Για χρόνια κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι μου. Το
έπαιρνα μαζί μου και στις διακοπές με τους γονείς. Δεν ήταν αυτό το
είδος του "φανταστικού φίλου" που γνωρίζουμε. Ήταν ο "φανταστικός
εχθρός". Ένα πλάσμα με σώμα ανθρώπινο και κεφάλι που μια θύμιζε γάτα και
μια σκύλο.
Το είχα δημιουργήσει στο κεφάλι μου πριν ακόμα μάθω
για την ύπαρξη του αιγυπτιακού θεού που αποκαλούν Άνουβι, που τόσο
έμοιαζαν. Ίσως να τον είχα κουβαλήσει στο υποσυνείδητό μου ως
κληροδότημα μιας προηγούμενης ζωής. Δεν ξέρω. Ξέρω πως με τρόμαζε.
Τις
νύχτες φοβόμουν ότι θα βγει από κάτω από το κρεβάτι και θα χωθεί στα
σκεπάσματά μου με μοναδικό σκοπό να εισχωρήσει μέσα στο κεφάλι μου από
την είσοδο των αυτιών μου. Κοιμόμουν κοιτώντας το ταβάνι με τις παλάμες
να προστατεύουν τις διόδους των αυτιών. Του έκλεινα τις πόρτες.
Μετά
γνώρισα ένα αγόρι στην Α' δημοτικού και είχαν τα ίδια μάτια. Το
αγαπούσα αυτό το αγόρι και το φοβόμουν κάπως, επειδή έμοιαζε με Εκείνο.
Όταν το καλοκαίρι φύγαμε για το νησί, ανακουφίστηκα. Δεν θα ξαναέβλεπα
αυτό το αγόρι, ποτέ.
Ούτε Εκείνο, με ακολούθησε στο νησί. Μπορούσα επιτέλους να κοιμάμαι άνετα, χωρίς να χρειάζεται να προστατεύω τα αυτιά μου.
Πολύ
αργότερα, στα χρόνια της σχολής, γνώρισα ένα αγόρι και το ερωτεύθηκα
πολύ. Τα μάτια του ήταν ίδια με Εκείνου. Όταν με κοίταζε βαθιά, τρόμαζε
όλο το Είναι μου. Περάσαμε καλά και κακά. Δύσκολα και εύκολα.
Κοιμόμασταν αγκαλιά και πρόσεχα πάλι, λίγο, τ' αυτιά μου. Τον
εγκατέλειψα και κοιμόμουν ξανά όπως ήθελα.
Γνώρισα
κι άλλους ανθρώπους, με τέτοια μάτια. Καμία εντύπωση δε μου έκαναν πια.
Νομίζω πως, καλά καλά, δεν θυμάμαι εκείνα τα μάτια του Εκείνου. Και
κοιμάμαι καλά, χωρίς να προσέχω τα αυτιά μου.