Τίναξε το τσιγάρο στο τασάκι δύο, κοφτές φορές όπως έκανε πάντα.
Από το ραδιόφωνο ακουγόταν κάτι αδιάφορο και δεν είχε νυχτώσει παραπάνω από δύο ώρες. Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016
Shibari
Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016
Δεν είμαι φίλη σου
Μη με λες φίλη σου. Δεν είμαι. Φίλος είναι εκείνος που θα έκανε τα πάντα για εσένα, που θα έκανες τα πάντα γι' αυτόν. Εκείνος που θα έδινε και τη ζωή του, αν σου χρειαζόταν. Για εκείνον θα αψηφούσες κι εσύ τον θάνατο, που τόσο μας τρομάζει.
Μη με λες φίλη σου!
Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016
Κηδειόσημα
Είναι χρόνια τώρα που ενδιαφέρεται για τα κηδειόσημα. Κάθε πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά, σταματάει στη γνωστή κολόνα έξω από το mini market
της γειτονιάς και τσεκάρει αν υπάρχει κάποιο καινούριο. Σχεδόν
απογοητεύεται αν δεν βρει κάποιο. Και τα μνημόσυνα κοιτάζει κι αν
κάποιος άλλος "περίεργος" αναρωτηθεί "ποιος ήταν αυτός;", εκείνη ξέρει
να του πει, το πότε αλλά και το πως.
Όχι, δεν είναι καμιά
υπερήλικη από αυτούς που αχάραγο πάνε για ψωμί και τρέχουν στην κολόνα
να δουν μήπως πέθανε κάνας της σειράς τους, σχολιάζοντας "πάει και ο
Παναγιώτης! Και δεν ήταν μεγάλος ο καψερός, μόνο 82! Είχε χρόνια
ακόμα...", φοβούμενοι πως πλησιάζει η σειρά τους.Όχι, όχι. Ήταν νέα γυναίκα, ούτε 35 καλά, καλά. Το συνήθειο αυτό της προέκυψε όταν πριν χρόνια έπεσε το μάτι της τυχαία στην κολόνα και είδε ένα που έγραφε το όνομα του πατέρα της. Ίδιο όνομα, ίδια ηλικία αλλά άλλος άνθρωπος, ευτυχώς! Για λίγα δευτερόλεπτα είχε τρομάξει αλλά μετά η λογική επανήλθε και σκέφτηκε, πως δεν θα μπορούσε να μην ήξερε ότι πέθανε ο πατέρας της. Δεν θα μπορούσε να το μάθει από το κηδειόσημο! Άλλωστε, μαζί ζούσαν ακόμη.
Ήταν πολύ θλιμμένο αυτό το αγόρι. Έτοιμο να βάλει τα κλάματα της φάνηκε. Δεν τα έβαλε αλλά με το που τέλειωσαν οι συγγενείς και οι θρήνοι, άρχισε να ρίχνει χώμα γρήγορα, γρήγορα. Αν γινόταν να τελειώσει τα πάντα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα! Της φάνηκε εντυπωσιακή και αταίριαστη η θλίψη του. Θεώρησε πως θα έπρεπε να είχε συνηθίσει σε αυτή τη δουλειά, να θάβει νεκρούς. Ίσως πάλι, αυτό να μη συνηθίζεται ποτέ.
Και σήμερα
εδώ, μπροστά στην κολόνα κοιτάζει για κάτι νέο. Μια γυναίκα 60 ετών θα
κηδευόταν σε λίγες ώρες. Δεν την ξέρει, μα είναι θέμα χρόνου να μάθει το
ποια και το πως. Μια γιαγιά δίπλα της αναστενάζει: "Κρίμα, κρίμα κοπέλα
πράμα ήτανε!" κι αυτή σαν να της απαντάει: "απ' την παλιαρρώστια θα
πήγε κι αυτή..." κι οι δυο μαζί, κουνούν το κεφάλι πάνω κάτω,
συγκαταβατικά. Όσο συγκαταβατικά μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει την
αλήθεια του θανάτου.
Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016
Οικιακά
Τώρα κάνω τις δουλειές τους σπιτιού πιο ήρεμα.
Τις απολαμβάνω, μπορώ να πω. Δεν βιάζομαι να τις διεκπεραιώσω. Δεν με
κυνηγά το ίδιο ο χρόνος. Τις κάνω με βαθιά επίγνωση κι είναι ωραία.
Τα
Σαββατοκύριακα, αποφάσισα: Μόνο θάλασσα και βόλτες. Η μικρή, είναι
ενθουσιασμένη και δεν θέλει να τελειώσει ποτέ, αυτό το καλοκαίρι. Κι εγώ
δεν βιάζομαι. Επιτέλους, δεν βιάζομαι!
Τρίτη 5 Ιουλίου 2016
Εκείνο
Για χρόνια κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι μου. Το
έπαιρνα μαζί μου και στις διακοπές με τους γονείς. Δεν ήταν αυτό το
είδος του "φανταστικού φίλου" που γνωρίζουμε. Ήταν ο "φανταστικός
εχθρός". Ένα πλάσμα με σώμα ανθρώπινο και κεφάλι που μια θύμιζε γάτα και
μια σκύλο.
Το είχα δημιουργήσει στο κεφάλι μου πριν ακόμα μάθω για την ύπαρξη του αιγυπτιακού θεού που αποκαλούν Άνουβι, που τόσο έμοιαζαν. Ίσως να τον είχα κουβαλήσει στο υποσυνείδητό μου ως κληροδότημα μιας προηγούμενης ζωής. Δεν ξέρω. Ξέρω πως με τρόμαζε.
Το είχα δημιουργήσει στο κεφάλι μου πριν ακόμα μάθω για την ύπαρξη του αιγυπτιακού θεού που αποκαλούν Άνουβι, που τόσο έμοιαζαν. Ίσως να τον είχα κουβαλήσει στο υποσυνείδητό μου ως κληροδότημα μιας προηγούμενης ζωής. Δεν ξέρω. Ξέρω πως με τρόμαζε.
Γνώρισα
κι άλλους ανθρώπους, με τέτοια μάτια. Καμία εντύπωση δε μου έκαναν πια.
Νομίζω πως, καλά καλά, δεν θυμάμαι εκείνα τα μάτια του Εκείνου. Και
κοιμάμαι καλά, χωρίς να προσέχω τα αυτιά μου.
Τρίτη 31 Μαΐου 2016
Ο Πρίγκηπας τση Νύχτας
Η ντισκοτέκ του Νήρου στο Κρυονέρι ήταν μια παράγκα -ουσιαστικά-
κατασκευασμένη στην παραλία. Σε στυλ, κάτι ανάμεσα σε "Μπαρμπαρέλα" και
"Βιετνάμ".
Νωρίς έπαιζε "ξένα", αναβόσβηναν πολύχρωμα φώτα και άστραφτε η ντισκομπάλλα. Τη χαζεύαμε εκστασιασμένα, τα μικρά.
Νωρίς έπαιζε "ξένα", αναβόσβηναν πολύχρωμα φώτα και άστραφτε η ντισκομπάλλα. Τη χαζεύαμε εκστασιασμένα, τα μικρά.
Είχα την τύχη οι γονείς μου να με παίρνουν μαζί τους όπου πήγαιναν ακόμα και τη νύχτα. Έτσι, έχω παιδικές μνήμες (και) από τον Νήρο, στα μέσα του '80 αλλά και το '90 που πια ήμουν αρκετά μεγάλη ώστε να βγαίνω μόνη μου. Βέβαια, εκεί, μόνη μου δεν πήγα ποτέ.
Ο ίδιος ο Νήρος, ήταν τεράστια μορφή! Έβγαινε αργά, αφού είχε ολοκληρωθεί το ξένο πρόγραμμα και είχε μετατραπεί το μαγαζί σε μπουζούκια. Δεν έβγαινε πρώτος. Έβγαιναν άλλοι και τραγουδούσαν κι αυτός, ως αληθινός Πρίγκηπας της Νύχτας -όπως αυτοαποκαλείτο- έβγαινε απρέ.
Με λευκό κοστούμι, γαλάζιο ή κόκκινο πουκάμισο και ένα γαρύφαλλο στο χέρι. Ήταν ψηλός και εύσωμος. Στο λαιμό του γυάλιζαν χοντρές, χρυσές καδένες κι είχε λίγο χαίτη το μαλλί. Μετά από λίγη ώρα ίδρωνε και έβγαζε το σακάκι. Μας έδινε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε τι χρώμα εσώρουχο φόραγε -συνήθως γαλάζιο- μιας κι αυτό "έφεγγε" κάτω από το κατάλευκο παντελόνι.
Ο Πρίγκηπας της Νύχτας, ήθελε να είναι
τραγουδιστής. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να είναι. Δεν άκουσα ποτέ τη φωνή
του, σκέτη. Τραγουδούσε παράλληλα με το δίσκο ή την κασέτα που έβαζε
δίπλα του να παίζει και ακουμπούσε στο ηχείο ένα μικρόφωνο. Τραγουδούσε
Βοσκόπουλο, Κόκοτα... Τραγουδούσε "πλέι μπακ" φόρα παρτίδα, απροκάλυπτα
και απενοχοποιημένα. Είχε έκφραση θεατράλε, μεγάλου καλλιτέχνη και ο
κόσμος τον αποθέωνε! Τι λουλούδια, τι πιάτα γύψινα του πετάγανε. Μεγάλη
ζημιά γινόταν με τον Νήρο τον Πρίγκηπα.
Είχε κι έναν τύπο -άλλη φοβερή μορφή!- με το παρατσούκλι Ποντικός και του κράταγε πάνω του τον προβολέα, από ένα παραθυράκι. Όπου πήγαινε ο Νήρος, τον έλουζε μες φως ο Ποντικός. Μια φορά ένας θείος μου άρπαξε την μεταλλική παγοθήκη που ήταν γεμάτη νερό από λιωμένο πάγο και το πέταξε στον Ποντικό. Δεν έγινε φασαρία βέβαια, μην φανταστεί κανείς! Γέλια και κραξίματα μόνο! Ο Ποντικός μούσκεμα, εκεί! Να κρατά τον προβολέα πάνω στον Νήρο! Πως δεν έπαθε ηλεκτροπληξία, απορώ...
Η μουσική από του Νήρου, ακουγόταν σε όλη την περιοχή και φορές, πηγαίναμε βόλτα με τα πόδια παραλία, παραλία κι ακούγαμε και το πρόγραμμα.
Το μαγαζί, δεν υπάρχει εδώ και χρόνια. Το ίδιο και ο Νήρος, ο Πρίγκηπας της Νύχτας.
Στην φωτογραφία, το Ενετικό Υδραγωγείο στο Κρυονέρι από το www.gozakynhtos.gr. Δίπλα στο ενετικό κτίσμα, βρισκόταν η ντισκοτέκ του Νήρου.
Κυριακή 22 Μαΐου 2016
Για τον νόννο μου, τον Σπύρο
Σεπτέμβριος του 1964. Ο νόννος
μου ο Σπύρος, πατέρας του πατέρα μου, έχοντας αφήσει πίσω του Πόλεμο,
Κατοχή, Αντάρτικο, κυνηγητό στο βουνό, Εμφύλιο, Μακρόνησο κι άλλα πολλά
όμορφα... πήρε τη νόννα μου, Φωτεινή να την πάει στην Αθήνα, στον
γιατρό.
Η νόννα μου χρειαζόταν γυναικολόγο και εκείνος, μη εμπιστευόμενος κάποιον στο νησί, την έτρεξε στον Γρηγόρη Λαμπράκη, που όπως του είχαν πει από το Κόμμα, ήταν καλός και έντιμος γιατρός.
Πήραν
μαζί και τον πατέρα μου που τότε ήταν 14 ετών και φιλοξενήθηκαν στο
σπίτι ενός ζακυνθινού, του Ρουμαντζά, που είχε καταφύγει στην Αθήνα και
εργαζόταν χρόνια σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο της πρωτεύουσας.Η νόννα μου χρειαζόταν γυναικολόγο και εκείνος, μη εμπιστευόμενος κάποιον στο νησί, την έτρεξε στον Γρηγόρη Λαμπράκη, που όπως του είχαν πει από το Κόμμα, ήταν καλός και έντιμος γιατρός.
Με
τη νόννα μου και τον γιατρό Λαμπράκη, δεν γνωρίζω τι απέγινε. Δεν
γνωρίζει ούτε ο πατέρας μου. Βλέπεις τότε, αυτές ήταν κουβέντες για
"μεγάλους" κι έτσι έμεναν, για πάντα.
Θα ήθελα να είχε ζήσει
λίγα παραπάνω χρόνια ο νόννος μου και να είχα την ευκαιρία να μου πει
για το τότε. Μαθαίνω διάφορα από παλιούς συντρόφους του. Για τα
παρατσούκλια του, για την απίστευτη σκληρότητά του. Σε εμένα υπήρξε
πάντα πολύ γλυκός. Νομίζω πως μόνο σε εμένα υπήρξε τόσο γλυκός. Θα ήθελα
να είχε ζήσει παραπάνω αλλά το άσθμα που κονόμησε από την καλοπέραση
στην Εξορία, τον πέθανε νωρίς. Θα ήθελα να είχε ζήσει παραπάνω αλλά όχι
τόσο ώστε να έβλεπε πολλά από αυτά που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και
ζούμε. Μεταξύ αυτών, και το "Μενού της Εξορίας".
Εκείνο που
κρατώ περισσότερο στη μνήμη μου από αυτόν, είναι το ότι ένα βράδυ που
ζήτησα στον ύπνο μου νερό, μου ζέστανε στο μπρίκι, μην το πιω παγωμένο
και κρυώσω. Και, το δάκρυ του όταν ανακοινώθηκε στην τηλεόραση η
Οικουμενική Κυβέρνηση, το 1989.
Στη φωτογραφία, ο πατέρας μου, νέος κι ωραίος.
Στη φωτογραφία, ο πατέρας μου, νέος κι ωραίος.
Ετικέτες
ΖΑΝΤΕ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΩΡΑ... ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ,
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ,
MI ALMA
Παρασκευή 8 Απριλίου 2016
"N"
Εκείνη την περίοδο παίζαμε με τα
ονόματά μας. Για κάποιον λόγο που δεν θυμάμαι, είχαμε αποφασίσει να
κυριαρχεί σε όλα το γράμμα "Ν". Άτυχος όποιος είχε όνομα από "Ν". Δεν
χρειαζόταν αλλαγή και έμοιαζε σαν να μην κολλάει με το "Νωνώ", το
"Νώστας", το "Νιασό" και τα υπόλοιπα.
Τα
πράγματα άλλαξαν όταν σκοτώθηκε κάποιος που αγαπούσαμε όλοι, πολύ. Μαζί
του, σαν να θάψαμε και τα "Ν" μας. Και σιγά-σιγά, κόψαμε.
Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016
Η δική μας καλοσύνη
Το μυαλό μπορεί με απίστευτους συνειρμούς να μεταμορφώσει το αρχικό ερέθισμα σε κάτι που είτε η μνήμη ανακαλεί είτε η καρδιά χρειάζεται.
Ένας τέτοιος συνειρμικός αλγόριθμος μού προέκυψε παρατηρώντας εικόνες από την Ειδομένη. Εικόνες που δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα έβλεπα ποτέ στη ζωή μου, τόσο κοντά στον μικρόκοσμό μου. Συντέλεσαν και κάποιες άλλες εικόνες. Εικόνες ανθρώπων που ανοίγουν τα σπίτια και τις αγκαλιές τους. Ανθρώπων που καθημερινά αυτόδιατίθενται και προσφέρουν με όποιον τρόπο μπορούν.
Είπα μέσα μου, πως ναι, μπορούμε ακόμα να πιστεύουμε στον Άνθρωπο. Στο αγνό αίσθημά του, στη μεγαλοψυχία, στην αλληλεγγύη, στην καλοσύνη του.
Κι έτσι κάπως, με δεκάδες σκέψεις που αγωνίστηκαν στη σκυταλοδρομία θυμήθηκα πως πριν κάποια χρόνια, το 2008, όταν η «Κρίση» δεν είχε σκάσει ακόμα στα μούτρα μας διάβασα εκείνο το βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου, «Η καλοσύνη των ξένων». Πόσο ωραίο το είχα βρει αυτό το βιβλίο!
Δεν ήταν απλά η έκθεση του συγγραφέα απέναντι στο κοινό του αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο κομμάτι του βίου του, μιας και πρόκειται για την ιστορία της δικής του υιοθεσίας. Ήταν η απλότητα που ο ίδιος επέλεξε να μας εξιστορήσει τα γεγονότα με γνώμονα πάντα την καλοσύνη των άλλων.
Ακόμα κι αν σκεφτώ σήμερα πως ο Τατσόπουλος αργότερα έγινε βουλευτής. Έκανε το ένα, έκανε το άλλο, είπε πράγματα που δεν μου άρεσαν κ.λ.π., η καλοσύνη των ξένων είναι αυτή που του έδωσε την ευκαιρία, το δικαίωμα. Ο Πέτρος Τατσόπουλος, ήταν από τους τυχερούς που ενώ οι συγκυρίες της ζωής τα έφεραν έτσι ώστε να εξαρτάται η δική του ζωή από την όποια καλοσύνη θα επιδείξουν οι άλλοι, βρέθηκαν γι’ αυτόν οι «ξένοι» που την προσέφεραν απλόχερα.
(Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά, την Τετάρτη 23/03/2016, στο πολιτιστικό περιοδικό "Τέχνης Λόγια".)
Ετικέτες
ΒΙΒΛΙΟ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΩΡΑ... ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ,
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ
Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016
Περί Αποκριάς...
Όταν ήμασταν παιδιά η Τσικνοπέμπτη ήταν μια κάπως δύσκολη μέρα, για
εμάς τα κορίτσια ειδικά. Βλέπεις τα αγόρια, περίμεναν πως και πως να μας
υποδεχτούν με τις τσουκνίδες στα χέρια και γι' αυτό το λόγο, έπιαναν στασίδι
από νωρίς το πρωί στο προαύλιο του σχολειού. Αλίμονο σε όποια ξεχασμένη, είχε
γυμνά πόδια!
Όταν ήμασταν παιδιά
τρώγαμε «ξυνιστό» την Τσικνοπέμτη. Έτσι όπως όριζε το έθιμο, μα κυρίως όπως
όριζε το αντέτι που κουβαλούσαμε στις ζακυνθινές καρδιές μας. Μετά ακλουθήσαμε
τη μόδα του ψητού, τη «μωραΐτικη» συνήθεια. Σουβλάκια και μπίρες στους δρόμους,
στα προαύλια, στις δημόσιες υπηρεσίες. Μια νέα, άτυπη μισοαργία. Ένα σύννεφο
τσίκνας πάνω από τη Χώρα και ένα σωρό σκουπίδια παρατημένα, ανακατωμένα με
σερπαντίνες και κομφετί.
Όταν ήμασταν
παιδιά, οι γονείς πηγαίνανε κάθε βράδυ στους χορούς στο Καζίνο. Μας πέρνανε
μαζί τη Δευτέρα του «μπαλ μασκέ» και την άλλη μέρα στο σχολείο κουτουλούσαμε.
Τα άλλα βράδια μέναμε στου νόνου. Η νόνα μας έφτιαχνε καλαμπομαγέρεμα και μας
έλεγε ιστορίες από το δικό της Καρναβάλι. Το ραδιόφωνο έπαιζε μονίμως –θαρρώ-
χαβάγιες και σε κάθε δωμάτιο υπήρχε και από ένα.
Η νόνα δεν πήγαινε
ούτε νέα στους χορούς. Δεν ήξερε να χορεύει. Ήταν άγαρμπη. Ο νόνος ήταν
φινετσάτος και εξαίσιος χορευτής. Δεν την έπαιρνε μαζί του. Κι εκείνη όλο
παράπονα μας έκανε –μετά από τόσα χρόνια- ότι ποτέ δεν την πήγε στους Χορούς.
Κι όλο θυμόταν τότε που του έβαλε τα παπούτσια τα καλά στο νερό, για να μην
έχει να φορέσει μα εκείνος δανείστηκε από κουμπάρο ένα ζευγάρι. Κι εκείνο το
άλλο, που η νόνα ντύθηκε μασκαρούλα και πήγε και τον βρήκε και τον σταύρωνε όλη
νύχτα χωρίς να του λέει ποια είναι. Δεν ξέραμε αν ήταν αλήθεια αλλά γελάγαμε
πάντα όταν τα έλεγε.
Όταν ήμασταν
παιδιά, φοράγαμε τις μορέτες μας και βγαίναμε βόλτες από σπίτι σε σπίτι, στη
γειτονιά. Μασκαράτα. Τώρα πια, οι μορέτες μόνιμα φορεμένες ανάλογα με την
περίσταση και το πώς πρέπει της ζωής. Δεν έχει γούστο το Καρναβάλι πια. Και τι
να ντυθείς άλλωστε; Ίσως «άνθρωπος!» που
λέγαμε, παιδιά…
(To κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο ένθετο ΣΤΙΓΜΕΣ, της εφημερίδας "ΗΜΕΡΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ", την Παρασκευή 4/3/2016.)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)