Προσπαθώ από χθες βράδυ να γράψω λίγα λόγια για τα γενέθλια του μικρού μας Σπύρου, που σήμερα έκλεισε τα επτά. Μάταια! Δεν μπορώ να βρω ούτε τις κατάλληλες λέξεις ούτε να τις βάλω σε μια σειρά ώστε να μπορέσω να περιγράψω αυτό που νοιώθω.
Σίγουρα οι μαμάδες θα με καταλαβαίνετε και θα συμμερίζεστε τούτη την ανικανότητά μου. Είναι τόσα πολλά αυτά που πλημμυρίζουν την καρδιά και το μυαλό μου, που μου είναι σχεδόν αδύνατο να τα αποτυπώσω στα πλαίσια ενός post. Ειλικρινά απορώ πως τα κατάφερνα τις προηγούμενες χρονιές.
Νοιώθω, όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, να ξαναζώ λεπτό προς λεπτό την προετοιμασία του σώματος για την γέννηση του μικρού μας. Με τον πόνο και τις δεκάδες αγωνιώδεις σκέψεις που πέρναγαν από το μυαλό. Αλλά και μετά: την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισα, τις πρώτες κουβέντες που του είπα, την πρώτη αγκαλιά, τον πρώτο θηλασμό κι εκείνη την απίστευτη ευτυχία που δεν φανταζόμουν ποτέ στη ζωή μου ότι θα μπορούσα να βιώσω.
Για όλα αυτά και για πολλά άλλα, νοιώθω τυχερή! Απίστευτα τυχερή και υπερήφανη γι' αυτό το μικρό αγοράκι με το οποίο μεγαλώνουμε παράλληλα και το οποίο κάθε μέρα μας εκπλήσσει με μία καινούργια κίνηση, μια νέα γνώμη που θα διατυπώσει, μια απλή χειρονομία. Και τότε καταλαβαίνουμε κι εγώ και ο πατέρας του, ποιο είναι αυτό το περιβόητο θαύμα της φύσης, για το οποίο μας μιλούσαν οι μεγαλύτεροι.
Χρόνια καλά και πάλι Σπύρο μας! Να είσαι γερός, δυνατός, χαμογελαστός και τυχερός, πάντα και να φωτίζεις τις ψυχές μας με το άπλετο φως που σε λούζει!
Είμαι η Δόκτωρ Ποστ Πουρί. Δόκτωρ Παραφιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ανέμων και Υδάτων, του Βασιλείου της Μαρμαρυγής.
Δεν γνωρίζω ακριβώς πόσων ετών μπορεί να είμαι. Σίγουρα έχω ζήσει σε διάφορους αιώνες, τόπους,με διάφορους τρόπους. Σε κάθε περίπτωση, ως Δόκτωρ, είχα επιτυχία στις κοινωνικές συναναστροφές. Κάτι έκανε τους ανθρώπους να με εμπιστεύονται και να μου εκμυστηρεύονται τα πάντα ή όσα εγώ θα ήθελα να μάθω.
Τις ερωτικές ιστορίες των ανθρώπων των «ασθενών» μου, συνήθιζα να τις καταγράφω σε ένα τετράδιο το οποίο κάποια στιγμή έχασα. Διατηρώ την αμφιβολία αν το άφησα σε κάποιο άλλο Βασίλειο ή το χάρισα σε κάποιον εραστή.
Ωστόσο, καταφέρνω να διατηρώ στη μνήμη μου κάποιες ιστορίες... σαν κι αυτή:
«Ο Αφέντης Σκέτο»
Η Άννα Κλάμερ δεν ήταν πλέον κομμώτρια. Ήταν μητέρα ενός υγιούς αγοριού αγνώστου πατρός και ερωμένη του Αφέντη Σκέτο. Μετά ακριβώς δύο χρόνια από εκείνη τη μοιραία μέρα που ο Σωτήρης Σώμα της έδωσε στο χέρι ένα ζευγάρι παπούτσια από δέρμα αλιγάτορα, το ρόλεξ του -που ούτε καν ο ίδιος ήξερε πως ήταν ρεπλίκα- και λίγα χρήματα για το ταξί, μπήκε στο γραφείο μου φουριόζα, παρακάμπτοντας επιδεικτικά την διαδικασία του ραντεβού και την οποιαδήποτε συναναστροφή με την Μαρία Γραμματέα που συνήθως φύλαγε την πόρτα μου ως άλλος Κέρβερος.
Ήμουν έτοιμη να τη διώξω με την ίδια φόρα που είχε εισβάλλει στον ιδιωτικό μου χώρο δηλώνοντας το όνομά της αλλά μου έκανε εντύπωση το βλέμμα της στο οποίο αναγνώριζα εκείνη την κοινή λάμψη που έχουν οι άνθρωποι ένα βήμα πριν την τρέλλα και το ρούχο της: Ήταν πολλή ντυμένη εν μέσω καύσωνα. Έτσι, αφού της κατέστησα σαφές πως την επόμενη φορά που θα θελήσει να με δει, θα πρέπει να κλείσει ραντεβού με τη γραμματέα μου, θέλησα να μάθω το λόγο της επίσκεψής της.
Προφανώς δεν είχε ακούσει λέξη από όλα τα παραπάνω γιατί έδειχνε πραγματικά αποσβολωμένη μπροστά στη θέα ενός αντίγραφου της Γκουέρνικα του Πικάσο που βρισκόταν από πίσω μου, ανάμεσα στις δυο βιβλιοθήκες με τα επιστημονικά βιβλία, που ήταν η επόμενη στάση των ματιών της, για να ρωτήσει τελικά: "Τα έχετε διαβάσει όλα αυτά;;;" Την ερώτηση αυτή την είχαν ξεστομίσει διάφοροι ασθενείς και μη που είχαν περάσει κατά καιρούς από το γραφείο - ιατρείο μου και ενώ την είχα ακούσει τόσες φορές, δεν κατάφερνα ποτέ να μην συγχύζομαι και να μην την θεωρώ εντελώς ανούσια και κενή. Πάντα απαντούσα με τον ίδιο ειρωνικό τρόπο: "Όχι βέβαια! Είναι διακοσμητικά." Όπως όλοι έτσι κι αυτή κατάλαβε την ειρωνεία αλλά κάπου μέσα της δεν ήταν σίγουρη για το αν η απάντηση αυτή ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Άλλωστε η πραγματικότητα έχει πολλές διαστάσεις αλλά αυτό είναι θέμα κάποιας άλλης συνεδρίας...
Η πρώην κομμώτρια και νυν ερωμένη, αφού μου εξιστόρησε αυτά που ήδη ήξερα από τον Σωτήρη Σώμα, τον οποίο είχα να δω πάνω από χρόνο χωρίς καθόλου να μου λείπει, καθώς και την περιπέτειά της με το ρόλεξ ρεπλίκα που φυσικά έπιασε χαμηλότερη τιμή από τα παπούτσια που της είχε δώσει στο χέρι, πέρασε στο κυρίως θέμα που την απασχολούσε: να χωρίσει τον Αφέντη Σκέτο. Δεν ήθελε πια να είναι η Σκλάβα του όπως χαρακτηριστικά μου είπε και βρήκα χαριτωμένο το λογοπαίγνιο σε σχέση με το όνομα του εραστή της. Ωστόσο ο χρόνος μας είχε τελειώσει και το επόμενο ραντεβού μου ήταν ήδη στην αίθουσα αναμονής. Έτσι καθορίσαμε την επόμενη συνάντησή μας μετά από δυο μέρες και την αποχαιρέτησα νοιώθοντας στη χειραψία, ανυπομονησία. Το χέρι της σχεδόν μου φώναζε: "Βοήθεια!" Πράγμα που το βρήκα πολύ ερωτικό.
Στη συνάντησή μας, μετά από δυο μέρες, ήρθε λίγο καθυστερημένα, διακοσμημένη με λίγα ράμματα στην άκρη του αριστερού της φρυδιού. "Ατύχημα" μου δήλωσε καθώς καθόταν απέναντί μου προλαβαίνοντας έτσι μια ερώτηση που δεν θα έκανα ποτέ! Και τι άλλο θα μπορούσε να είναι εκτός από ατύχημα αφού δεν γνωρίζω κανέναν να αναφέρει ως ευτύχημα το οποιοδήποτε τραύμα του, από όπου κι αν προερχόταν.
Η γυναίκα αυτή, η Άννα Κλάμερ, ανησυχούσε περισσότερο για το πως θα κατάφερνε να χωρίσει από τον Αφέντη Σκέτο παρά για την τύχη του μικρού της παιδιού που μεγάλωνε μακριά της, στην αγκαλιά της Μάνας Κουράγιο στο χωριό. Δεν θέλησε να μου εξηγήσει τους λόγους απλά ήθελε υποδείξεις για το πως θα του έλεγε να χωρίσουν χωρίς να έχει άσχημες συνέπειες. Φυσικά, όπως ο καθένας ξέρει, εγχειρίδια χωρισμού δεν υπάρχουν αλλά κι αν υπήρχαν, πάντα σκεφτόμαστε την περίπτωση κάποιος να ανήκει στις εξαιρέσεις κι εδώ φαντάστηκα πως είχα μια τέτοια μπροστά μου.
Το πρόβλημα της Άννα Κλάμερ δεν ήταν ούτε το χάσμα μεταξύ των ανθρώπων ούτε η έλλειψη επικοινωνίας ή αγάπης ούτε καν το σεξουαλικό. Ήταν ο περιορισμός των ενδυματολογικών της επιλογών. "Όχι, δεν με περιόρισε ούτε μου επέβαλλε ποτέ τι θα φορέσω -εκτός σπιτιού τουλάχιστον- αλλά πείτε μου, εσείς θα μπορούσατε να ντυθείτε άνετα με τόσα σημάδια στο κορμί σας;", με ρώτησε καθώς σήκωνε το μανίκι της και μου αποκάλυπτε σημάδια από το μαστίγιο του Αφέντη Σκέτο. "Του αρέσει να με χτυπάει, να με δένει, να με βασανίζει, να είμαι η απόλυτη σκλάβα του." συνέχισε. "Το πρωί ξυπνάμε παρέα και αφού περιποιηθώ το φύλο του, καθώς του αρμόζει, τρώμε μαζί πρωινό στην κουζίνα και ταΐζουμε τα χρυσόψαρα στη γυάλα, πάνω στο πάσο. Περνάμε όμορφα, απογειώνει τις αισθήσεις μου. Με λατρεύει και λατρεύω να γίνομαι αντικείμενο ηδονής στα χέρια του. Μ' αρέσει να εφαρμόζει πάνω μου όποια καινούρια τεχνική ερωτικού βασανιστηρίου επιθυμήσει. Με ερεθίζει και μόνο η ιδέα πως ψάχνει και ανακαλύπτει συνεχώς νέα πράγματα για να τα δοκιμάσει επάνω μου. Αλλά..."
Άκουγα τον μονόλογό της και σκεφτόμουν πως θα ήθελα και η ίδια να γνώριζα κάποια στιγμή τον Αφέντη Σκέτο και -γιατί όχι;- να γνώριζα και τις περιποιήσεις του, όπως όμορφα τις περιέγραφε η Άννα Κλάμερ. Το "αλλά" της περιοριζόταν αποκλειστικά στο ότι έπρεπε να φοράει συνεχώς ρούχα που θα κάλυπταν τα σημάδια στο σώμα της και αυτό πλέον την ενοχλούσε αφόρητα, ειδικά ένα τόσο ζεστό καλοκαίρι στην πόλη, όπως εκείνο που διανύαμε την περίοδο των συνεδριών μας. Όσο κι αν τον επιθυμούσε όσο πειθήνια Σκλάβα κι αν ήθελε, να είναι στα πόδια του, υπήρχε επιτακτική ανάγκη για ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ χωρίς σημάδια κι αυτό το αίτημα, ο Αφέντης Σκέτο, δεν το κατανοούσε.
Βοήθησα την Άννα Κλάμερ να εγκαταλείψει ένα ωραίο πρωί τον Αφέντη της, αφού βέβαια είχε εκπληρώσει το πρωινό της καθήκον. Για αρκετό διάστημα μετά, συνόδευα την μοναξιά της ντυμένη με ντεκολτέ και αποκαλυπτικά μάξι φορέματα, χωρίς να την κοσμώ με ούτε ένα τόσο δα σημάδι ενώ ταυτόχρονα εγώ η Δόκτωρ Ποστ Πουρί, ντυνόμουν με λευκά μακριά λινά ώστε να μην φαίνονται και να μην ενοχλούνται από τον ήλιο οι πληγές που ο Αφέντης Σκέτο, χάραζε πλέον στο δικό μου κορμί...