Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ



Από την πρώτη κιόλας φορά που τον συνάντησε, είχε δημιουργήσει μέσα στο μυαλό της ένα νοητό φάκελο με το προφίλ του. Το φάκελο αυτό, από καιρό σε καιρό τον εμπλούτιζε με νέα στοιχεία – κι ήταν λογικό καθώς περνούσε ο χρόνος και τον γνώριζε καλύτερα. Πάντως ομολογουμένως, δεν υπήρξε καμιά σπουδαία αλλαγή, πάνω σε εκείνη την αρχική της εντύπωση κι ας πέρασαν κιόλας 15 χρόνια έγγαμου βίου και τρεις φυσιολογικές γέννες των παιδιών τους.

Ήταν τόσο αταίριαστοι, που κι ένας ανόητος θα το καταλάβαινε. Εκείνος ζούσε με τη διαρκή αγωνία να είναι ξεχωριστός, με έναν ιδιαίτερο και αυτιστικό εγωκεντρισμό, που τον κουβαλούσε από τα γεννοφάσκια του. Με τη μελαγχολία του παιδιού, στα μάτια, και την διαρκή προσπάθεια να γίνει καλύτερος από τον πατέρα. Καλύτερος σε τι; Κανείς δεν ήξερε. Σίγουρα όμως κληρονόμησε από εκείνον την καθημερινή, σαν εικόνισμα, περιφορά του παχυλού Εγώ του. Σχεδόν ούρλιαζε, «Εδώ είμαι, κοιτάξτε με!».

Ένας απελπιστικά μίζερος άνθρωπος από τη φύση του, που γκρίνιαζε για όλους και για όλα, που θεωρούσε πως η Ζωή μόνο σε αυτόν χρωστάει –χωρίς όμως να κάνει καμία προσπάθεια για να εισπράξει- που εν τέλει μέσα του, αυτό θεωρούσε το εισιτήριο προς τον ένα και μοναδικό προορισμό: την επιτυχία και την αναγνώριση. Ναι, ήθελε να περπατάει στο δρόμο και όλοι να λένε: «Για δες Αυτός είναι!».

Ωστόσο, αυτός ο τυπάκος που μάλλον για λύπηση ήταν -είναι και προφανώς θα παραμείνει- δεν καταλάβαινε πως το μόνο που τον έκανε να ξεχωρίζει από τα εκατομμύρια των ομοίων του, ήταν το μεθοδευμένο του πείσμα και η παραμελημένη του οδοντοστοιχία. Ναι, μια άθλια οδοντοστοιχία, που προφανώς την παραμελούσε ώστε να έχει έναν ακόμα λόγο να γκρινιάζει. Ίσως βέβαια να ήλπιζε και σε κάποια ασθένεια που θα μπορούσε να επιφέρει η άσχημη στοματική του κατάσταση, μια ασθένεια που θα πρόσθετε ακόμα περισσότερους πόντους στη μιζέρια του. Τέτοιος ήταν.

Κατά τα άλλα, είχε σπουδάσει στην Ευρώπη κι είχε ζήσει σε διάφορες Χώρες. Γύρισε στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή, που έφυγε από τον Πολιτισμό για να επιστρέψει στον Τρίτο Κόσμο. Καταλαβαίνει κανείς τους λόγους, δεν χρειάζεται να επεξηγώ.

Για εκείνη δεν έχω να πω πολλά, δεν τη γνωρίζω και τόσο. Ίσως κανείς να μη τη γνωρίζει και τόσο… Ξέρω μόνο πως έχει σκληρό βλέμμα και την απελπισμένη ανάγκη να παραστήσει τη Μητέρα Τερέζα, σε όποιο προβληματικό πλάσμα, τυχαία διασταυρωθεί, με της ζωής της, το δρόμο. Κι έτσι τον αγάπησε, πράγματι και τον παντρεύτηκε κι έκανα τρία παιδιά μαζί του και δέχτηκε τα ξενοπηδήματά του και τη μιζέρια, μα πάνω απ’ όλα, την άθλια οδοντοστοιχία του.

Ειδικά μετά το τρίτο παιδί, η κατάσταση απόγινε. Εκείνος επινοούσε ιστορίες που μόνο μέσα στο μυαλό του τις ζούσε, προσπαθώντας να αντλήσει έμπνευση για κάποιο ποίημα, που πάντα της συφοράς ήταν, εκείνη τον πίεζε να καταλάβει τη σημασία της άσχημης οικονομικής τους κατάστασης, μάταια και τα παιδιά είχαν ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες, σε όλα τα επίπεδα.

Μια μέρα, κάθονταν όλοι μαζί στο καθιστικό. Τα παιδιά έπαιζαν, εκείνη χάζευε κάτι στην τηλεόραση κι εκείνος προσπαθούσε –χωρίς επιτυχία- να γράψει το ποίημα που θα τον έκανε διάσημο. Όλες του οι προσπάθειες γινόταν συνήθως μέσα στον πανζουρλισμό ώστε πάντα να υπάρχει δικαιολογία, για την αποτυχία.

Αφού έγραψε κι έσβησε πάνω από πενήντα φορές, τον τίτλο του ποιήματος –διαφορετικό την κάθε φορά- έγειρε πίσω στην καρέκλα του αποκαμωμένος και θαύμασε την λευκή οθόνη του υπολογιστή του. Σκέφτηκε πως ωραίο ήταν το λευκό και ίσως να μην έπρεπε να το «λερώσει» με γράμματα και σημεία στίξης και τότε γύρισε προς την οικογένεια, κι όπως ήταν όλοι εκεί μαζεμένοι τους απαθανάτισε με τη ψηφιακή του μηχανή, πέρασε την εικόνα στον υπολογιστή και τη θέση της λευκής σελίδας, πήρε η φωτογραφία της οικογένειας ακροβολισμένης σε καναπέδες και τραπεζάκια τσαγιού.

Έμεινε ώρες να χαζεύει την εικόνα με ικανοποίηση. Ώρες που αναπόφευκτα μέσα στο μυαλό του έκανε συγκρίσεις για την οικογένεια του πατέρα του, με μοναδικό παιδί τον ίδιο. Σε όλα τα σημεία υπερτερούσε: Είχε παντρευτεί πιο όμορφη γυναίκα, πιο έξυπνη και πιο καλλιεργημένη. Είχε κάνει τρία υπέροχα παιδιά ενώ ο πατέρας του μόνο ένα, από όσο γνώριζε τουλάχιστον. Είχε και ψηφιακή μηχανή για να κλειδώνει οικογενειακές στιγμές και να τις αρχειοθετεί σε ηλεκτρονικούς φακέλους. Υπερτερούσε, στα σίγουρα!

Βυθισμένος σε σκέψεις και συγκρίσεις, δεν κατάλαβε πως η οικογένεια αποχώρησε και δεν πήγε απλά στα παραδίπλα δωμάτια. Έφυγε. Οριστικά. Γιατί εκείνη κατάλαβε πως του αρκούσε η εικόνα της οικογένειας σαν φόντο στον υπολογιστή και η απαίσια εκείνη οδοντοστοιχία δεν αντέχονταν πια… Πόσα να αντέξει κι αυτή η γυναίκα; Πήρε τα παιδάκια και τα μπογαλάκια και πήγε στη μαμά της, ένα οικοδομικό τετράγωνο πιο κάτω.

Αυτός ουσιαστικά κατάλαβε την απουσία τους, μετά από λίγες μέρες. Ως τότε ασχολιόταν με τον τίτλο του ποιήματος, με την υπέροχη φωτογραφία της οικογένειάς του που υπερτερούσε στα σημεία, σε σχέση με εκείνη του πατέρα του και με διάφορα άλλα δικά του, που του δημιουργούσαν μια ελαφριά αγωνία και τον έκαναν να τρώει τα νύχια του αντί φαγητού. Έτσι κατάφερνε να είναι πάντα τόσο αδύνατος. Βέβαια κι ένας τόσο μίζερος άνθρωπος, όπως τον φαντάζεται κανείς, δεν θα μπορούσε παρά αδύνατος να ήταν.

Δεν τους αναζήτησε. Δεν πήρε ούτε ένα τηλέφωνο να μάθει που είναι η οικογένειά του. Σκέφτηκε πως κάπου θα έχουν πάει και πως απλά ο ίδιος δεν θυμόταν το που και το πότε. Όπως και να είχε η κατάσταση κι αν τελικά τον είχαν εγκαταλείψει, πάλι κερδισμένος θα έβγαινε αφού δεν θα έπρεπε πια να πηγαίνει τα παιδιά κάθε πρωί στο σχολείο και η θλίψη της εγκατάλειψης μπορεί να τον βοηθούσε να γράψει κάτι.

Στο τέλος, τέλος κι αν ακόμα δεν κατάφερνε να γίνει διάσημος για την ποίησή του, θα κουβέντιαζε όλη η γειτονιά, όλη η παρέα και όλο το συναδελφικό σινάφι, για «τον καημένο που του πήρε η γυναίκα του τα τρία παιδιά και τον παράτησε έρημο στους τέσσερις τοίχους…».



9 σχόλια:

Placebo. είπε...

Bittersweet life..

Χαρά Θεοδωρίτση είπε...

...
???
!!!

Elli P. είπε...

Συγχαρητηρια για το blog σου! Αν θελεις περνα μια βολτα κι απο το δικο μου! :)

don basilio είπε...

Γιατί μου φέρνει σε κάτι από ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟ με τον Διαμαντόπουλο - Τάλπα (τυφλοπόντικα), κατά προτίμηση με οστριογάρμπι [αλλά όχι και τόσο που να κόβεται το σήμα];

Καλή 7άδα

Β

Vam33 είπε...

Yπέροχο!
Απο τα καλύτερα σου.Καλημέρες

ezak είπε...

...ο ποιητικός του κόσμος, όμως νεκρός...6η παράγραφος 3η γραμμή από το τέλος το "εκανα" μάλλον θα πρέπει να είναι έκανε...

Unknown είπε...

frankie wilde, έτσι ακριβώς!


Χαρά μου;;;!!!... :)


logos_en_drasei, ευχαριστώ!


Don Basilio, καλή εβδομάδα τζόγια μου! Ναι, τώρα που το λες, του φέρνει κι από χθες έχουμε μαΐστρο
(να σε χαρώ και τα μάτια μου!). Φιλιά σ' εσένα και χαιρετισμούς στην Εγγλετέρα!


Vamako, να' σαι καλά! :)


ezak, εντελώς νεκρός αλλά δεν έχει πάρει χαμπάρι! Ευχαριστώ για την επισήμανση του λάθους! Το σωστό φυσικά, είναι "έκανε". :)

Ανώνυμος είπε...

Είχα να μπω καιρό γιατί νόμιζα πως τα παράτησες και εσύ. Ευτυχώς βλέπω πως όχι κιελπίζω τώρα που έχεις χρόνο να γράφεις πιο συχνά ακόμα κι αν δεν τα ποστάρεις. Με λίγα λόγια: περιμένω πράγματα από εσένα και το ξέρεις!

Φιλιά!

tsintsantson

Unknown είπε...

tsintsantson, ευχαριστώ πολύ!