Ο Βιτόριος το λοιπόν, κατάγεται από καλή οικογένεια της Αργεντινής, οικονομικά επιφανής. Μια μέρα ο πατέρας του, πήρε μια γκόμενα Ουρουγουανή που είχε και πήγανε διακοπές στα Φίτζι. Άφησε τον Βιτόριο να προσέχει το εργοστάσιο, όσο θα έλειπε. Ο Βιτόριο αμούστακο παιδί –μόλις 16 ετών- χρειάστηκε 3 μέρες για να ρίξει την αυτοκρατορία του πατέρα του.
Ήθελε να κάμει το καλό αφεντικό και κατέβηκε στο διάλειμμα των εργαζομένων να κολατσίσουνε παρέα. Ε, κάποιος εργάτης έβγαλε κάτι ζάρια, μικρό παιδί ο Βιτόριος, δεν ήθελε και πολύ… Τα έπαιξε όλα και τα έχασε όλα! Όταν κατάλαβε ότι έχασε και το τελευταίο πράγμα που του είχε απομείνει (δεν μπορώ να σας πω ποιο ήταν, για λόγους ευθιξίας), σκέφτηκε καλά και αποφάσισε ότι ο μόνος δρόμος ήταν η φυγή. Τα μάζεψε λοιπόν κι έφυγε μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, λαθρεπιβάτης, σε πλοίο φορτηγό, προς άγνωστη κατεύθυνση. Φοβόταν πιο πολύ το να γυρίσει ο πατέρας του και να τον βρει ακόμα στην Αργεντινή. Η γκόμενα από την Ουρουγουάη ήξερε κουνγκ-φου και συνήθως ο πατέρας του Βιτόριο, την έβαζε να καθαρίζει για πάρτη του όταν είχε μπλεξίματα με τα καρτέλ της κοκαΐνης. Ο Βιτόριος την έτρεμε πραγματικά!
Μετά από μέρες ταξίδι, το πλοίο έπιασε λιμάνι και ο Βιτόριος που τόσες μέρες ζούσε με κονσέρβες, κατέβηκε. Ευτυχώς κανείς δεν τον είχε ανακαλύψει. Γρήγορα κατάλαβε ό,τι βρισκόταν στην Ιταλία. Την πατρίδα της μητέρας του. Με τα καθόλου ιταλικά που γνώριζε κατάφερε να πιάσει δουλειά σε μια πιτσαρία σαν ντελίβερι-μπόι. Τα λεφτά δεν ήταν καλά αλλά είχε και τα τυχερά του όταν παρέδιδε πίτσες σε κάτι χήρες μαφιόζων, από τη Σικελία. Σε τρεις μήνες, κατάφερε να νοικιάσει δικό του διαμέρισμα και να αγοράσει κι ένα δίχρονο παπί για τις μεταφορές του. Μεταχειρισμένο ήταν αλλά τη δουλειά του την έκανε.
Έτσι κύλαγε ο καιρός και ο Βιτόριο κατάφερε να μάθει τα βασικά ιταλικά για να μπορεί να συνεννοηθεί με τις χήρες. Αγόρασε και βέσπα και γυαλιά Αρμάνι. Ώσπου μια μέρα τον ανακάλυψε ένας κυνηγός κεφαλών, βαλτός από τον πατέρα του. Τον επέστρεψε πακέτο στην Αργεντινή και από εκεί ο πατέρας του τον έστειλε στην Αυστρία σε ένα τάγμα καπουτσίνων. Έμεινε εκεί μόνο 2 μήνες. Δεν άντεξε την πίεση. Ένα βράδυ πέταξε το ράσο και πήδησε από το μπαλκόνι. Γερή κράση όπως είναι οι Αργεντίνοι, δεν έπαθε τίποτα. Σκαρφάλωσε σε ένα φορτηγάκι με πατάτες και … βρέθηκε ξανά στην Ιταλία.
Εργάστηκε σε άλλη πιτσαρία, σε άλλη πόλη και δεν πέρναγε καλά, στην αρχή. Δεν υπήρχαν χήρες μαφιόζων να τον χαρτζιλικώνουν αλλά γνώρισε μια ζωντοχήρα μμμ μούρλια. Μόνικα Μπελούτσι ένα πράγμα. Καλά περνάγανε και ο νεαρός με μεγάλη υπομονή κει επιμονή, κατάφερε να πάρει το πολυπόθητο ιταλικό διαβατήριο. Τον βοήθησε και η ζωντοχήρα που είχε έναν παλιό γκόμενο στην αστυνομική διεύθυνση. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος.
Την δεύτερη φορά που τον ανακάλυψε ο πατέρας του, δεν μπόρεσε να αιχμαλωτίσει το ελεύθερο πνεύμα του Βιτόριο, μα ούτε και το θεϊκό κορμί του! Ξέφυγε από τα χέρια της Ουρουγουανής που πήγε αυτοπροσώπως να τον βρει στην Ιταλία, πέρασε τα σύνορα και έφτασε στη Γερμανία. Μέρες και νύχτες περπάταγε αλλά τα κατάφερε!
Από τα σύνορα τον περιμάζεψε ένας τελωνιακός που ήταν λίγο gay και του προσέφερε ένα πιάτο φαί κι ένα καθαρό κρεβάτι να ξαποστάσει. Ο Βιτόριος, εκτιμώντας τα όσα έκανε γι’ αυτόν ο καλός τελωνιακός, υπέκυψε στις σεξουαλικές του ορέξεις και συγκατοίκησαν για έναν ολόκληρο χρόνο.
Όλον αυτόν τον χρόνο, ο Βιτόριος δεν εδούλευε καθόλου. Τον τάιζε ο τελωνιακός. Πέρναγε μια χαρά δηλαδή. Όμως μια μέρα, τα σκέφτηκε καλά. Κατάλαβε πως ήταν άντρας πια και αποφάσισε να κάνει ένα μπραφ στη ζωή του! Ε, το έκανε. Παράτησε τον καλό κύριο που του έδωσε τα πάντα (αχάριστοι νέοι) και βγήκε πάλι στον δρόμο, μόνο με τα ρούχα που φορούσε και μισό πακέτο τσιγάρα.
Σαν καπάτσο παιδί που ήταν, κατάφερε εύκολα να βρει δουλειά σε κάτι αποθήκες. Τι ακριβώς αποθήκες είναι δεν έχουμε καταλάβει γιατί δεν κατάφερε με τα νοήματα, να το κάνει κατανοητό στη Φιορούλα. Κάτι αποθήκες, τέλος πάντων. Βρήκε κι ένα μικρό σπιτάκι έκανε φίλους και πέρναγε μια ήρεμη, προλεταριακή ζωή. Μέχρι που η μοίρα του, του έφερε τη Φιορούλα στη πόρτα του.
Η Φιορούλα είχε πάει με έναν γκόμενο στη Γερμανία για την Πρωτοχρονιά. Τους φιλοξενούσαν ένα ζευγάρι φίλοι του γκόμενου, που τυχαία είναι κολλητοί του Βιτόριου. Από την πρώτη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματα τους, κατάλαβαν πως είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Η Φιορούλα άφησε τις ηθικές αναστολές –που δεν είχε- στην άκρη. Άφησε και τον γκόμενο και μετακόμισε απέναντι στου Βιτόριου. Περάσανε μέρες και νύχτες πάθους. Η Φιορούλα, όταν ο Βιτόριο πήγαινε για δουλειά, έκανε βόλτες στα γύρω μέρη με τον κερατωμένο γκόμενο ο οποίος ήταν καλό παιδί αλλά λίγο άτυχο. Είχε νοικιάσει και ένα φοβερό αυτοκίνητο και πέρναγε όμορφα η ώρα τους.
Οι μέρες όμως κύλησαν γρήγορα… Όπως γρήγορα κυλούν για όλους τους ερωτευμένους όταν είναι μαζί. Ήρθε η μέρα να αποχωρήσει η Φιορούλα. Να επιστρέψει στην Ελλάδα. Την περίμεναν άλλωστε ο άντρας και τα 3 παιδιά της. Δεν μπορούσε να τους παρατήσει χωρίς έστω μια εξήγηση.
Ώρες έκλαιγαν αγκαλιασμένοι στο “goodbye” του αεροδρομίου. Ο μ’αγαπάς κι η σ’αγαπώ. Έδωσαν όρκους αιώνιας αγάπης. Μιλάνε καθημερινά στο τηλέφωνο κι η Φιορούλα έχει πουλήσει το αυτοκίνητό της για να πληρώσει τους λογαριασμούς του τηλεφώνου. Κάνει και μαθήματα ισπανικών για να μπορεί αν επικοινωνήσει πλήρως με τον έρωτά της. Ο Βιτόριο κάνει γερμανικά για να μπορεί να επικοινωνήσει με το αφεντικό του. Όλα είναι καλά. Ελπίζω ειλικρινά αυτός ο έρωτας να κρατήσει για πάντα. Είναι τόσο τρυφερός, τόσο αγνός έρωτας.
Αγαπημένη μου Φιορούλα, κάνε κουράγιο. Αγάντα! Ξέρεις στην αρχή είχα ενδοιασμούς, μα αφότου είδα τους κοιλιακούς του στην ψηφιακή σου μηχανή, δεν έχω κανέναν! Μη φοβάσαι τη φωτιά! Προχώρα!