Κάθε μέρα στο καφενείο τσι φλόμωνε ούλους
στο ψέμα! Όπως τονε βλέπανε να πλησιάζει, "αριβάρισε ο ψεύτης" ηλέγανε.
Ούλοι όμως άκουγαν τσι ιστορίες του σιωπηλοί τόμου τα ψέμματά του τα
έλεγε όμορφα.
Μια μέρα όπου εκαθάντουνα στο καφενείο, είπε:
"Ακούτε παιδία ένα παράτο! Επήγα για τρυγόνια τσι άλλες και δεν ήτουνα τσίπουτες! Ορέ δεν είδα ούτε πούπουλο! Εκαθόμουνα το λοιπό έδε κει στο πόστο και εκοίταα προς τα κάτου προς τον λόγγο και λέω, τι να κάμω να περάσει κομμάτι η ώρα; Κοιτάω ένα γύρο ήτουνα κάτι πέτρες μεγάλες, λέω, θα σπρώξω καμία προς τα κάτου αν δω πούθε να φτάνει. Αμποσάω μία με δύναμη, αμολιέται στην κατηφοριά και επήαινε. Περνάει ένα σκίνο, περνάει δεύτερο, στον τρίτο ακούω ένα "άου, άου". Πάω κοντά, τι να ειδώ; Ένας λαγός σκοτωμένος μες στον σκίνο! Ένα θερίο! Τον επήγα τση γυναίκας και τον έκαμε σάρτσα!"
Μια μέρα όπου εκαθάντουνα στο καφενείο, είπε:
"Ακούτε παιδία ένα παράτο! Επήγα για τρυγόνια τσι άλλες και δεν ήτουνα τσίπουτες! Ορέ δεν είδα ούτε πούπουλο! Εκαθόμουνα το λοιπό έδε κει στο πόστο και εκοίταα προς τα κάτου προς τον λόγγο και λέω, τι να κάμω να περάσει κομμάτι η ώρα; Κοιτάω ένα γύρο ήτουνα κάτι πέτρες μεγάλες, λέω, θα σπρώξω καμία προς τα κάτου αν δω πούθε να φτάνει. Αμποσάω μία με δύναμη, αμολιέται στην κατηφοριά και επήαινε. Περνάει ένα σκίνο, περνάει δεύτερο, στον τρίτο ακούω ένα "άου, άου". Πάω κοντά, τι να ειδώ; Ένας λαγός σκοτωμένος μες στον σκίνο! Ένα θερίο! Τον επήγα τση γυναίκας και τον έκαμε σάρτσα!"
Kανείς δεν εμίλησε αλλά ούλοι λέγανε μέσα τσους για τον μπαγάσα που τσου αμπόλησε τέτοιο ψέμα.
Παραπέρα εκαθόντουνα ένας άλλος που άκουγε με προσοχή και άρχισε να μιλεί.
"Βρε παιδία, να σας πω εγώ τι μου σύμβηκε; Όξω από τον σταύλο που έχουμε τα ζωντανά, επέταγα τσι κροπίες κι ήρθανε κι εφτάσανε ίσα με τη σκέπαση. Πάω ένα πρωί και τί να ειδώ; Απάνω ψηλά στην κορυφή είχε φυτρώσει μία μπροκολίνα. Κι όλο εμαγάλωνε ώσπου εθέωσε και είπα αν τηνε κόψω. Έφερα λοιπόν το πριγιόνι και με τσι γιους μου εκόβαμε και εφορτώναμε το κάρο. Δυόμιση καρίες εφορτώσαμε κι ετρώαμε ένα μήνα από δαύτο!"
Ο πρώτος, ο γνωστός ψεύτης, μετά από αυτό εσηκώθηκε κι έφυγε προσβεβλημένος ότι ο άλλος είχε πει μεγαλύτερο ψέμα από δαύτονε. Κι όταν έφτασε στην πόρτα του καφενείου, εγύρισε προς το μέρος του δεύτερου και του είπε: "Όρσε μες στα μάτια σου που ήρθες να μας πεις τέτοια ψέμματα!".
(Η μάντσια είναι αληθινή και μου την διηγήθηκε ο πατέρας μου. Τα ονόματα παραλείφθηκαν για ευνόητους λόγους.)