Από μικρό παιδί έχω συνδυάσει στο μυαλό μου την περίοδο του Πάσχα, με την διέγερση των αισθήσεων. Όλων των αισθήσεων! Γεύση, όσφρηση, όραση, ακοή ακόμα και αφή δουλεύουν πυρετωδώς αλλά... και μία παραπάνω που ούτε έχει όνομα ούτε και περιγράφεται. Μόνο τη νοιώθει κανείς! Και όχι άδικα! Η φύση στα φόρτε της γιομάτη χρώματα κι αρώματα. Από την άλλη τα ιδιαίτερα εδέσματα των ημερών του Πάσχα, οι θρησκευτικές συνήθειες, οι ψαλμωδίες σε αρμονία με όλα τα παραπάνω.
Μπορεί να γίνομαι υπερβολική αλλά δεν έχω λόγο και να μην γίνω αφού η Άνοιξη είναι η αγαπημένη μου εποχή. Όλος αυτός ο συμβολισμός του Πάσχα, της Αναγέννησης της Φύσης αλλά και της προσωπικής αναγέννησης του καθενός μας, ακόμα και η "αυτοκάθαρση" που μπορεί να προκύπτει σε κάποιον, μέσα από ήθη, έθιμα αλλά και εντελώς φυσικές διαδικασίες, μπορεί να φαίνονται εντελώς απλά και καθημερινά αλλά στην ουσία, είναι εξαιρετικά σημαντικά και ζωτικής σημασίας για κάθε άνθρωπο!
Σε καμία περίπτωση όμως, δεν θέλω να κουράσω με αναλύσεις επί αναλύσεων για τη σημασία όλων των παραπάνω. Ο καθένας από εμάς ξέρει καλά το πως νοιώθει και το πως βιώνει την περίοδο του Πάσχα, είτε είναι «πιστός» είτε είναι «άπιστος». Θέλω όμως να κουράσω λίγο με τα Πάσχα των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων, που για κάποιο λόγο, ήταν πιο όμορφα από αυτά των τελευταίων χρόνων.
Πρώτα απ' όλα, εκείνες οι Πασχαλιές διαδραματίζονταν εξ' ολοκλήρου στο σπίτι των νόνων στο Ψήλωμα. Κάτι που τα τελευταία χρόνια δεν ισχύει αφού δεν ζουν πια. Υπήρχε ένα ολόκληρο τελετουργικό, που δεν περιοριζόταν απλά και μόνο στις μέρες του Μεγαλοβδόμαδου. Ξεκινούσε από την Καθαρή Δευτέρα. Η νόνα μου πήγαινε κάθε Παρασκευή απόγιομα στους Χαιρετισμούς. Στο δημοτικό, κάποια από τα εγγόνια ακολουθούσαμε, μετά βρίσκαμε διάφορες προφάσεις για να το αποφεύγουμε. Τη μία είχαμε φροντιστήριο, την άλλη γράφαμε διαγώνισμα κι είχαμε διάβασμα, ώσπου το πήρε απόφαση και δεν μας το μελέταγε καν.
Την Κυριακή των Βαΐων -Βαγιώνε- θα τρώγαμε όλοι μαζί ψάρι -όσοι δεν νήστευαν- με αλιάδα, χτυπημένη στο μεγάλο μουρτάρι της νόνας. Από όλα τα χέρια, μικρών και μεγάλων, θα πέρναγε το ξύλινο μουρταρόχερο, έστω για 3-4 χτυπήματα. Εμείς τα μικρά, συναγωνιζόμασταν το ένα τ' άλλο για το ποιο θα κατάφερνε να κοπανίσει το μείγμα περισσότερη ώρα. Θυμάμαι ακόμα να πονάει το χέρι μου αλλά να μην το βάζω κάτω, σφίγγοντας τα δόντια για να μην δείξω σε κανέναν ότι κουράστηκα. Το ίδιο βέβαια κάνανε όλα τα εγγόνια ενώ οι μεγάλοι παρακολουθούσαν διακριτικά και κρυφογέλαγαν. Συχνά με γλίτωνε ο πατέρας μου που ερχόταν με σηκωμένα τα μανίκια, δήθεν λίγο θυμωμένος και έλεγε: "Για δώσε μου εδώ εμένα να τελειώνουμε σήμερα, γιατί εσείς παίζετε και δεν πρόκειται να φάμε σήμερο!" κι όταν η νόνα έδινε την έγκρισή της μετά από τον τυπικό έλεγχο ότι η αλιάδα ήταν κόρδα, τότε το μουρταρόχερο σώπαινε κι άρχιζε το φαγοπότι.
Κι έπειτα Μεγαλοβδόμαδο.
«Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα», έλεγε το πρωί ο νόνος κι έφευγε για το χασάπικό του, στον Άγιο Παύλο. Όσοι είχαν απομείνει από την οικογένεια που δεν νήστευαν, άρχιζαν τη νηστεία κι όσοι είχαν ήδη αρχίσει, έκοβαν και το λάδι. Η νόνα μου δεν έστρωνε τίποτα στο σπίτι: ούτε τραπεζομάντηλο στο τραπέζι, ούτε ασπροκέντια πουθενά, μέχρι το Μεγάλο Σαββάτο.
«Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρίθη», συνέχιζε ο νόνος κι ήταν ημέρα συγκέντρωσης της οικογένειας στο πατρικό για να κανονιστούν τα ψώνια και οι δουλειές. Όλοι αναλάμβαναν κάτι να κάνουν, κάπως να συμβάλλουν στις προετοιμασίες για το μεγάλο γεγονός: την Ανάσταση.
«Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός εχάθη». Ο νόνος είχε πλέον κανονίσει με τους τσοπάνηδες τα ζωντανά που θα σφάζανε σύμφωνα με τις παραγγελίες. Εμείς όλοι τρέχαμε για τα ψώνια για όλα τα χρειαζούμενα και η νόνα όπως κάθε μέρα του Μεγαλοβδόμαδου στην εκκλησιά.
«Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη» . Θα ακούγαμε το νόνο να λέει, όταν γυρίζαμε τα εγγόνια από την επίσημη λειτουργία της Μητρόπολης και του δείχναμε όλα στη σειρά το «χρυσό δοντάκι» μας. Η νόνα μας έδινε γάλα με φρυγανιές, γιατί το είχαμε στερηθεί λίγες μέρες και μας έλεγε: «Μικρά παιδία είσαστε εσείς, δεν έχετε αμαρτίες! Να πιείτε γάλα να σταλοθείτε!» Και όλη την ημέρα είχε την έννοια μην χτυπήσουμε και ματώσουμε, μην κλάψουμε, μην μας πέσει φαγητό από το στόμα χάμου, γιατί «δεν έκανε» αφού είχαμε μεταλάβει.
Η Μεγάλη Πέμπτη, ήταν πάντα η μέρα με τις περισσότερες δουλειές για τις γυναίκες της οικογένειας ανεξάρτητα από την ηλικία μας. Πράγμα που ισχύει ακόμα και σήμερα για τους περισσότερους Ζακυθινούς. Αμέσως μετά το πρωινό ξεκινάγαμε σαν καλολαδωμένη μηχανή που ξέρει καλά να κάνει τη δουλειά της, το ζύμωμα και το ψήσιμο των πασχαλινών κουλουριών. Παλεύαμε ποια θα κάμει την ωραιότερη πλεξίδα και το ωραιότερο στεφανάκι, όπως μας τα είχε δείξει η νόνα, που τα είχε ζυμώσει μαζί με τις θεγατέρες και τις νύφες της, μέσα στη σκάφη, για να χωράει τόσο πολύ αλεύρι. Όταν η μάνα μου ήταν μικρή, μου έχει πει πως πηγαίνανε και πέρνανε λαμαρίνες από το φούρνο, τις γεμίζανε με τα κουλούρια που είχαν πλάσει και τις πηγαίνανε πίσω για ψήσιμο. Δεν είχανε ηλεκτρική κουζίνα ακόμα, στο σπίτι τους.
Οπωσδήποτε θα βάφαμε τα αυγά κι αν είχε διάθεση η νόνα μάς μάθαινε να κάνουμε πάνω σχεδιάκια με φύλλα από μαϊντανό, σέλινο, αρμπαρόριζα, μάραθο κ.ά. Βάζαμε το φυλλαράκι πάνω στο αυγό, το τυλίγαμε σε ένα κομμάτι από καλσόν, για να μην φεύγει από πάνω του και το βουτάγαμε στη βαφή που ήταν κατά αποκλειστικότητα κόκκινη. Έτσι το αυγό έβαφε αλλά έμενε άβαφτο στο σημείο που ακουμπούσε το φύλλο, σχηματίζοντας ένα αποτύπωμα που άρεσε σε όλους.
Σημαντικό πολύ ήταν και το φαγητό της Μεγάλης Πέμπτης: Αγκινάρες γεμιστές με ρύζι και μπόλικο μάραθο, κοκκινιστές στη κατσαρόλα με μπίζι και κουκιά. Ώρες παιδευόταν η νόνα, με τη βοήθεια των θειάδων, για να γιομίσει αγκινάρες για όλους. Τις μέτραγε να βγαίνουν τουλάχιστον δύο για τον καθένα μας αλλά όσες και να ήταν, ποτέ δεν μας φαίνονταν αρκετές!
Και το βράδυ οπωσδήποτε τα Δώδεκα Ευαγγέλια.
«Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί», έλεγε και πάλι ο νόνος και ήταν ημέρα πένθους. Η νόνα μου αν είχα κοιμηθεί εκεί αποβραδίς ή η μάνα μου, όπως σηκωνόμουν το πρωί, πριν προλάβω να φάω κάτι άλλο, μου έδινε λίγες σταγόνες ξύδι. Έλεγαν πως έτσι είχαν κάμει και οι σταυρωτές του Χριστού. Η μάνα μου μού το έκανε αυτό ακόμα και όταν ερχόμουν για τις διακοπές του Πάσχα, ως φοιτήτρια αλλά δεν παραπονέθηκα ποτέ γιατί καταλάβαινα το αντέτι.
Το μεσημέρι θα πηγαίναμε όλοι παρέα στο Σταυρό, στην πλατεία Σολωμού. Ακούγαμε τις μανάδες μας πάντα να λένε πως την ώρα που βγαίνει ο Σταυρός και ευλογεί ο Δεσπότης το πλήθος τυχαίνει να συννεφιάζει ο ουρανός ακόμα κι αν όλες τις προηγούμενες κι επόμενες ώρες, είχε λιακάδα. Υποστήριζαν πως ήταν ένα θεϊκό σημάδι ακόμα και γι’ αυτούς που δεν πίστευαν στα Θεία. Έτσι περιμέναμε κάθε χρόνο να δούμε αν θα επαληθευόταν αυτός ο «μύθος» και από όσο θυμάμαι, όντως επαληθευόταν!
Στο τραπέζι των νόνων, θα υπήρχαν νερόβραστες αγκινάρες, κουκιά και ψωμί. Τίποτε άλλο. Λάδι ούτε κατά διάνοια εκτός αν ήθελε κάποιο από τα μικρά παιδιά, για τα οποία επιτρεπόταν και το λάδι.
Το βράδυ πέφταμε όλα για ύπνο από νωρίς γιατί θα μας ξυπνούσαν στις 3.30 τη νύχτα να πάμε στην περιφορά του Επιταφίου, κάτι που το περιμέναμε όλοι πως και πως! Θα πίναμε και ζεστή σοκολάτα στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, θα χαζεύαμε τις «ταμπέλλες» στο Μουσείο, θα αγοράζαμε και το ματζέτο μας για το σπίτι και οπωσδήποτε θα σπάγαμε τη βίκα μας το πρωί, στην Πρώτη Ανάσταση. Πιο μεγάλα βέβαια, στο Λύκειο, δεν ακολουθούσαμε τους μεγάλους αλλά το άγριο ένστικτο του εφήβου, που μας οδηγούσε κατευθείαν σε όλα τα γνωστά μπαράκια του νησιού, μέχρι να βγει ο Επιτάφιος.
Όταν ήμαστε αγέννητα ακόμα, ο νόνος μου καθώς και όλοι οι μακελαραίοι στο Ζάντε, δεν έσφαζαν τίποτα όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα. Δεν επιτρεπόταν και για θρησκευτικούς αλλά και για πρακτικούς λόγους. Πήγαιναν στο σφαγείο μετά την περιφορά του Επιταφίου για τα αρνοκάτσικα αλλά και το μοσχάρι το οποίο ολόκληρο το κρέμαγαν αμέσως μετά την Πρώτη Ανάσταση, έξω από τα χασάπικα, στολισμένο με βαγιά – κάποιοι κρεμάνε το σφαχτό ακόμα και τα τελευταία χρόνια. Οι νοικοκυραίοι έσπευδαν τότε να ψωνίσουν τα χρειαζούμενα αλλά και να πάρουν το πρώτο κομμάτι του μοσχαριού, για καλή τύχη. Έτσι έχει μείνει και μέχρι σήμερα ο όρος «το Κομμάτι», που πλέον το λέμε λανθασμένα, αναφερόμενοι στην Πρώτη Ανάσταση που γίνεται γύρω στις 7 το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου όταν σπάμε και τις βίκες στην πλατεία του Αγίου Μάρκου.
«Μεγάλο Σαββάτο, χαρές γιομάτο», αναφωνούσαμε όλοι μαζί μικροί – μεγάλοι και ξεκινάγαμε τις προετοιμασίες για το τραπέζι της Ανάστασης. Ο νόνος μου έπλεκε τα σγατζέτα στην πίσω αυλή, με σηκωμένα τα μανίκια και το τσιγάρο στο στόμα. Συνήθως τον βοήθαγε κι η νόνα μου και όποιος άλλος βρισκόταν στο σπίτι εκείνη την ώρα και μετά την Ανάσταση στη Μητρόπολη, όλοι στο γιορτινό τραπέζι να φιρίρουμε με τον νόνο και να φάμε πρώτα απ’ όλα το φρέσκο χοιρομέρι που θα μας είχε ετοιμάσει. Η νόνα μου ποτέ δεν ερχόταν στην Ανάσταση μαζί μας. Καθόταν να ρίξει το αυγολέμονο στη μαγειρίτσα ώστε να είναι όλα έτοιμα όπως θα γυρνάγαμε εμείς πεινασμένοι, από την πλατεία. Ούτε κι ο νόνος ερχόταν, μας περίμενε στη θέση του στο τραπέζι. Από το ράδιο ακούγανε το «Χριστός Ανέστη».
Την Κυριακή του Πάσχα, αντίθετα με το έθιμο που έχει επικρατήσει σήμερα, εμείς τρώγαμε μοσχάρι αυγολέμονο. Κάποιοι μάλιστα από την οικογένεια κρατάνε αυτό το αντέτι ακόμα. Το παραδοσιακό λοιπόν έθιμο είναι το μοσχάρι σούπα αυγολέμονο και όχι το ψητό στη σούβλα. Αυτό είναι μοραΐτικο έθιμο που το έχουμε «κολλήσει» κι εμείς οι νεοζακυνθινοί. Ψητό στη σούβλα θα τρώγαμε της Παναγίας, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα δηλαδή. Πηγαίναμε πάλι όλοι μαζί, στο Βασιλικό για να ψήσουμε στου Νικολαρία ή στο Πόρτο Ρώμα. Τα τελευταία Πάσχα πριν πεθάνει ο νόνος, επειδή ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να μετακινηθεί, ψήναμε στην αυλή στο Ψήλωμα ακόμα και ανήμερα Λαμπρής.
Σήμερα τα Πάσχα μας είναι διαφορετικά αλλά κάποια αντέτια τα κρατάμε και σε κάθε περίπτωση, αισθάνομαι εξαιρετικά τυχερή για τις μνήμες που έχω. Μνήμες από ανθρώπους πολύ αγαπημένους, γεμάτους λατρεία και φροντίδα για την οικογένεια αλλά και για την παράδοση. Μνήμες γιομάτες από αισθήσεις: γεύσεις, αρώματα, εικόνες, ψαλμωδίες, αγκαλιές, φιλιά και απέραντη χαρά.
Καλή Λαμπρή για όλους!
(Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό LIBRO, το Πάσχα του 2011.)