Για την Χαρά Θ. που τις αρέσουν οι παλαιές ιστορίες
"Βάρει να παίξουμε μία κοντσίνα, σώνει τηλόραση ούλη την ώρα", με κάλεσε ο νόνος μου κι εγώ βαριεστημένη επήγα κοντά του να παίξουμε. Να του κάμω το χατήρι. Επαίζαμε κοντσίνα κάθε απόγιομα, μετά τον μπούρμπουλα που έπαιρνε καθιστός στην καρέκλα με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του, απάνου στο τραπέζι. Με έκλεβε στο μέτρημα κομμάτι αλλά έκανα πως δεν εκαταλάβαινα για να μην του χαλάσω την καρδιά. Σάμπως και τώρα που μεγάλωσα, έτσι δεν κάνω; Δεν μεροληπτώ υπέρ των αγαπημένων μου; Δεν αβαντάρω εφτούς που συμπαθώ; Ποίος έχασε την αντικειμενικότητά του για να την έβρω εγώ;
"Θα παίξουμε μία αλλά μετά θα μου πεις μία ιστορία, για τότε που ανέβαινες στα βουνά με το άλογο, για να βρεις ζωντανά." Εσυμφωνήσαμε και στρωθήκαμε στην τσόχα. Ήταν παλαιός παίχτης, δεν έπαιζε χωρίς τσόχα στο τραπέζι, για να γλιστράει καλύτερα η τράπουλα. Φυσικά και έχασα αλλά καθόλου δεν με ένοιαζε. Το μυαλό μου το είχα στην ιστορία που θα έπαιρνα ρεγάλο. Μία από εκειές τις ιστορίες που με στοίχειωναν τα βράδια - μικρό παιδί- και δεν με άφηναν να κοιμηθώ. Από εκειές που έφερναν στην κάμαρά μου αερικά, δαιμονικά και στοιχειά σαν το βόιδι τση Ντούσενας.
Επήρε τα χαρτιά στα χέρια και γύρισε ένα φύλλο. "Έντηνέ, ντάμα πίκα! Ξέρεις τι βρώμα είναι εφτούνη; Ο Θέος να σε φυλάει! Το λοιπό, ξέρω ποια ιστορία θα σου πω αλλά φέρε μου κομμάτι νερό να έχω έδω πα κοντά μου, όπου να 'ναι θε να πιω την μπάλλα του ζαχάρου." Του έφερα το νερό και στρώθηκα δίπλα του ν' ακούσω επιτέλους. Άρχισε την αφήγηση...
Που λες παιδάκι μου, επήγαινα ένα βράδυ στη Λούχα, παραμονές Λαμπρής ήτουνα και επήγαινα για κάτι αρνοκάτσικα. Είχα και κάτι κουμπάρους εκεί, θα έμενα το βράδυ και το πρωί θα έκανα τη δουλειά μου και θα γύρναγα οπίσω. Ανέβαινα από το Μαχαιράδο κι έδε κει στου Καταλούπου, μου σταματάει το άλογο. Ορέ ναααα, του έλεγα. Τίποτα εφτό. Έκανε συνέχεια οπίσω. Νααα ορέ ναααααα, του έλεγα εγώ. Τίποτα εφτό. Ξέρεις παιδάκι μου, τα άλογα είναι αλαφροίσκιωτα, ούλα τα γλέπουνε. Ούλα που εμείς δεν γλέπουμε και δε νογάμε. Πίσσα σκοτάδι ήτουνα, εγώ μονάχος μου, εμαλινάρισα, ψέματα να σου πω; Ξεκαβαληκεύω το άλογο, το πιάνω από την καπιστράνα και το τράβαγα να προχωρήσει ομπροστά. Τίποτα εφτό. Μουλάρι ίδιο! Πάω οπίσω του και τι να ειδώ; Η ουρά του πλεμένη πλεξούδα τόση εεε χοντρή! Να μα το Άγιο Λείψανο! Εγώ δεν του την είχα πλεμένη και ούτε που εφύγαμε από τη Χώρα ήτουνα. Έδε κει είχε γένει. Τηνε πιάνω, τηνε λύνω, έκαμα και το σταυρό μου και καβαλήκεψα αντακάπου. Να ορέεεε, τίποτα το άλογο! Ήτουνα τσιλωμένο, αλαφιασμένο, το έγλεπα! Τόμου είδα κι αποείδα, κατεβαίνω και του δίνω μία δυνατή στα καπούλια. Τίποτα εφτό. Δεν επήγαινε ρούπι. Τότε εθυμήθηκα τη μάνα μου τη συγχωρεμένη που μου έλεγε άμα μου τυχαίνουνε τέτοια πράματα να ανάβω τσιγάρο να φεύγει το κακό μακρύα. Άναψα το λοιπό αμέσως το τσιγάρο και εφουμάριζα. Κάνω πίσω να δω την ουρά του αλόγου, τι να ειδώ;;; Αντακάπου πλεμένη πλεξούδα! Πριν πέντε λεφτά την είχα λύσει! Να μα τον Άγιο, άμα σου λέω ψέματα παιδάκι μου. Μου έπεσε το τσιγάρο από το στόμα! Το σήκωσα από χάμου και συνέχισα να φουμάρω. Σε μία δόση, μες στη σιγαλιά κάτι άκουγα. Εκράτησα και την ανάσα μου να καταλάβω τι είναι. Ακουότανε σαν αλυσίδες που τσι σέρνεις χάμου. Ο Άγιε μου Διονύσιε και Αγία μου Μαύρα, βοήθα με, εσκέφτηκα. Το άλογο να κάνει το μουρλό, να χλιμιντράει και να σηκώνεται στα πισινά του. Εσκέφτηκα ότι έδε κει θα άφηνα τα κόκκαλά μου, ό,τι θα με παίρνανε οι διαόλοι. Κάνω έτσι προς τη Χώρα και γλέπω, εεε μα τον Άγιο παιδάκι μου ανατριχίλα έχω που το θυμάμαι, ένα σκυλί μεγάλο σαν γαϊδούρι. Μαύρο και λυσσασμένο, να σέρνει κάτι αλυσίδες τόσες ε χοντρές. Τα μάτια μου επετάανε φωτιές κι ερχότουν απάνου μου. Έκαμα το σταυρό μου, είπα και το Πάτερ Ημών τρεις φορές, έπεσα στα γόνατα και επαρακάλαγα τον Άγιο να με ξελυτρώσει από το δαιμονικό. Το άλογο να βαρεί κλωτσίες τον άερα, να καίεται η σφαίρα σου λέω! Τελικά έφυγε ο όξω από δω και μακρία. Με ξελύτρωσε ο Άγιος μας! Επήγα την άλλη μέρα και άναψα τόρτσα στην χάρη του. Όμως παιδάκι μου, να με πιστέψεις, εμαλινάρισα ο δόλιος. Επήγε να μου φύγει η ψυχή! Ξημερώματα έφτασα στη Λούχα με ούλα εφτούνα! Αμέσως μου βάλανε να κολατσήσω και ήπια γύρευε πόσο κρασί να έρθω να σταλωθώ. Ασ' την κουβέντα παιδάκι μου. Ξέρεις τι έχω περασμένο;;;... Ασ' τα! Έλα να παίξουμε άλλη μια, να χαρείς!
Τόση ώρα τον άκουγα σιωπηλή. Δεν ήμουν πάνω από 12 χρονών. Εκείνο το βράδυ πάλι δεν εκοιμήθηκα. Ούλη νύχτα τα σκυλιά με τσι αλυσίδες με κυνηγάγανε και μου κάνανε τα ρούχα μπουκούνια...
"Θα παίξουμε μία αλλά μετά θα μου πεις μία ιστορία, για τότε που ανέβαινες στα βουνά με το άλογο, για να βρεις ζωντανά." Εσυμφωνήσαμε και στρωθήκαμε στην τσόχα. Ήταν παλαιός παίχτης, δεν έπαιζε χωρίς τσόχα στο τραπέζι, για να γλιστράει καλύτερα η τράπουλα. Φυσικά και έχασα αλλά καθόλου δεν με ένοιαζε. Το μυαλό μου το είχα στην ιστορία που θα έπαιρνα ρεγάλο. Μία από εκειές τις ιστορίες που με στοίχειωναν τα βράδια - μικρό παιδί- και δεν με άφηναν να κοιμηθώ. Από εκειές που έφερναν στην κάμαρά μου αερικά, δαιμονικά και στοιχειά σαν το βόιδι τση Ντούσενας.
Επήρε τα χαρτιά στα χέρια και γύρισε ένα φύλλο. "Έντηνέ, ντάμα πίκα! Ξέρεις τι βρώμα είναι εφτούνη; Ο Θέος να σε φυλάει! Το λοιπό, ξέρω ποια ιστορία θα σου πω αλλά φέρε μου κομμάτι νερό να έχω έδω πα κοντά μου, όπου να 'ναι θε να πιω την μπάλλα του ζαχάρου." Του έφερα το νερό και στρώθηκα δίπλα του ν' ακούσω επιτέλους. Άρχισε την αφήγηση...
Που λες παιδάκι μου, επήγαινα ένα βράδυ στη Λούχα, παραμονές Λαμπρής ήτουνα και επήγαινα για κάτι αρνοκάτσικα. Είχα και κάτι κουμπάρους εκεί, θα έμενα το βράδυ και το πρωί θα έκανα τη δουλειά μου και θα γύρναγα οπίσω. Ανέβαινα από το Μαχαιράδο κι έδε κει στου Καταλούπου, μου σταματάει το άλογο. Ορέ ναααα, του έλεγα. Τίποτα εφτό. Έκανε συνέχεια οπίσω. Νααα ορέ ναααααα, του έλεγα εγώ. Τίποτα εφτό. Ξέρεις παιδάκι μου, τα άλογα είναι αλαφροίσκιωτα, ούλα τα γλέπουνε. Ούλα που εμείς δεν γλέπουμε και δε νογάμε. Πίσσα σκοτάδι ήτουνα, εγώ μονάχος μου, εμαλινάρισα, ψέματα να σου πω; Ξεκαβαληκεύω το άλογο, το πιάνω από την καπιστράνα και το τράβαγα να προχωρήσει ομπροστά. Τίποτα εφτό. Μουλάρι ίδιο! Πάω οπίσω του και τι να ειδώ; Η ουρά του πλεμένη πλεξούδα τόση εεε χοντρή! Να μα το Άγιο Λείψανο! Εγώ δεν του την είχα πλεμένη και ούτε που εφύγαμε από τη Χώρα ήτουνα. Έδε κει είχε γένει. Τηνε πιάνω, τηνε λύνω, έκαμα και το σταυρό μου και καβαλήκεψα αντακάπου. Να ορέεεε, τίποτα το άλογο! Ήτουνα τσιλωμένο, αλαφιασμένο, το έγλεπα! Τόμου είδα κι αποείδα, κατεβαίνω και του δίνω μία δυνατή στα καπούλια. Τίποτα εφτό. Δεν επήγαινε ρούπι. Τότε εθυμήθηκα τη μάνα μου τη συγχωρεμένη που μου έλεγε άμα μου τυχαίνουνε τέτοια πράματα να ανάβω τσιγάρο να φεύγει το κακό μακρύα. Άναψα το λοιπό αμέσως το τσιγάρο και εφουμάριζα. Κάνω πίσω να δω την ουρά του αλόγου, τι να ειδώ;;; Αντακάπου πλεμένη πλεξούδα! Πριν πέντε λεφτά την είχα λύσει! Να μα τον Άγιο, άμα σου λέω ψέματα παιδάκι μου. Μου έπεσε το τσιγάρο από το στόμα! Το σήκωσα από χάμου και συνέχισα να φουμάρω. Σε μία δόση, μες στη σιγαλιά κάτι άκουγα. Εκράτησα και την ανάσα μου να καταλάβω τι είναι. Ακουότανε σαν αλυσίδες που τσι σέρνεις χάμου. Ο Άγιε μου Διονύσιε και Αγία μου Μαύρα, βοήθα με, εσκέφτηκα. Το άλογο να κάνει το μουρλό, να χλιμιντράει και να σηκώνεται στα πισινά του. Εσκέφτηκα ότι έδε κει θα άφηνα τα κόκκαλά μου, ό,τι θα με παίρνανε οι διαόλοι. Κάνω έτσι προς τη Χώρα και γλέπω, εεε μα τον Άγιο παιδάκι μου ανατριχίλα έχω που το θυμάμαι, ένα σκυλί μεγάλο σαν γαϊδούρι. Μαύρο και λυσσασμένο, να σέρνει κάτι αλυσίδες τόσες ε χοντρές. Τα μάτια μου επετάανε φωτιές κι ερχότουν απάνου μου. Έκαμα το σταυρό μου, είπα και το Πάτερ Ημών τρεις φορές, έπεσα στα γόνατα και επαρακάλαγα τον Άγιο να με ξελυτρώσει από το δαιμονικό. Το άλογο να βαρεί κλωτσίες τον άερα, να καίεται η σφαίρα σου λέω! Τελικά έφυγε ο όξω από δω και μακρία. Με ξελύτρωσε ο Άγιος μας! Επήγα την άλλη μέρα και άναψα τόρτσα στην χάρη του. Όμως παιδάκι μου, να με πιστέψεις, εμαλινάρισα ο δόλιος. Επήγε να μου φύγει η ψυχή! Ξημερώματα έφτασα στη Λούχα με ούλα εφτούνα! Αμέσως μου βάλανε να κολατσήσω και ήπια γύρευε πόσο κρασί να έρθω να σταλωθώ. Ασ' την κουβέντα παιδάκι μου. Ξέρεις τι έχω περασμένο;;;... Ασ' τα! Έλα να παίξουμε άλλη μια, να χαρείς!
Τόση ώρα τον άκουγα σιωπηλή. Δεν ήμουν πάνω από 12 χρονών. Εκείνο το βράδυ πάλι δεν εκοιμήθηκα. Ούλη νύχτα τα σκυλιά με τσι αλυσίδες με κυνηγάγανε και μου κάνανε τα ρούχα μπουκούνια...
(Η ιστορία αυτή έχει δημοσιευθεί στο ΡΑΠΟΡΤΟ)
16 σχόλια:
Υποχρεωμένη απο την αφιέρωση!!!!!!!
Μου φτιαξες τη μέρα και μια που μου το θύμισες να πάρω μία "μπάλα" για τον πονοκέφαλο που μ έχει μουρλάνει απο χθες.
Poli kalo!
Kalimeraaaa
NK
Πολύ ωραία ιστορία. Ο πίνακας είναι Μποτερό; Πολύ ωραίος!
Χαρά, καμία υποχρέωση! Χαρά μου! :)
Περαστικά για τον πονοκέφαλο. Εγώ δυστυχώς δεν κατάφερα να να ξεφύγω από την ίωση. Με κόλλησε ο μικρός μας και δεν με πιάνει καμία μπάλα!
Να 'σαι καλά!
ΝΚ, ευχαριστώ! Να 'χεις την υγειά σου!
Ανώνυμος, ευχαριστώ!
Ο πίνακας είναι του Φερνάντο Μποτέρο, που τον αγαπώ πολύ!
:)
Περαστικά κοριτσάκι!Ετσι είναι οι μικρομάνες.
Σε ζηλεύω τώρα που τα δικά μου μεγάλωσαν,νοσταλγώ την παιδική τους ηλικία.
Θα σου γράψω σύντομα,διότι η ημικρανία επιμένει σθεναρά και μ έχει αποσυντονίσει.
Φιλάκια πολλά.
Τό ξερα ότι δεν με πιάνει το κακό με τίποτα. Τό να σβήνω το άλλο ανάβω, πού να τολμήσει νά ρθει το σκυλί. Μπορεί να βγάζει φλόγες, αλλά δεν θέλει να γίνει και παθητικός καπνιστής. Φιλάκια και περαστικά.
Πολύ ωραία ιστορία. Εμ πώς να κοιμηθείς στα 12 σου άμα άκουγες τέτοια;
Περαστικά...
Χαρά Θ., εύχομαι σύντομα να περάσει η ημικρανία. Ξέρω πόσο άσχημα νοιώθεις.
Τα παιδιά μπορεί να μας "κουράζουν" περισσότερο όταν είναι μικρά αλλά ναι, η παιδική ηλικία έχει τη χάρη της! Άλλωστε δεν λένε "Μικρά παιδιά, μικρά βάσανα. Μεγάλα παιδιά, μεγάλα βάσανα" ; Κάτι ήξερε παραπάνω ο λαός! Τονίζω το "ήξερε" γιατί τα τελευταία 20 χρόνια περίπου, δείχνει να μην ξέρει καθόλου τι του γίνεται!
Μάλλον παραληρώ από τον πυρετό!
Σε φιλώ -από μακριά μην κολλήσεις- και σε ευχαριστώ πολύ!
Απολοζί μον αμούρ!
Καπνίζεις αρειμανίως;;; Ε, τώρα έχεις δικαιολογία: το κάνεις για να μην πλησιάζουν τα δαιμόνια!
Ελπίζω να πήγε καλά εχθές η παρουσίαση. Αναμένω σχετικό ποστ!
Κίσες, από μακριά πάντα!
Kiki, για χρόνια, όποτε έμενα στο σπίτι των νόνων μου, δυσκολευόμουν να κοιμηθώ από τα πολλά που είχα ακούσει. Ακόμα και για το ίδιο το σπίτι!
Ευχαριστώ πολύ για τα περαστικά!
Είχαμε μια γιαγιά, θεία της γιαγιάς για την ακρίβεια, από τη ζακυθινή πλευρά. Η γιαγιά η Μπετίνα, η οποία της άρεσε να μας λέει τέτοιες ιστορίες. Μας έλεγε για τον μπούμπουλα καθρέφτη κι εμεις πιτσιρίκια, τρέμαμε. Ανάθεμά με αν θυμάμαι τι έλεγε αυτή η ιστορία, αλλά με το που ακούω τη λέξη μπούμπουλα καθρέφτη και το όνομα Μπετίνα, σκιάζουμαι!!!
Kiki, σε καταλαβαίνω απόλυτα!Δυστυχώς αυτά τα λάθη τα κάνανε οι παλαιοί. Αμόρφωτοι άνθρωποι ήταν, έτσι είχαν μάθει και από τους δικούς τους. Το κακό είναι πως χωρίς να το καταλάβουν, τρομοκρατούσαν γενιές και γενιές. Το καλό είναι -για εμάς- πως μας έμαθαν να αποφεύγουμε τέτοια λάθη στα δικά μας τα παιδιά.
Ντάνα μου μικρή, αθώα και αρρωστούλα, καλύτερα όχι. Άκουμε που σε λέω.
Apologia μου, κάτι αρνητικό πιάνουν οι κεραίες μου ή είναι ο πυρετός που βάρεσε 39 πάλι;;;
Στείλε κάνα μέιλ βρε κορίτσι, να δούμε τι θα γίνουμε!
Σε φιλώ από το κρεβάτι του πόνου!
Δημοσίευση σχολίου