Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Το τάμα (Μια ιστορία για του Αγίου, στα μεθεόρτια)



Τις προάλλες, Αγίου μέρα, φάγαμε στο πατρικό μου σπίτι, οικογενειακά. Βλέπετε ο παπάκης μου ως Διονύσης  είχε την τιμητική του και μας κάλεσε να μας κάμει το τραπέζι, όπως συνηθίζουμε εδώ και χρόνια. Τι είχε η παδέλα δεν θα πω γιατί δεν βαστάξαμε το αντέτι και κινδυνεύω να θεωρηθώ, στην καλύτερη, «κακιά νεοζακυνθινιά» και στην χειρότερη, «μωραΐτισα»!

Και αυτό είναι το θέμα της ιστορίας: οι μωραΐτες. Και είναι μια ιστορία που μας διηγήθηκε ο πατέρας καθώς τρώγαμε μετά από την δική μου τη μπηχτή ότι δεν κάναμε  το παραδοσιακό αλλά προτίμησε τη «μάμα γάλου».

Ένας μωραΐτης, το λοιπόν, πριν αρκετά χρόνια –αδιευκρίνιστο το πόσα ακριβώς- είχε κάμει ένα τάμα για το γιο του που αντιμετώπισε ένα πρόβλημα υγείας και πήρε το καράβι, μαζί με το παιδί, να έρθουνε ανήμερα Αγίου Διονυσίου, στις 17 Δεκεμβρίου δηλαδή, στο Ζάντε. Ήθελε ο καλός χριστιανός να εκπληρώσει το τάμα του κι έτσι, δεν υπολόγισε ούτε την κακοκαιρία του χειμώνα ούτε την ταλαιπωρία του καραβιού που θαλασσοδερνότανε μεσοκάναλα.

Την ώρα όμως που το καράβι, έφτανε να μπει στο λιμάνι, ήταν η ώρα που γύρναγε η λιτανεία του Αγίου στην εκκλησία και κατά το έθιμο και το νησί ετρανταζότανε από το σμπαροκόπι, τα μάσκουλα και το σένιο από τις εκκλησίες της  Χώρας. Ακούγοντας όλον αυτόν τον θόρυβο και βλέποντας τους καπνούς από τα μάσκουλα, ο δόλιος μωραΐτης, που δεν ήταν μαθημένος σε τέτοια πράματα, σκιάχτηκε! Αρπάζει τον γιο του αγκαλιά και του λέει: «Πάμε να φύγουμε παιδάκι μου, σκοτωθήκανε οι παλιόφραγκοι!», θεωρώντας πως κάποιου είδους πόλεμος γινόταν στο νησί.


Έτσι, δεν κατέβηκε από το καράβι και με το ίδιο γύρισε πίσω κι ούτε η ψυχή του άλλο πέρασε από το Ζάντε και ούτε και το τάμα εκπλήρωσε. Πιθανόν μάλιστα, να πιστεύει ότι το νησί βούλιαξε εκείνη τη μέρα ή ότι δεν έμεινε κανείς κάτοικος αφού θα σκοτωθήκαμε  μεταξύ μας… οι «παλιόφραγκοι».



Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Του Αυγούστου

 
 
Πρωί, πρωί με την τσίμπλα στο μάτι -κυριολεκτικά- είπα "έχω όρεξη να γράψω κάτι σήμερα". Από που πηγάζει η όρεξη, δεν ξέρω να σας πω. Κουρασμένη είμαι κι ετούτος ο αργόσυρτος Αύγουστος έχει βγάλει την πίστη σ' εμένα και σχεδόν σε όλους όσους γνωρίζω, εδώ στο νησί.
Περίεργος ο Αύγουστος, περίεργο καλοκαίρι. Κόσμος, χαμός! Από τη μία να λέμε "ευτυχώς που δουλεύουμε, που δουλεύουν οι επιχειρήσεις του τουρισμού, να μπορέσουμε να βγάλουμε τις υποχρεώσεις του χειμώνα" κι από την άλλη, η ανελέητη κάψα και η πέρα από κάθε υποψία κούραση, να μας γονατίζει. Κολλημένος πάνω από ένα μήνα στο ίδιο σημείο ο καιρός, με υπέρ δυνατή κόλλα στιγμής. Τουλάχιστον οι νύχτες στο βουνό, περνάνε δίχως να ιδρώσουμε.
Όλοι περιμένουμε "του Αγίου", να σηματοδοτήσει το ξελάφρωμα του νησιού από τον υπερβολικό κόσμο και να γίνει η δουλειά κάπως πιο ανθρωπινή, κάπως πιο εύκολη. Για άλλους βέβαια, σημαίνει την αρχή άλλων, νέων προβλημάτων αν δεν έχουν δουλέψει καλά ως τώρα και για τους μικρούς, το καμπανάκι πως όπου να 'ναι επιστρέφουν στα θρανία.
Αργόσυρτος ο Αύγουστος μα παρ' όλα αυτά, μου φεύγει σχεδόν, μέσα από τα χέρια. Ούτε μπάνια ιδιαίτερα, ούτε βόλτες, ούτε παρέες. Τρέξιμο, τρέξιμο, τρέξιμο! Και πάλι, όλα να μην τα προλαβαίνω. Ούτε δυο γραμμές δεν έγραψα για τα γενέθλια του μικρού μας, που έγινε δέκα ετών. Κάθε χρόνο κάτι του γράφω. Εφέτος, λέξη. Βέβαια, ενοχή δεν φορτώνομαι μιας και του δίνω από μέσα μου ό,τι καλύτερο και περισσότερο μπορώ. Δεν του λείπει το "γραφτό" μου! Ποτέ δεν του έλειψε ή δεν το αναζήτησε κι η αλήθεια είναι πως ό,τι έχω γράψει κατά καιρούς για τα παιδιά μου, είναι για να καλύψω τη δική μου την ανάγκη να εκφράσω, να επικοινωνήσω τη δική μου σκέψη και το δικό μου συναίσθημα, σε σχέση με αυτά. Όχι, τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από αυτό, έχουν ανάγκη από ουσιαστικό χρόνο που περνάω μαζί τους. Και αισθάνομαι τυχερή, που μπορώ να το κάνω!
Μια φορά μόνο, ο μικρός μας μου ζήτησε να του γράψω ένα παραμύθι με γίγαντες. Πριν 4 χρόνια ήταν. Το ξεκίνησα, με έβαλε να του διαβάσω τι είχα γράψει, δεν του άρεσε πολύ, μου είπε να το αλλάξω. Το παράτησα. Ούτε το άλλαξα ούτε το τελείωσα. Γι' αυτό, ίσως να νοιώθω μια μικρή ενοχή αλλά επινοώ πολλά παραμύθια σχεδόν καθημερινά και ένα σωρό ιστορίες για να τα ηρεμώ και να τα κρατάω λίγο φρόνιμα. Και πάντα με ακούνε με προσοχή, τους αρέσουν πολύ και δείχνουν να τα απολαμβάνουν. Μόνο που να, ο μικρός δεκάχρονος, έχει αρχίσει πια να εκλογικεύει τα πράγματα και όταν λέω για φτερωτά πλοία και σύννεφα με παντελόνια -εις μνήμην Μαγιακόφσκι- γελάει και μου κάνει συνωμοτικά νεύματα πως  δήθεν συνεργαζόμαστε για να "ξεγελάσουμε" την μικρή αδερφή του. Κι εγώ βέβαια, επιστρέφω τα συνωμοτικά νεύματα ώστε να γίνουμε "συνένοχοι" στο κόλπο. Και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι!
Μακάρι με τα κόλπα, τις ιστορίες και τα συνωμοτικά νεύματα και βλέμματα να γινόντουσαν και όλες οι δουλειές του σπιτιού που συσσωρεύονται και απλά περιμένουν πότε θα βρω το χρόνο να τις τακτοποιήσω! Αλλά τέτοια μαγικά δεν γίνονται, παρά μόνο στο σινεμά. Τώρα, μπορεί να φταίει που ποτέ μου δεν κατάφερα να πω σωστά το "Supercalifragilisticexpialidocious". Μη νομίζετε, και τώρα copy-paste το έκανα από το google.

Και καλά ο κόσμος, η κάψα, οι δουλειές... Το άγχος; Που το πας το άγχος; Μόνο οι κυνηγοί δεν έχουν άγχος! Ναι, διαπιστωμένα αλλιώς πως να εξηγήσω την οδηγική τους συμπεριφορά; Κάθε πρωί για να πάω στη δουλειά μου κατεβαίνω από το βουνό, πηγαίνω τη μικρή στον παιδικό σταθμό και μετά στο γραφείο. Τις τελευταίες μέρες που ξεκίνησαν οι κυνηγοί τις εξορμήσεις στα ορεινά του νησιού, περνάω μαρτύριο! Ο κυνηγός έχει συνήθως όχημα 4X4, που διαθέτει κουτί για τα κυνηγόσκυλα πίσω και που στις περισσότερες περιπτώσεις, κρύβει και τα στοπ και τα φλας με αποτέλεσμα να μην έχεις καμία προειδοποίηση εσύ που ακολουθείς, για την πρόθεση του οδηγού.

Ο κυνηγός πάει με 20, 30 χιλιόμετρα/την ώρα, το ανώτερο. Δεν βιάζεται. Έχει μάθει από το καρτέρι. Σηκώνεται αχάραγο και πάει στο βουνό και εκείνη την ώρα που πηγαίνει ο περισσότερος κόσμος στις δουλειές του, επιστρέφει στο σπίτι του. Δεν βιάζεται. Κοιτάει δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω, οπουδήποτε. Ο δρόμος όλο στροφές και στενός, δυνατότητα προσπέρασης σε ελάχιστα σημεία αλλά και την ώρα που πάω να τον προσπεράσω, κάτι παρατηρεί από την άλλη μεριά -δεν κοιτάει ποτέ καθρέφτη, δεν ξέρει ότι ακολουθώ- οδηγεί μες στη μέση του δρόμου, οπότε υπαναχωρώ, για να μη θέσω σε κίνδυνο το παιδί μου κι εμένα.
Δεν τα βάζω με τους κυνηγούς. Έχω μεγαλώσει σε οικογένεια κυνηγών. Ο πατέρας μου είναι ένας από αυτούς και ξέρω πόσο αγαπάει και σέβεται τη φύση. Δεν τους τσουβαλιάζω όλους ούτε τους χαρακτηρίζω φονιάδες κ.λ.π. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι όλοι τους σωστοί. Οι περισσότεροι, νεοζακυνθινοί κυνηγοί, είναι παλιοπράματα. Τα βάζω όμως με τον κυνηγό-οδηγό. Αυτόν που γυρνάει από το χόμπι του στο σπίτι του, την ώρα που  πηγαίνω στη δουλειά μου και όσο να 'ναι βιάζομαι. Είναι πολύ αναίσθητος και μάλλον τον ζηλεύω λίγο...
Είναι και οι κουβέντες του Αυγούστου κουραστικές. Πολύς κόσμος, πολλές κουβέντες. Όλοι κάτι έχουν να πουν: Από την ελληνική "διανόηση", στους τοπικούς δημοσιογραφίσκους και από τα μεγαλοκάναλα στις γιαγάδες στις γειτονιές που μαλώνουν για τα σαπουνόνερα από τις μπουγάδες που πέφτουν στις αυλές. Ναι, αυτά τα τελευταία γίνονται ακόμα, μα την αλήθεια!
Αθάνατε Έλληνα, Νεοέλληνα! Όλα τα ξέρουμε, όλα τα σχολιάζουμε, όλα τα κρίνουμε. Ελευθερία λόγου, βεβαίως! Δημοκρατία, βεβαίως! Μόνο στη σάχλα μας όμως υπάρχει ελευθερία λόγου πραγματική και δημοκρατία. Και κουτσομπολιό και συκοφαντία και ό,τι θες! Και σπάνια μια δόση λογικής, πριν ανοίξουμε τα στόματά μας και κατηγορήσουμε-κρίνουμε-βρίσουμε-δικάσουμε. Και κανένας σεβασμός στο συνάνθρωπο, τον γείτονα που ακούς το βράδυ ως και το ροχαλητό του, τόσα κοντά που είναι τα σπίτια.
Γεμίσαμε όμως τα θέατρα στα θερινά θεάματα. Συναυλίες, παραστάσεις, όλα τα είδαμε και θα δούμε κι άλλα αν και το "μπούγιο" πέρασε. Και χειροκρότημα! Πολύ χειροκρότημα! Η χαρά του καλλιτέχνη! Παίζεται το έργο και με το που βγαίνει στη σκηνή ο πρωταγωνιστής/φίλος/γνωστός/ωραίος-α που θέλουμε, δώστου χειροκρότημα! Κρατηθείτε βρε παιδιά, είναι κι άλλοι συντελεστές και περιμένουν στο τέλος την επιδοκιμασία μας! Βασταχτείτε λίγο ν' ακούσουμε το έργο! Δείξτε λίγη παιδεία! Στο Φιόρο του Λεβάντε είμαστε, που κάποτε ήταν κέντρο πολιτισμού. Κάποτε, κάποτε... 60 χρόνια συμπληρώθηκαν από τη σεισμοπυρκαγιά του 1953 και είναι λες σαν  αυτή να κατέστρεψε ό,τι σπόρο πολιτισμού είχαμε φυτεμένο τα προηγούμενα χρόνια. Βέβαια και απάνω στα χαλάσματα, κάτι λίγα καταφέρανε και ευδοκίμησαν, να γράφω την αλήθεια μα, για πόσο θα βγάζουνε καρπούς;
Θα δείξει. Για όλα θα δείξει! Αισιόδοξη δεν είμαι, στην παρούσα φάση αν και πάντα με διακατείχε η αισιοδοξία. Αισιόδοξη δεν είμαι κι ας έχει και Πανσέληνο απόψε. Μια υποψία ελπίδας όμως μέσα μου, την έχω. Κι όσο μπορώ, θα την κρατάω ζωντανή! Τ' ορκίζομαι στον Άγιο!

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Το Κλουβί του

 
Μια ωραία μέρα, εντελώς απρόσμενα και ξαφνικά, πέθανα. Στα καλά καθούμενα, που λένε! Και ήταν καλά τα καθούμενα διότι καθόμουν, στη βεράντα μου, απογευματάκι του Ιουλίου στο νησί και χάζευα τη θάλασσα και κάτι πιτσιρίκες με μικροσκοπικά μαγιώ που κολυμπούσαν κι έπαιζαν σαν τα δελφίνια.
Μόλις μου είχε φέρει η Δέσποινα, η  σύζυγος -όνομα και πράμα- τον καφέ μου τον γλυκή βραστό κι ένα ποτήρι παγωμένο νερό για την κάψα. Εκεί λοιπόν που χάζευα τα "δελφινάκια", γύρισα κι είδα τη "φάλαινα" τη Δέσποινα κι έπεσα πίσω στην καρέκλα, ξερός από θάνατο.
Εκείνη, πετάχτηκε από την δική της καρέκλα, μου έκανε την παρατήρηση που έχυσα τους καφέδες πάνω μου και στα πλακάκια της βεράντας και όταν τελικά κατάλαβε ότι ήμουν εντελώς νεκρός είπε με τη βροντερή της φωνή: "Μωρέ Παύλο, σήμερα έπρεπε να πεθάνεις, που περιμένουμε ξένους;" και τηλεφώνησε με τη σειρά, στον "κόσμο" που περιμέναμε, στον καρδιολόγο που με κούραρε -κακός του καιρός!- στον παπά της ενορίας και στα σόγια.
Αυτός ήταν ο θάνατός μου. Η καρδιά μου σταμάτησε να δουλεύει. Τα φάρμακά μου τα έπαιρνα και τη διατροφή μου, την πρόσεχα και ούτε κάπνιζα ούτε έπινα. Άντε, που και που έπινα ένα ποτήρι κρασί με τα Κωστογιωργάκια, τους φίλους μου Κώστα και Γιώργο που πηγαίναμε μαζί για ψάρεμα και παίζαμε πρέφα τα βραδάκια στη βεράντα. Πράγματα που κάνουν όλοι οι συνταξιούχοι πάνω, κάτω. Ο γιατρός έλεγε πως τα πάω μια χαρά και πως θα τους θάψω όλους! Αμ δε! Με θάψανε όλοι οι υπόλοιποι.
Τώρα για την κηδεία μου, δεν μπορώ να πω, δεν έχω παράπονο! Και κόσμος πολύς ήρθε και η Δέσποινα τα έκανε όλα καθώς πρέπει και με το παραπάνω. Και με έκλαψε και με θρήνησε και καφέδες με παξιμάδια έβγαλε και κονιάκ από το το ακριβό και βραστό, απ' όλα! Παράπονο δεν έχω! Μπορεί να μην είχα κάποιον σπουδαίο θάνατο όπως ονειρεύεται ο κάθε άνθρωπος, ούτε καν ένα τροχαίο ρε παιδί μου, αλλά η Δέσποινα τα έκανε όλα στην εντέλεια! Να το λέμε το σωστό! Πενήντα χρόνια παντρεμένοι, τέτοια περιποίηση δεν είδα σαν κι αυτή της κηδείας μου! Παράπονο δεν έχω...
Μετά, δεν ξέρω να σας πω τι έγινε. Μην περιμένετε δηλαδή πως έχω να καταθέσω μεταθανάτια εμπειρία και τα ρέστα. Ούτε φως είδα, ούτε σκοτάδι που λένε μερικοί που γύρισαν από τον αγύριστο. Εγώ πέθανα αλλά έβλεπα κανονικά τι γινόταν γύρω μου και άκουγα, μόνο που ήταν σαν να τα έβλεπα έργο, σε οθόνη κινηματογράφου ή όπως παρακολουθούμε τις σειρές στην τηλεόραση. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, σαν τηλεόραση ήταν και είχε πλάκα γιατί λένε για εσένα χωρίς να έχουν ιδέα πως τους παρακολουθείς. Η αλήθεια είναι, πως κι αυτοί, οι δικοί σου, οι φίλοι σου, οι γνωστοί και οι λοιποί, δεν έχουν ιδέα πως τους παρακολουθείς και δεν έχει και σημασία αφού παρέμβαση καμία δεν μπορείς να κάνεις μέσα από το φέρετρο.
Ένα άλλο που μου έκανε εντύπωση ήταν πως μου πήγαινε ακόμα το κοστούμι το ριγέ που είχα πάρει στο γάμο της ξαδέρφης μου της Ρούλας πριν δέκα χρόνια. Η Ρούλα δεν ήρθε στην κηδεία όμως γιατί είχαμε κάτι διαφορές με τα περιουσιακά στο χωριό και δεν είχαμε πολλά σχετικά τα τελευταία χρόνια. Η αδερφή της Δέσποινας πάντως, που επίσης δεν είχαμε σχετικά για άλλα περιουσιακά, ήρθε και με έκλαψε και παρηγόρησε και την αδερφή της. Και είπε και τις καλύτερες κουβέντες για ελόγου μου. Είδες παιδί μου; Πρέπει να πεθάνεις για να σε εκτιμήσει ο κόσμος! Δεν βαριέσαι...

Για κάμποσες μέρες μετά το συμβάν στη βεράντα, το θάνατό μου δηλαδή, και αφού έγινε η κηδεία μου, εγώ παρακολουθούσα το έργο στην τηλεόραση, όπως σας τα είπα και προηγουμένως. Μετά δεν θυμάμαι τίποτα και σταμάτησα να βλέπω ο,τιδήποτε. Και ένα ωραίο πρωί βρέθηκα μέσα σε τούτο το κλουβί. Κλουβί πουλιού. Κάνω να μιλήσω αλλά κελάηδησα. Κάνω έτσι από εδώ, φτερά. Κάνω από την άλλη, πούπουλα. Μα, τι στο καλό, αναρωτήθηκα, πουλί έγινα; Πουλί έγινα! Και με έχουν τώρα πια στο κλουβί και με ταΐζουν και με ποτίζουν και μου τα λένε κι όλα!
Δεν έχω καμιά σπουδαία ζωή αλλά και με τη Δέσποινα τόσα χρόνια, καλύτερη νομίζετε ότι είχα; Ούτε παιδιά δεν κάναμε μη χαλάσει το σώμα της, η θεόμουρλη! Δεν έχω καμιά σπουδαία ζωή αλλά καλά είναι εδώ, ήσυχα. Με φροντίζουν οι άλλοι κι εγώ δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα! Άμα έχω κέφι κελαηδάω και με καμαρώνουν τ' αφεντικά  του κλουβιού. Άμα δεν έχω, κάθομαι και τρώω κάνα σπόρι και χαζεύω γύρω, γύρω. Μια χαρά ζωή είναι! Και κάποιες φορές που ξεχνάνε την πόρτα του κλουβιού μου ανοιχτή, κάνω πως δεν βλέπω και κελαηδάω ανέμελα.
Μόνο που βρε παιδιά, φοβάμαι ένα πράγμα. Μου 'χει κολλήσει μες στο μικρό μου το κεφάλι και δεν βγαίνει. Να, όλο σκέφτομαι μην τυχόν και πεθάνει κι η Δέσποινα, γίνει κι αυτή πουλί και μου την κουβαλήσουν σε τούτο το κλουβί. Αν γίνει αυτό, πάλι θα πεθάνω! Να το ξέρετε!

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Συνταγή: Πως να μαγειρέψετε έναν λαό

 
Παίρνουμε έναν λαό κατά προτίμηση άπαχο, ταλαιπωρημένο από Κατοχή, Εμφύλιο, Χούντα, Μεταπολίτευση και ότι άλλο έχουμε την ευχαρίστηση και θεωρούμε ότι ταιριάζει στη γεύση μας. Τον μαρινάρουμε καλά, για αρκετά χρόνια σε ένα μείγμα που έχουμε προετοιμάσει με τα παρακάτω υλικά: μικροεξυπηρετήσεις, ρουσφέτια πάσης φύσεως, εύκολο χρήμα, μη εφαρμογή νομοθεσίας, φοροαπαλλαγή, διαφθορά και εκδούλευση.
 
Αφού σιγουρευτούμε ότι τον έχει ποτίσει καλά η μαρινάδα και έχουμε δημιουργήσει ένα απόλυτα πελατειακό κράτος, τον σιγοβράζουμε σε φορολογία ενώ ανακατεύουμε καλά τις κοινωνικές τάξεις, συνεχόμενα, για να μην "πιάσει" ο πάτος και χρειαστεί να αλλάξουμε κατσαρόλα-χώρα. 
 
Σταδιακά, αυξάνουμε την ένταση της φωτιάς και αναλόγως την φορολογία ενώ παράλληλα μειώνουμε τις παροχές σε παιδεία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κοινωνικές παροχές και ό,τι άλλο θεωρείται περιττό για έναν λαό που θέλουμε απλά να υποδουλώσουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός του.  Αλατοπιπερώνουμε καλά τις πληγές και συνεχίζουμε το βράσιμο.

Μετά από λίγα χρόνια βρασμού, αφαιρούμε προσεκτικά από το λαό, όλα τα περιουσιακά στοιχεία, την μνήμη, την ιστορία, τον πολιτισμό και ότι γενικά μπορεί να δημιουργήσει επιθυμία ανατροπής της κατσαρόλας με σκοπό να χαλάσει η σούπα. Σπρώχνουμε μέσα στο ζωμό, με ξύλινη κουτάλα και τις τελευταίες αντιδράσεις από κοινωνικές μερίδες που μπορεί κάπως να αντιστέκονται. Τις κρατάμε δυνατά με την κουτάλα, στον πάτο της κατσαρόλας μέχρι να σταματήσουν εντελώς να ακούγονται.

Δοκιμάζουμε το ζωμό κι αν θεωρήσουμε ότι χρειάζεται κι άλλο αλατοπίπερο ή κάποιο καρύκευμα, κατεβάζουμε από τη φωτιά, αφήνουμε τον ζωμό από λαό να κρυώσει και τον τρώμε με προσθήκη λεμονιού. Ό,τι περισσέψει το χρησιμοποιούμε ως λίπασμα.


Καλή επιτυχία!

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Δεν έχουμε Χούντα!

 
Art by Banksy

Όχι, δεν έχουμε Χούντα. Έχουμε κυβέρνηση εκλεγμένη από το λαό για το λαό.
Όχι, δεν έχουμε Χούντα. Έχουμε ηγεσία εκλεγμένη δημοκρατικά, μέσα από προπαγάνδες των ΜΜΕ και μικρο-μεγαλοσυμφέροντα.
Όχι, δεν έχουμε Χούντα. Το Κράτος έχει νόμους και η αστυνομία τους εφαρμόζει όπου και όπως κρίνει.
Όχι δεν έχουμε Χούντα. Απλά, μπορούν να σπάνε τις πόρτες των σπιτιών μας τη νύχτα και να μας συλλαμβάνουν, με εντολή εισαγγελέα.
Όχι, δεν έχουμε Χούντα! Όλα είναι εντάξει. Οι καταθέσεις δεν κινδυνεύουν!Δεν έχουμε και Χούντα! Δεν θα πληρώσεις άλλο χαράτσι, θα πληρώσεις χαρατσάκι. 
Δεν έχουμε σου λέω Χούντα! Δεν έχει σημασία αν δεν έχεις να φας, τρως και χορταίνεις δημοκρατία, μέσα στην προστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί, δεν έχουμε Χούντα!
Άνοιξε τώρα τον κουμπαρά του μικρού και τράβα  στα Τζάμπο να πάρεις πασχαλινά. Γέλασες με τη διαφήμιση, δε γέλασες; Και είσαι ελεύθερος να το κάνεις γιατί, δεν έχουμε Χούντα. Ευρωπαίε Πολίτη μου!