκουβέντιαζε, η νόνα έγειρε πίσω κι άφησε την τελευταία της ανάσα να φύγει απαλά προς τα πάνω, σαν χαρταετός.
Έτσι η νόνα πέθανε, ήσυχα κι ωραία, στα 87 της χρόνια, καθώς γράφουν τα χαρτιά. Ώρα 9 το πρωί της Καθαρής Δευτέρας. Πλήρης ημερών, με πλήθος παιδιών, εγγονιών και δισέγγονων πίσωθέ της. Έφυγε να πάει να ανταμώσει το ταίρι της, τον αγαπημένο της Μπάμπη. Ο Μπάμπης τση Γάτας, με το όνομα, που τηνε καρτερούσε εδώ και δεκατέσσερα χρόνια άλλωστε.
Η νόνα Αγγέλικα έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, που λένε και οι ποιητάδες και μας λείπει ήδη.
Το σπίτι κοιμάται.Είναι αυτό που λένε "προχωρημένη ώρα" και το οποίο ποτέ δεν κατάλαβα, για να είμαι ειλικρινής. Πάντως είναι αργά. Νύχτα.
Από τη σοφίτα του μικρού μας, δεν έρχεται κανένας ήχος, μόνο ένα πορτοκαλί φως από εκείνο το φωτιστικό με την αστεία μορφή. Ανεβαίνω για να τον σκεπάσω κι ας είναι ζεστά. Η θλίψη μας κάνει πάντα υπερβολικούς.
Στο δωμάτιο ροχαλίζει ο έρωτάς μου και η τηλεόραση προωθεί προϊόντα που υπόσχονται ένα καλύτερο σώμα. Αναρωτιέμαι ποιος τα παρακολουθεί όλα αυτά μέσα στη νύχτα και τι νόημα έχει όλη αυτή η διαφήμιση.
Δίπλα, στο μικρό καθιστικό, ξαπλωμένος στο φουτόν είναι ο Δέλτα. Τον ακούω πότε πότε να αφήνει πνιχτούς λυγμούς επάνω στα σεντόνια. Μετά ηρεμεί. Κοιμάται για κάποια δεκάλεπτα. Ξυπνάει ξανά αλαφιασμένος, ξεφυσάει. Κι άλλοι λυγμοί, προς τους τοίχους αυτοί. Ένα τσιγάρο ακόμα και ξανά ύπνος του δεκάλεπτου.
Τον κρυφοκοιτάζω από την πόρτα που ενώνει τα δυο δωμάτια. Στέλνω μια πρόσκληση στη μνήμη μου να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που κοιμηθήκαμε στον ίδιο χώρο και πάω 12 χρόνια πίσω. Τότε που ξυπνάγαμε στο ρετιρέ μεσημέρι, μετά από άγριο ξενύχτι με το κεφάλι καζάνι και φτιάχναμε καφέ στις κατσαρόλες.
Και πιο πίσω, ακόμα. Όταν ψάχναμε τρία ολόκληρα μερόνυχτα, μαζί με την Άλφα, τον Σίγμα στη Βερανζέρου. Πάνω, κάτω, πάνω κάτω, πάνω... Ύστερα σταματήσαμε να ψάχνουμε και απλά περιμέναμε πάνω από το τηλέφωνο, για ένα σημάδι ζωής, που άργησε αλλά τελικά το είχαμε.
Τα κλειδιά του σπιτιού μου στου Γκύζη, τα είχε φάει το καλοριφέρ του αυτοκινήτου του. Δεν βρέθηκαν ποτέ. Λίγα χρόνια αργότερα το ίδιο αυτοκίνητο,έγινε σμπαράλια στο ατύχημα κι όταν πήγα και τον είδα στο νοσοκομείο μου είχε δώσει την ελπίδα πως ίσως τότε, έτσι όπως είχε γίνει -μια άμορφη σιδερένια μάζα-, να κατάφερνα να έβρισκα τα κλειδιά μου. Με αυτό σιγουρεύτηκα πως ήταν ο ίδιος ο Δέλτα αφού η παραμόρφωση που είχε το πρόσωπό του, μου απαγόρευε να τον αναγνωρίσω.
Κάνουμε το επόμενο νυχτερινό τσιγάρο μαζί. Προσπαθώ να τον παρηγορήσω για την απώλεια του αδερφού του. Μάταια. Καμιά κουβέντα δεν είναι ικανή να απαλύνει τον πόνο. Μόνο ο χρόνος ο οποίος, όπως όλοι ξέρουμε, θέλουμε δεν θέλουμε αυτός θα κάνει τη δουλειά του.
Μου λέει πως απορεί με την αντοχή των γέρων του. Του αναπτύσσω ξανά εκείνη την θεωρία μου που υποστηρίζει πως η φύση έχει προνοήσει για τους γέρους: Από ένα σημείο και μετά δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Τα περνάνε σχεδόν όλα επιδερμικά. Ό,τι και να γίνει το αντέχουν.
Ανησυχεί. Φοβάται για τους άλλους, λέει. Για τον εαυτό του, λέω εγώ. Τον αγαπάω, είναι φίλος, έχουμε ζήσει πολλά μαζί αλλά δεν μπορώ να του προσφέρω τίποτα. Τίποτα παραπάνω από το φουτόν, μια καθαρή πετσέτα κι ένα τσιγάρο ακόμα... γιατί ξέμεινε.
Οδηγώ στη Στράντα Μαρίνα με τον μισό εγκέφαλο ακόμα κοιμισμένο κι ενώ έχω φύγει πριν 2' από το Ακρωτήρι με ήλιο, ξαφνικά σκάει στο τζάμι του αυτοκινήτου μια μπόρα, σαν κεραυνός. Δευτέρα, 1η Φλεβάρη 2010... και ξέρεις πως με ενοχλούν οι Δευτέρες.
Βλέπω το καράβι να κουνιέται μες στο λιμάνι αλλά δεν καταλαβαίνω αν έρχεται ή αν φεύγει. Ξέρω πως είναι από εκείνες τις μέρες που θα ήθελα να λύνει κι εγώ να είμαι σε κάποιο deck να κουνάω μαντήλια νοητά, στο Τζάντε.
Θέλω να φτάσω γρήγορα, να είμαι στην ώρα μου, να κάνω τις πρωινές μου δουλειές και να προσπαθήσω να βρω λίγο χρόνο να γράψω κάτι που "έχτιζα" λέξη - λέξη όλη νύχτα στον ύπνο μου. Ξύπνησα κάμποσες φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας και σκέφτηκα πως είναι πολύ σημαντικό να μην το ξεχάσω αλλά δεν σηκώθηκα να κρατήσω κάποια σημείωση. Αυτά τα κάνει μόνο ο Δημήτρης που είναι μεθοδικός και επαγγελματίας. Γι' αυτό πάει μπροστά ο άνθρωπος! Όχι σαν κι εμένα τη γαϊδούρα, τεμπέλα.
Βέβαια ο Δημήτρης είναι ο Δημήτρης, εγώ είμαι εγώ, εσύ είσαι εσύ κι ο άλλος είναι ο άλλος. Μην το ψάχνεις Δευτεριάτικα. Είναι και 1η του μήνα, μην γκρινιάζεις και μη χάνεσαι σε δαιδαλώδεις σκέψεις. Δεν έχει νόημα.
Είναι κι εκείνο το τηλεφώνημα το χθεσινό, μες στο μυαλό μου συνέχεια. Εκείνο το τηλεφώνημα από την Αγγλία. Κάνει παρεμβολές στη σκέψη μου συνεχώς. Πάω να σκεφτώ κάτι και τσουπ! εμφανίζεται το τηλεφώνημα για να μου θυμίσει τη φράση που με έκανε να θυμώσω, τη φράση που με συγκίνησε κι εκείνο το σπάσιμο της φωνής του φίλου, που με έκανε να κλάψω. Μια ζωή αμφιθυμική ταλαιπωρία!
Μόλις εκατό μέτρα πριν το γραφείο, ο δρόμος έχει φρακάρει από ένα βοθρατζίδικο. Τι λέξη κι αυτή. Σκατά! μονολογώ μες στο αυτοκίνητο και παραμένω ακινητοποιημένη αφού δεν μπορώ να μετακινηθώ προς καμία κατεύθυνση.
Φτάνω καθυστερημένη στη δουλειά, ξανά. Ρουφάω ένα πορτοκάλι, μισοζαλισμένη και ανοίγω βιαστικά τον υπολογιστή. Τσεκάρω το εταιρικό e-mail, κάνω δυο, τρία απαραίτητα και κάθομαι να γράψω. Φυσικά, δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνο που έχτιζα όλη νύχτα, λέξη - λέξη γιατί δεν σηκώθηκα να κρατήσω μία σημείωση. Όπως κάνει ο Δημήτρης, που είναι μεθοδικός και επαγγελματίας...
Τουλάχιστον έξω έχει λιακάδα πια και η μέρα στρώνει σιγά - σιγά μα με την ανάλογη σταθερότητα που απαιτείται για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Άλλωστε, το καράβι το πρωί "έδενε", τώρα που σκέφτομαι καλύτερα τί ώρα ήταν.
Φεύγουν καράβια στο γιαλό, και ’γω τους γνέφω στο καλό Και ’γω τους γνέφω στο καλό, παράπονο μου Χάνομαι τώρα τις νυχτιές, μέσα στου κόσμου τις φωτιές Μέσα στου κόσμου τις φωτιές με τ’ όνειρό μου Φεύγουν καράβια στο γιαλό, και ’γω τους γνέφω στο καλό Και ’γω τους γνέφω στο καλό, παράπονο μου Φεύγουν καράβια στο γιαλό, και με τα κύματα μιλώ Και με τα κύματα μιλώ και τ’ όνειρό μου Τώρα μια πέτρινη σιωπή, είναι η δικιά μου προκοπή Είναι η δικιά μου προκοπή παράπονο μου Φεύγουν καράβια στο γιαλό, και με τα κύματα μιλώ Και με τα κύματα μιλώ και τ’ όνειρό μου Να ’σουνα θάλασσα και συ, και η ζωή μικρό νησί Και η ζωή μικρό νησί να ’ρθω ν’ αράξω Να ’χα καρδιά μα και πυγμή, όλα στη γη σε μια στιγμή Όλα στη γη σε μια στιγμή για να τ’ αλλάξω