Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Περί Αποκριάς...





Όταν ήμασταν παιδιά η Τσικνοπέμπτη ήταν μια κάπως δύσκολη μέρα, για εμάς τα κορίτσια ειδικά. Βλέπεις τα αγόρια, περίμεναν πως και πως να μας υποδεχτούν με τις τσουκνίδες στα χέρια και γι' αυτό το λόγο, έπιαναν στασίδι από νωρίς το πρωί στο προαύλιο του σχολειού. Αλίμονο σε όποια ξεχασμένη, είχε γυμνά πόδια!

Όταν ήμασταν παιδιά τρώγαμε «ξυνιστό» την Τσικνοπέμτη. Έτσι όπως όριζε το έθιμο, μα κυρίως όπως όριζε το αντέτι που κουβαλούσαμε στις ζακυνθινές καρδιές μας. Μετά ακλουθήσαμε τη μόδα του ψητού, τη «μωραΐτικη» συνήθεια. Σουβλάκια και μπίρες στους δρόμους, στα προαύλια, στις δημόσιες υπηρεσίες. Μια νέα, άτυπη μισοαργία. Ένα σύννεφο τσίκνας πάνω από τη Χώρα και ένα σωρό σκουπίδια παρατημένα, ανακατωμένα με σερπαντίνες και κομφετί.



Όταν ήμασταν παιδιά, οι γονείς πηγαίνανε κάθε βράδυ στους χορούς στο Καζίνο. Μας πέρνανε μαζί τη Δευτέρα του «μπαλ μασκέ» και την άλλη μέρα στο σχολείο κουτουλούσαμε. Τα άλλα βράδια μέναμε στου νόνου. Η νόνα μας έφτιαχνε καλαμπομαγέρεμα και μας έλεγε ιστορίες από το δικό της Καρναβάλι. Το ραδιόφωνο έπαιζε μονίμως –θαρρώ- χαβάγιες και σε κάθε δωμάτιο υπήρχε και από ένα.



Η νόνα δεν πήγαινε ούτε νέα στους χορούς. Δεν ήξερε να χορεύει. Ήταν άγαρμπη. Ο νόνος ήταν φινετσάτος και εξαίσιος χορευτής. Δεν την έπαιρνε μαζί του. Κι εκείνη όλο παράπονα μας έκανε –μετά από τόσα χρόνια- ότι ποτέ δεν την πήγε στους Χορούς. Κι όλο θυμόταν τότε που του έβαλε τα παπούτσια τα καλά στο νερό, για να μην έχει να φορέσει μα εκείνος δανείστηκε από κουμπάρο ένα ζευγάρι. Κι εκείνο το άλλο, που η νόνα ντύθηκε μασκαρούλα και πήγε και τον βρήκε και τον σταύρωνε όλη νύχτα χωρίς να του λέει ποια είναι. Δεν ξέραμε αν ήταν αλήθεια αλλά γελάγαμε πάντα όταν τα έλεγε.



Όταν ήμασταν παιδιά, φοράγαμε τις μορέτες μας και βγαίναμε βόλτες από σπίτι σε σπίτι, στη γειτονιά. Μασκαράτα. Τώρα πια, οι μορέτες μόνιμα φορεμένες ανάλογα με την περίσταση και το πώς πρέπει της ζωής. Δεν έχει γούστο το Καρναβάλι πια. Και τι να ντυθείς άλλωστε;  Ίσως «άνθρωπος!» που λέγαμε, παιδιά…

(To κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο ένθετο ΣΤΙΓΜΕΣ, της εφημερίδας "ΗΜΕΡΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ", την Παρασκευή 4/3/2016.)

7 σχόλια:

Μηθυμναίος είπε...

Τουλάχιστον εκείνοι οι άνθρωποι, όπως η νόνα σου είχε να λέει ιστορίες. Εμείς τι θα λέμε στα παιδιά μας για να γελάνε; Αχ, αυτές οι παραδόσεις όλο και χάνονται κι όσες έμειναν δεν έχουν εκείνη τη γλύκα...

Υ.Γ. Άγνωστες λέξεις που ζητάνε εξήγηση: ξυνιστό (μπορώ να υποθέσω, αλλά δεν το τολμώ) - αντέτι (αφού το κουβαλούσατε στις καρδιές σας κάτι ωραίο θα είναι) - μορέτες...

Unknown είπε...

Αγαπητέ Μηθυμναίε, όλο και κάτι θα βρούμε να λέμε κι εμείς στα παιδιά μας... θέλω να πιστεύω!

Όσο για τις άγνωστες λέξεις, με χαρά να βοηθήσω: Ξυνιστό, είναι το αυγοκοφτό (όπως η μαγειρίτσα). Αντέτι, είναι το έθιμο, η συνήθεια αλλά πάντα με την έννοια της αγάπης για την παράδοση. Μορέτες, είναι οι αποκριάτικες μάσκες. Και νόνα-νόνος βέβαια, για να μην γίνει παρανόηση, είναι η γιαγιά και ο παππούς.

Πολλά φιλιά!

Δύ-στιχος είπε...


Κάποιο αντέτι χάνεται,
καινούργιο αντέτι θά 'ρθει,
βάστα εσύ εκειό που θες,
που στην καρδιά σου εστάθη.

"Τα πάντα ρει" και μη χολιάς
με τα μασκαραλίκια,
έφαες ψες το ξυνιστό,
σήμερα φάε τζατζίκια.

Δύ-στιχος

Μηθυμναίος είπε...

Ωραίος ο Δύ-στιχος!!!

Unknown είπε...

Πάντα εύστοχος ο αγαπημένος Δύ-στιχος!

Unknown είπε...

ΤΙ ΩΡΑΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ,ΠΟΣΕΣ ΟΜΟΡΦΕΣ ΘΥΜΗΣΕΣ ΜΟΥ ΕΦΕΡΕΣ ΣΤΟ ΝΟΥ..

Unknown είπε...

Χαίρομαι και σας ευχαριστώ!