Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Είμαστε στον αέρα!

Μια Κυριακή -και το περίμενα πως θα 'ταν Κυριακή!- του Οκτώβρη που μόλις πέρασε, εγκαινιάσαμε, στην πάντα αγαπημένη και ιδιαιτέρως φιλόξενη ραδιοσυχνότητα του ΣΤΙΓΜΑ 97.6, την εκπομπή "Ξεφυλλίζοντας μετά Μουσικής". Μια εκπομπή για τα βιβλία και τους συγγραφείς τους. Ενίοτε και για τους αναγνώστες τους. Κι όλα αυτά με επιστέγασμα αγαπημένες μουσικές.

Μετά από τις  λίγες, πρώτες αυτές εκπομπές που βγήκαν στον αέρα μέχρι και σήμερα, νοιώθω  χαρούμενη  και ιδιαιτέρως τυχερή, επειδή έχω τη στήριξη και την αγάπη πολλών ανθρώπων. Δικών μου ανθρώπων, φίλων, αγαπημένων, συνεργατών μα και άγνωστων. Ανθρώπων που δεν γνωρίζω ή που γνωρίζω ελάχιστα μέσα από την διαδικτυακή μου δράση.
Ξέρω πως το ευχαριστώ μέσα από το  blog ίσως να είναι ελάχιστο αλλά είναι ειλικρινές. Χρωστώ κι ένα μεγάλο ευχαριστώ  και σε όλα τα παιδιά στον ΣΤΙΓΜΑ Radio, για την εμπιστοσύνη και τη στήριξη και την πολύτιμη βοήθεια.
Η απειρία μου είναι εμφανής και κάνω λάθη. Υπόσχομαι να τα διορθώσω ή τουλάχιστον να προσπαθήσω να τα διορθώσω. Το σίγουρο είναι πως ό,τι κάνω το κάνω με αγάπη. Δεν θα μπορούσα αλλιώς!

Η εκπομπή, βγαίνει στον αέρα του ΣΤΙΓΜΑ κάθε Κυριακή 11π.μ. με 12μ.μ.. Για όποια ή όποιον επιθυμεί να ακούσει τις προηγούμενες εκπομπές, είναι συγκεντρωμένες όλες εδώ και κάθε εβδομάδα θα ανεβαίνει η καινούργια.

Για βιβλιοπροτάσεις, σχόλια και ό,τι άλλο προκύψει μπορείτε να επικοινωνείτε στη σελίδα της ομάδας στο FB, "Ξεφυλλίζοντας μετά Μουσικής" ή via e-mail στο stigmabook@gmail.com .

Καλές ακροάσεις και καλές αναγνώσεις!

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Το Μολύβι που δεν ήθελε να γράψει

 
 
Ήταν κάποτε ένα μολύβι που δεν ήθελε με τίποτα να γράψει. Ήταν όμορφο πολύ,  γκρίζο και ψηλό με καπέλο από γομολάστιχα. Όλοι το λαχταρούσαν κι όλοι επιθυμούσαν να γεμίσουν  σελίδες, μαζί του. Μάταια. Το μολύβι αυτό, δεν ήθελε με τίποτα να γράψει.
Τι το χάιδευαν, τι του γλυκομιλούσαν, τι το καλοέξυναν με τις καλύτερες ξύστρες της αγοράς. Τίποτα αυτό, εκεί! Δεν έγραφε ούτε μια τόση δα γραμμούλα ούτε μια τόση δα κουλουρίτσα.
Ο κύριος που το πουλούσε στο μαγαζί του αν και του του το είχαν επιστρέψει πολλές φορές πελάτες πίσω -αφού όταν πήγαιναν να γράψουν, εκείνο δεν έγραφε- επέμενε να το έχει στη θήκη με τα άλλα μολύβια για πούλημα. Κι ας ήταν πιο κοντό από τα άλλα επειδή το είχαν ξύσει κάμποσες φορές.

Κάθε φορά που κάποιος το αγόραζε, το έξυνε και το επέστρεφε ακόμα πιο μικρό ώσπου μίκρυνε τόσο που δεν φαινόταν μέσα στην μολυβοθήκη, ξεχάστηκε και κανείς δεν το αγόραζε πια αφού ούτως ή άλλως, δεν ήθελε να γράψει.
Κάποτε, ένα κοριτσάκι που θα πήγαινε για πρώτη φορά στο σχολείο, πήγε με τον μπαμπά του να αγοράσουν μολύβια, τετράδια και ξυλομπογιές. Άπλωσε η μικρούλα το χέρι της να πάρει ένα μολύβι από τη μολυβοθήκη αλλά δεν έφτανε καλά. Τεντώθηκε, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να το πιάσει μα το μόνο που κατάφερε ήταν  να αγγίξει τη μολυβοθήκη λίγο στην άκρη της, εκείνη να πέσει στο πάτωμα να αναποδογυριστεί και όλο το περιεχόμενό της να βρεθεί μπροστά στα παπούτσια της μικρής. Η μικρή, από την τρομάρα της για τη ζημιά, έτρεξε και αγκάλιασε το πόδι του μπαμπά της κι άρχισε να κλαίει.
Ο μπαμπάς της μικρής, καθόλου δεν την μάλωσε. Μόνο της σκούπισε με το μαντήλι του τα δάκρυα και αφού μαζί ζήτησαν συγγνώμη από τον κύριο που είχε το μαγαζί με τα μολύβια, άρχισαν να τα μαζεύουν από το πάτωμα και να τα τοποθετούν, πίσω στη θέση τους, στη μολυβοθήκη. Τότε, το κορίτσι που θα πήγαινε για πρώτη φορά σχολείο, ανακάλυψε το μολύβι που δεν είχε ποτέ του γράψει. Κι έτσι μικρούλι που το είδε κι εκείνο, της φάνηκε πως ήταν στα μέτρα της και ζήτησε από τον μπαμπά της να της το αγοράσει.
Εκείνος, στην αρχή έφερε κάποιες αντιρρήσεις γιατί του φάνηκε μικρό και ακατάλληλο το μολύβι αλλά στο τέλος δέχτηκε να της κάνει το χατήρι και να της το αγοράσει. Στο ταμείο, ο κύριος εξήγησε στη μικρούλα πως αυτό το μολύβι δεν ήθελε να γράψει και όλοι το επέστρεφαν πίσω και της πρότεινε να διαλέξει κάποιο άλλο που θα έγραφε μια χαρά. Εκείνη όμως επέμενε να το πάρει και ήταν σίγουρη, πως θα έγραφε τελικά.
Μετά από λίγη ώρα, το κοριτσάκι στο σπίτι του, κάθισε στο τραπέζι, άνοιξε το καινούργιο  τετράδιο στην πρώτη τη σελίδα και πήρε το μολύβι στο χέρι της, να φτιάξει μια γραμμή. Όμως, το μολύβι ούτε αυτή τη φορά ήθελε να γράψει.
Το κοριτσάκι το άφησε πάνω στο χαρτί, έσκυψε από πάνω του και το παρατήρησε προσεκτικά. Όταν ανακάλυψε κοντά στη γόμα του μια μικρή κουκκίδα, κατάλαβε πως από εκεί το μολύβι άκουγε και άρχισε να του μιλάει:
"Αν δεν θέλεις να γράψεις εμένα δεν με πειράζει, θα σε κρατήσω για συντροφιά και δεν θα σε ξαναπάω στο μαγαζί που πουλάει μολύβια. Αν θέλεις να γράψεις, έλα να γράψουμε πρώτη φορά μαζί. Σου υπόσχομαι ότι θα μάθω   να κάνω το "α", το "ο" κι όλα τα γράμματα κι όλους τους αριθμούς του κόσμου και θα ζωγραφίζω τις ωραιότερες ζωγραφιές,  θα στα μάθω κι εσένα όλα! Θα γράφουμε παρέα!"
Το μολύβι δεν κουνήθηκε από τη θέση του και το κορίτσι δεν ήξερε αν την άκουσε μα όταν το ξαναπήρε στα χέρια της και προσπάθησε να κάνει μια γραμμούλα στο χαρτί, εκείνο έγραψε πρώτη φορά μαζί της! Κι εκείνη έγραψε πρώτη φορά μαζί του. Κι ήταν πολύ, πολύ χαρούμενη!
Από τότε, το κορίτσι και το μολύβι που δεν ήθελε να γράψει, έγιναν αχώριστοι φίλοι. Όλα μαζί τα γράφανε και τα μαθαίνανε και δεν χρειάστηκε ούτε να το ξύσει καν γιατί το μολύβι πια, ήθελε να γράψει.



Τα παιδιά μας, ιδιαίτερα η μικρή, μου ζητούν συνεχώς να τους λέω παραμύθια. Κάθε φορά και άλλα, καινούργια. Πολλές φορές σκαρώνω ένα παραμύθι που μπορεί να τους αρέσει κι όταν μου το ξαναζητούν το ίδιο, δεν το θυμάμαι να το ξαναπώ και διαμαρτύρονται! Αυτό το παραμύθι, το είπα στην μικρή μας την περασμένη εβδομάδα κι επειδή της άρεσε, το κατέγραψα για μελλοντική χρήση. Διαπιστώνω, πως μου αρέσει πολύ  να γράφω παραμύθια για τα παιδιά μας!

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Έχω απόψε ραντεβού!

Σήμερα στις 8.30 μ.μ., στον υπέροχο κήπο του Barrage στο Αργάσι, έχουμε ραντεβού! Θα μιλήσουμε και θα παρουσιάσουμε τα δύο νέα βιβλία της αγαπητής ζακυνθινοπούλας  Διονυσίας Μούσουρα - Τσουκαλά. Σας περιμένουμε με χαρά!


Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Ο Θεός στην πόλη σας (για μία και μοναδική εμφάνιση)!





Μια μέρα ήρθε στο νησί μας ο Θεός, για μία και μοναδική εμφάνιση, και ήταν βιαστικός γιατί τον περίμεναν και σε άλλους τόπους.

Ο κόσμος μαζεύτηκε από νωρίς για  να τον συναντήσει και είχε μεγάλη αγωνία για το τί είχε να πει. Κάποιοι τον είχαν ξαναδεί και νομίζω πως ήταν αυτοί που είχαν τη μεγαλύτερη αγωνία από όλους. Πήγα κι εγώ με μεγάλη περιέργεια.

Περιμέναμε ώρα για να έρθει, ένα γεροντάκι πιο πέρα αγανάκτησε και αναγκάστηκε να πάρει χάπι για την υπέρταση. Όσο περιμέναμε οι παρατρεχάμενοι του Θεού, που σε κάθε τους κίνηση, λέξη, ματιά διαπίστωνε κανείς την προσήλωσή τους, μας μιλούσαν ασταμάτητα για τις περγαμηνές που τον συνόδευαν, για τους επαίνους, τις βραβεύσεις, τις επιτυχίες αλλά και για το φορτωμένο του πρόγραμμα στο οποίο κατάφερε να στριμώξει και την επίσκεψή του στον τόπο μας ώστε να μας βοηθήσει.

Μετά από ώρες εμφανίστηκε και το καταλάβαμε από τα χειροκροτήματα των ανθρώπων που τον είχαν συναντήσει ξανά. Είχε μια εντυπωσιακά μεγάλη κοιλιά και δεν είχε γι' αυτόν καμία σημασία αν κάποιοι από εμάς δεν πιστεύαμε πως ήταν πράγματι ο Θεός, αρκούσε που το πίστευε ο ίδιος.

Άρχισε να μιλάει γρήγορα και κάπως φλύαρα και γελούσε μόνος του με αστεία που δεν καταλαβαίναμε και πολύ αλλά συνεχίσαμε καρτερικά να περιμένουμε να ακούσουμε το τί είχε να μας πει.


Έδειχνε με το δάχτυλο άτομα από το κοινό και άρχιζε να κάνει λίγες μα πολύ προσωπικές ερωτήσεις που τον οδηγούσαν σε μια πολύ συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση δικής του ανακάλυψης, αρκετά ασφαλή ώστε να βγάζει συμπεράσματα για τον καθένα ξεχωριστά, καθόλου όμως κολακευτικά για τον αποδέκτη.


Μου θύμισε κάποια φάση της εφηβείας μου που αναζητούσα στην αστρολογία απαντήσεις για την ανθρωπότητα και μια φορά είχα πέσει πάνω σε ένα κείμενο που περιέγραφε τους ανθρώπους με το ίδιο με εμένα ζώδιο ως τα χειρότερα πλάσματα του Σύμπαντος. Εκείνο το κείμενο το είχα πετάξει στα σκουπίδια κάπως ενοχλημένη.

Τον Θεό, μείναμε ώρες να τον ακούμε να αναδεικνύει τη χειρότερη πλευρά του κάθε χαρακτήρα γύρω του. Δεν ακούσαμε κανένα καλό παρά μόνο ελαττώματα, πανικούς, μανίες και προβληματικές συμπεριφορές.

Μπήκαμε σε μια σειρά που αυτός όρισε ανάλογα με το κέφι του και με τις υποδείξεις των παρατρεχάμενων και ένας, ένας πήγαμε δίπλα του για να μάθουμε πόσο σοβαρό πρόβλημα ύπαρξης έχουμε και πως μπορεί να μας βοηθήσει, ο Θεός.

Όταν έφτασε η σειρά μου, είχα ήδη εκνευρισθεί από την αναμονή και από την αφέλεια μου να μπω στη διαδικασία αυτή για να ακούσω το πόσο προβληματικός άνθρωπος είμαι και τελικά να πάρω το μαγικό χαρτάκι που έδινε σε όλους αλλά ήταν το ολόδικό μου μαγικό χαρτάκι με τη συνταγή που θα με έκανε έναν φυσιολογικό, ισορροπημένο άνθρωπο και που δεν ήταν άλλη από την αγορά και ανάγνωση μερικών από των σοφών βιβλίων του Θεού, τα οποία έχουν την ικανότητα να γιατρεύουν τα πάντα. Είναι κοινώς:"δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν".

Εν τω μεταξύ, όσο πέρναγε η ώρα τόσο μεγάλωνε η προσέλευση του κόσμου για την tête-à-tête συνάντηση με τον Θεό και το πράγμα φαινόταν να τραβάει μακριά έτσι που σίγουρα ο Θεός θα έπρεπε να ξενυχτίσει για να μπορέσει να τους δει όλους και να βεβαιωθεί ότι δεν θα έφευγε κανείς χωρίς να αγοράσει ένα τουλάχιστον από τα βιβλία του, ακούραστος και έτοιμος να βοηθήσει όποιον τον έχει ανάγκη. 

Σίγουρα, ο Θεός δεν χρέωσε κανέναν από εμάς για τις υπηρεσίες του κατευθείαν, αλλά όπως μας ενημέρωσε η υπεύθυνη πώλησης βιβλίων παραδίπλα του: "Το κόστος των βιβλίων είναι μηδαμινό μπροστά στην προσφορά  του, προς εσάς γι' αυτό μην το σκέφτεστε και αγοράστε τα βιβλία!".

Έφυγα κάπως μπερδεμένη, σίγουρα κουρασμένη και ζαλισμένη από τον κόσμο, τις κουβέντες, τα βιβλία και την απόλυτη, τυφλή  πίστη κάποιων ακόλουθων που ενώ βελτίωση δεν έχουν δει βέβαια -σε πολύ σοβαρές παθήσεις κυρίως, που κουβαλούν-  πιστεύουν ότι δεν έχουν διαβάσει αρκετά βιβλία ακόμα.

Μετά από κάποιες ώρες μία σκέψη κυριάρχησε στο μυαλό μου και κυριαρχεί ως σήμερα: Όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχουν προβλήματα που θα επιζητούν επίλυση  και αυτοσχέδιοι θεοί που με μικρό ή μεγάλο αντίτιμο, μέσα από καλοστημένες επιχειρησούλες, θα υπόσχονται μια καλύτερη ζωή και ίαση. Και πάντα το θέμα θα είναι όχι αν πιστεύεις σε αυτούς τους θεούς εσύ αλλά πόσο αυτοί πιστεύουν ότι είναι θεοί.


Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο με πολύ αγάπη στην αγαπημένη φίλη μου Αγγελική που σήμερα εχει γενέθλια. 

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Για την Ελευθερία μας

Μεγαλοβδόμαδο, λοιπόν. Περνάει ο καιρός, πότε γρήγορα και πότε αργά. Πότε δύσκολα και πότε εύκολα. Μεγαλοβδόμαδο.Η αδερφή μου μού είπε "Μεγάλη Εβδομάδα των παθών και των λαθών" και μου άρεσε.

Μου αρέσει το Πάσχα, το έχω ξαναγράψει αρκετές φορές. Όλη αυτή η αναγέννηση της Φύσης, ο συμβολισμός του Θείου Δράματος, η έλευση του καινούργιου, το φως, το μεγάλωμα της ημέρας, τα χρώματα, τα αρώματα τα έθιμα (αντέτια αγαπημένα!).

Μεγαλοβδόμαδο έχουν συντελεστεί μερικά από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής μου: Η απώλεια ενός πολυαγαπημένου μου προσώπου αλλά και η γέννηση της μικρής μας Ελευθερίας.

Την Μ. Παρασκευή, η Ελευθερία θα γίνει τριών ετών κι αν με ρωτήσεις να σου πω πως πέρασαν κιόλας τρία χρόνια από τότε που πρώτη φορά την αντίκρισα στα χέρια του μαιευτήρα, δεν ξέρω να σου πω!

Σίγουρα ξέρω όμως, πως για το σύντροφό μου και εμένα, η Ελευθερία ήταν ένα δώρο ζωής που ήρθε στην πιο κατάλληλη χρονική στιγμή, μιας και οι δύο νοιώθαμε απόλυτα ώριμοι για να υποδεχτούμε ένα δεύτερο παιδί, και με τη γέννησή της μας έδωσε -εκτός από χαρά- και ελπίδα σε μια περίοδο που την χρειαζόμασταν όσο τίποτε άλλο!

Ακόμα, ξέρω σίγουρα πως ο ερχομός της, έκλεισε  και επισφράγισε  τον κύκλο της οικογένειάς μας που χωράει μέσα του όλη την αγάπη, τη φροντίδα, την έννοια, την αφοσίωση, την πίστη και πολλά άλλα, και των τεσσάρων μελών που την αποτελούν προς εμάς τους ίδιους αλλά και προς τα έξω. 

Νοιώθω ευτυχής και πλήρης για τον κύκλο αυτό. Ξέρω πως θέλει κόπο και διαρκή φροντίδα για να διατηρηθεί άρρηκτος. Βλέπω όμως τα χαμόγελα και τα χαρούμενα μάτια των δύο μικρότερων μελών και παίρνω δύναμη για να συνεχίσω να τροφοδοτώ τον κύκλο μας και λέω μέσα μου: "σίγουρα κάτι κάνουμε σωστά, δεν μπορεί!". Τα μάτια και τα χαμόγελα των παιδιών, δεν λένε ποτέ ψέματα, πρόσεξέ τα και θα καταλάβεις.

Εύχομαι τούτο το Πάσχα, όλα τα παιδιά του κόσμου να έχουν την ευκαιρία να χαμογελάσουν, να έχουν την ευκαιρία να αγαπηθούν, να νοιώσουν φροντίδα και χάδι αληθινό, να μη χρειαστεί να κλάψουν γιατί τους λείπει η τροφή, η στέγη, η αγάπη, η ασφάλεια. 

Εύχομαι ακόμα, στη μικρή μας Ελευθερία, να είναι πάντα υγιής σε όλα της! Να λάμπουν χαρούμενα τα μάτια της και να έχει την τύχη που αξίζει σε κάθε παιδί! Να είναι το φως το ανοιξιάτικο, που μας ζεσταίνει τα φυλλοκάρδια και η μυρωδιά χιλίων αγριολούλουδων που θεραπεύει την ύπαρξή μας!

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Όνειρο, η έξοδος τσι Αγορές! (Το έγλεπα το όνειρο το έγλεπα το θάμα!)

Άκου να σε χαρώ ένα όνειρο που έγλεπα εψές!

Εκαθόμουνα λέει και θάμαζα τη μπελέτσα μου σε έναν καθρέφτη και σ' ένα καιρό ακούω φασαρία όξω στη μπασία. Κοζάρω από το παρεθύρι και γλέπω το σέμπρο μας μ' έναν βαστάζο που έφερνε  νοβιτά. "Ετοιμαστείτε, θα βγουμε όξω, τσι Αγορές!", έλεε.

Κάνω έτσι, ανοίγω το παρεθύρι, τσι ρωτάω:"Ορέ βεραμέντε θα βγουμε ή μπαρτζολετάρεις;". "Μα τ' Άγιο Λείψανο, ναίσκε Κυρά μου! Όρντινα του Πρεβεδούρου να ετοιμαστούμε ούλοι μας!", μου λέει εκειός, ο βαστάζος και πως να μην τον αφιδευτώ, με τέτοιο όρκο; Να χαρείς!

Φωνάζω τση Πηγής, τση δούλας μου, τση δίνω και ρεγάλο να τσι πάει για τη νοβιτά, βεραμέντε, δελέγκου και μετά ευτούνοι, πάνε καλιά τσους κι η Πηγούλα που τον αγάπαε τον βαστάζο τσι φώναζε: "Μπαμπάκια η ρούγα σας!".

Έρχεται απάνου  η Πηγή, τηνε βάνω με πλένει, με σενιάρει, φωνάζει και τον Άντζουλο να ετοιμάσει τη λεντίκα μου, να βγω κι εγώ στον Πλατύφορο για τσι αγορές.

Σ' ένα καιρό, ξεκινάμε με τσι λεντίκες και από τα άλλα αρχοντικά το γύρω και επηγαίναμε στο Φόρο. Κάνω έτσι να σιάξω τα βελέσια μου, να 'μαι σεστάδα, τι να ειδώ; Ξεκουρβουλωμάρα! Δεν εφόρια παπούτσια, εφόρια κάτι κλαρόνια τρούπια! Κόβω ένα σάρτο όξω από τη λεντικά και μπαίνω σε μία καντουνάδα αλλά δεν ημπόρια να τρέξω με τα κλαρόνια!

Και να 'ναι, τσι παραθύρες κόσμος και να γελάει μ' εμένανε που έτρεχα μήτε μουρλή να πάω στο αρχοντικό μου και να με κογιονάρουνε! Από ένα δίπατο μου 'ρθε και καθικιά μες στα μούτρα κι από ένα άλλο, μου κάμανε το βελέσι μουσκίδια, με μπροκολόζουμο. Κι όλο εγελάγανε με το κάζο μου!

Φτάνω με τα πολλά στο αρχοντικό να βρω την Πηγή να τηνε τσουρομαδήσω που μ' άφηκε και βγήκα όξω με τα κλαρόνια τσης. Πουθενά η βουρλισμένη, εκρυβότουνα! Τηνε βρίσκω στο κατώι, κρυμμένη, πάω να τση δώκω χαρμπετία, "Μη με βαρείς Κυρά μου, να χαρείς ό,τι αγαπάς!", μου λέει το έρμο θυληκό και τηνε λυπήθηκα γιατί είμαι και πονετικιά κι ευτούνη κομμάτι σενσάδα,  ο διάσκαντζος! 
 Έδωκα τόπο τση οργής μου και πισωπλάτησα να πάω στην κάμαρά μου κι εκείνη τη στιγμή, ακούω την Πηγούλα  με ατζάρντο: "Κυρά μου, ήθελες άστε ντουε να βγεις τσι αγορές και δεν εγνοιάστηκες αν είσαι ποδεμένη μήτε αν είναι η νοβιτά βέρα ή σε κογιονάρουνε ο σέμπρος και ο βαστάζος...". Κι έδε κει εκατάλαβα την πάρτε που μου εκάμανε, σέμπρος, βαστάζος και μην το γελάς, ακόμα κι εκειός ο ίδιος ο Πρεβεδούρος!

"Α μόντε!" εφώναξα και ξύπνησα από το σκόρσο! Κι όποιος νογάει  και είναι γκιούστος, τονε παρακαλώ να μου το εξηγήσει τ' όνειρο! Γιατί, μεγάλη σύγχηση έλαβα και με ζώνουνε τα φίδια μην πα' και μου βγει!