Πριν λίγες μέρες πήγα μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Μόνη. Στη λιακάδα. Είχα κατά νου να τραβήξω προς Γέρακα, όπου είχα χρόνια να πάω. Φτάνοντας στο Αργάσι, εγκατέλειψα την ιδέα. Ο χρόνος μου ήταν περιορισμένος, δεν προλάβαινα να φτάσω εκεί που επιθυμούσα. Προχώρησα όμως προς το Ξηροκάστελλο, βυθισμένη σε σκέψεις και καλές και κακές, και όμορφες και άσχημες, και γλυκές και πικρές. Έκανα επί τόπου στροφή και γυρίζοντας πίσω προς τη Χώρα, συνειδητοποίησα πως όλες αυτές οι σκέψεις, είχαν να κάνουν με τα τελευταία 4-5 χρόνια της ζωής μου -το πολύ- λες και πριν από αυτό το διάστημα, δεν υπήρχα.
Καθώς πλησίαζα πάνω από τα βράχια του Αγούλου, άρχισαν να σκάνε στο μυαλό μου, βεγγαλικές θύμισες. Καλοκαίρι του '98, πήγα πρώτη φορά εκεί. Στα "Ιερά Βράχια του Αγούλου", όπως τα αποκαλούσε ο Κώστας. Δεν ήταν το μόνο πράγμα που έκανα καθυστερημένα στη ζωή μου, σε σχέση με τους φίλους μου. Από την άλλη, υπάρχουν και τόσα πράγματα που έγιναν πολύ νωρίς ή που θα μπορούσαν να μην έχουν γίνει και καθόλου... Μπέρδεμα!
Στην παρέα με είχε πάει μια φίλη. Συναντηθήκαμε με τους άλλους σε ένα σπίτι της αρωγής. Τους περισσότερους τους ήξερα φατσικά, έστω. Έλλειπα και κάποια χρόνια από το νησί. Είχα χάσει επαφή. Με κεράσανε παγωμένη μπύρα και καθόμουνα οκλαδόν στη βεράντα. Ναι, ένοιωθα αμήχανα αλλά δεν το έδειχνα κι ας με κάρφωναν οι περίεργες, διερευνητικές ματιές των γύρω μου. Μου φάνηκε ό,τι είχαν περάσει ώρες όταν ακούστηκε ξαφνικά το σύνθημα: Πάμε! Σηκωθήκαμε και μπήκαμε στα αυτοκίνητα, άλλοι καβαλήσαμε τα μηχανάκια. Η πομπή ξεκίνησε και θύμιζε ταινία του '60, με επαναστατημένα αγόρια και ατίθασα κορίτσια να κινούνται πάντα ομαδικά με τα μηχανοκίνητά τους.
Φτάσαμε στου Αγούλου με φωνές, γέλια, πειράγματα. Μια συνηθισμένη παρέα αιώνιων εφήβων (ή μεταεφήβων). Καμώθηκα ό,τι ξέρω το μέρος, είπα πως είχα ξαναπάει παλιότερα. Ψέματα. Ντρεπόμουν να πω πως πήγαινα πρώτη φορά. Άλλωστε, το ένοιωθα τόσο οικείο που πραγματικά το πίστεψα πως είχα ξαναπάει, κάποτε...
Δεν ήταν κανείς άλλος στους βράχους. Μόνο εμείς αποτελούσαμε τους λουόμενους της μέρας. Κανείς δεν βούταγε για ώρα. Αλειφόμασταν με αντηλιακά που μύριζαν έντονα, πάντα με την ανάλογη μουσική υπόκρουση : ροκ, ανεξάρτητη, electro. Ακούω ξανά τον αντίλαλο των στίχων που χτύπαγαν με δύναμη στους βράχους: So close no matter how far, coulnd't be much more from the heart, forever trustin' who we are, and nothing else matters...
Πλύναμε φρούτα της εποχής στη θάλασσα και τα τρώγαμε νωχελικά. Η φίλη μου, μου έφτυσε ένα κουκούτσι από κεράσι στα μούτρα. Αηδία, σκέφτηκα. Δεν μίλησα καθόλου. Η παρέα απλωμένη στους βράχους. Χρωματιστά βότσαλα σε λευκό φόντο. Άρχισαν να βουτάνε κάποιοι. Μου φώναξαν να ακολουθήσω. Σηκώθηκα κάπως ζαλισμένη. Βούτησα από το ψηλότερο σημείο του βράχου, σίγουρη για την βουτιά μου. Σίγουρη πως θα τους εντυπωσιάσω όλους. Μια υπέροχη βουτιά στο παγωμένο νερό. Η καρδιά μου πόνεσε από το κρύο. Βγήκα στην επιφάνεια κι όλοι με κοίταζαν σαν χαζοί. Ρώταγαν αν είμαι καλά. Μια χαρά! Πολύ καλά ήμουν...
Κολύμπησα για λίγο και βγήκα στον ήλιο να στεγνώσω. Μια κοπέλα είχε βιντεοκάμερα μαζί της. Είχε τραβήξει την βουτιά μου, μου την έδειχνε και μου άρεσε. Ο Κώστας με το Νίκο στρίβανε τσιγάρα, σαν καραβιών φουγάρα... Ζέστη, καυτός ήλιος, παρέα, μουσική, φρούτα, τσιγάρα και γέλια, γέλια, γέλια! Μόνο γέλια, πάντα γέλια.
Μετά από μήνες, Άνοιξη ξανά, κατεβήκαμε βράδυ στα βράχια. Τρεις φιγούρες μες στα σκοτάδια. Φύσαγε πολύ. Ήταν σκοτάδι. Κάτσαμε στους βράχους, χαμένοι στις παραισθήσεις. Η Μαργαρίτα φοβήθηκε. Κάτι έβλεπε. "Μην φοβάσαι, σου φυλάω τα νώτα!", της είχα πει. Μαύρα βότσαλα σε μαύρο φόντο. Φύγαμε κυνηγημένοι από έναν απαίσιο βοριά που θα μπορούσε να μας είχε ρίξει στη θάλασσα.
Έφτασα στη Χώρα. Ωραίες οι αναμνήσεις αλλά έχω μια απορία: Γιατί έπαιζα με τη ζωή μου; Καλά, θα το σκεφτώ άλλη ώρα. Πάω super market.
Καθώς πλησίαζα πάνω από τα βράχια του Αγούλου, άρχισαν να σκάνε στο μυαλό μου, βεγγαλικές θύμισες. Καλοκαίρι του '98, πήγα πρώτη φορά εκεί. Στα "Ιερά Βράχια του Αγούλου", όπως τα αποκαλούσε ο Κώστας. Δεν ήταν το μόνο πράγμα που έκανα καθυστερημένα στη ζωή μου, σε σχέση με τους φίλους μου. Από την άλλη, υπάρχουν και τόσα πράγματα που έγιναν πολύ νωρίς ή που θα μπορούσαν να μην έχουν γίνει και καθόλου... Μπέρδεμα!
Στην παρέα με είχε πάει μια φίλη. Συναντηθήκαμε με τους άλλους σε ένα σπίτι της αρωγής. Τους περισσότερους τους ήξερα φατσικά, έστω. Έλλειπα και κάποια χρόνια από το νησί. Είχα χάσει επαφή. Με κεράσανε παγωμένη μπύρα και καθόμουνα οκλαδόν στη βεράντα. Ναι, ένοιωθα αμήχανα αλλά δεν το έδειχνα κι ας με κάρφωναν οι περίεργες, διερευνητικές ματιές των γύρω μου. Μου φάνηκε ό,τι είχαν περάσει ώρες όταν ακούστηκε ξαφνικά το σύνθημα: Πάμε! Σηκωθήκαμε και μπήκαμε στα αυτοκίνητα, άλλοι καβαλήσαμε τα μηχανάκια. Η πομπή ξεκίνησε και θύμιζε ταινία του '60, με επαναστατημένα αγόρια και ατίθασα κορίτσια να κινούνται πάντα ομαδικά με τα μηχανοκίνητά τους.
Φτάσαμε στου Αγούλου με φωνές, γέλια, πειράγματα. Μια συνηθισμένη παρέα αιώνιων εφήβων (ή μεταεφήβων). Καμώθηκα ό,τι ξέρω το μέρος, είπα πως είχα ξαναπάει παλιότερα. Ψέματα. Ντρεπόμουν να πω πως πήγαινα πρώτη φορά. Άλλωστε, το ένοιωθα τόσο οικείο που πραγματικά το πίστεψα πως είχα ξαναπάει, κάποτε...
Δεν ήταν κανείς άλλος στους βράχους. Μόνο εμείς αποτελούσαμε τους λουόμενους της μέρας. Κανείς δεν βούταγε για ώρα. Αλειφόμασταν με αντηλιακά που μύριζαν έντονα, πάντα με την ανάλογη μουσική υπόκρουση : ροκ, ανεξάρτητη, electro. Ακούω ξανά τον αντίλαλο των στίχων που χτύπαγαν με δύναμη στους βράχους: So close no matter how far, coulnd't be much more from the heart, forever trustin' who we are, and nothing else matters...
Πλύναμε φρούτα της εποχής στη θάλασσα και τα τρώγαμε νωχελικά. Η φίλη μου, μου έφτυσε ένα κουκούτσι από κεράσι στα μούτρα. Αηδία, σκέφτηκα. Δεν μίλησα καθόλου. Η παρέα απλωμένη στους βράχους. Χρωματιστά βότσαλα σε λευκό φόντο. Άρχισαν να βουτάνε κάποιοι. Μου φώναξαν να ακολουθήσω. Σηκώθηκα κάπως ζαλισμένη. Βούτησα από το ψηλότερο σημείο του βράχου, σίγουρη για την βουτιά μου. Σίγουρη πως θα τους εντυπωσιάσω όλους. Μια υπέροχη βουτιά στο παγωμένο νερό. Η καρδιά μου πόνεσε από το κρύο. Βγήκα στην επιφάνεια κι όλοι με κοίταζαν σαν χαζοί. Ρώταγαν αν είμαι καλά. Μια χαρά! Πολύ καλά ήμουν...
Κολύμπησα για λίγο και βγήκα στον ήλιο να στεγνώσω. Μια κοπέλα είχε βιντεοκάμερα μαζί της. Είχε τραβήξει την βουτιά μου, μου την έδειχνε και μου άρεσε. Ο Κώστας με το Νίκο στρίβανε τσιγάρα, σαν καραβιών φουγάρα... Ζέστη, καυτός ήλιος, παρέα, μουσική, φρούτα, τσιγάρα και γέλια, γέλια, γέλια! Μόνο γέλια, πάντα γέλια.
Μετά από μήνες, Άνοιξη ξανά, κατεβήκαμε βράδυ στα βράχια. Τρεις φιγούρες μες στα σκοτάδια. Φύσαγε πολύ. Ήταν σκοτάδι. Κάτσαμε στους βράχους, χαμένοι στις παραισθήσεις. Η Μαργαρίτα φοβήθηκε. Κάτι έβλεπε. "Μην φοβάσαι, σου φυλάω τα νώτα!", της είχα πει. Μαύρα βότσαλα σε μαύρο φόντο. Φύγαμε κυνηγημένοι από έναν απαίσιο βοριά που θα μπορούσε να μας είχε ρίξει στη θάλασσα.
Έφτασα στη Χώρα. Ωραίες οι αναμνήσεις αλλά έχω μια απορία: Γιατί έπαιζα με τη ζωή μου; Καλά, θα το σκεφτώ άλλη ώρα. Πάω super market.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου