μια ιστορία από τα ορεινά
Ο Κώστας και ο Πέτρος είχαν γεννηθεί την ίδια μέρα, στην ίδια γειτονιά του χωριού. Η ίδια μαμή εξεγέννησε τσι μανάδες τσους, που κοιλοπόνιανε δίπλα, δίπλα. Και αντάμα εμεγαλώσανε σαν αδέρφια. Εκάμανε οικογένειες και παιδία και ούλα του Χριστού τα καλά.
Κάθε απόγιομα εσυναντιότανε στο καφενείο του Γιάννη, ένα από τα καφενεία του χωριού, και επαίζανε κοντσίνα. Πενήντα δραμές, τότενες, τη παρτίδα. Πρώτος συνήθως επαρουσιαζότανε ο Πέτρος στο καφενείο κι εβάριε ντρίτα στο τραπέζι που καθόντανε πάντοτες. Όπως έμπαινε και ο Κώστας, ο άλλος έβγαζε το πενηντάρι από τη τσέπη, το έβαζε κάτου από το πακέτο τα τσιγάρα του και έπιανε να ανακατώνει τη τράπουλα. Εκαθότουνα κι ο Κώστας, επαίζανε τη παρτίδα τους, πίνανε και τον καφέ τσους κι άμα φινίριζε η παρτίδα, επληρωνότουνα ο κερδισμένος και πηγαίνανε καλιά τους.
Σ' ένα καιρό, εκεί που επαίζανε την κοντσίνα τους, ετσακωθήκανε οι δυο φίλοι, γιατί γλέπεις ο καθένας ήτουνα με άλλο κόμμα. Ο Κώστας που ήτουνα αριστερός, έδωσε μία πεταξία τση τράπουλας γιατί τον επρόσβαλε ο Πέτρος και έφυγε μήτε θερίο από το καφενείο. Κι έτσι εχολιάσανε, δεν εμίλιε ο ένας του αλλουνού και κάμανε να παρισιαστούνε στο καφενείο πάνω από βδομάδα. Μέσα τσους όμως, δεν ημπόριανε να το κρατάνε άλλο μα ήτουνα περήφανοι κοκόροι κι οι δύο, δεν αποφάσιζε κανένας να κάμει οπίσω και να τα ξανάβρουνε.
Μετά από δέκα μέρες το λοιπό, εξεχαράξανε και αρχίσανε πάλε να παρισιάζονται στο καφενείο. Ο ένας από τη μία μερία, ο άλλος από την άλλη μερία. Ούτε να κοιταχτούνε. Έτσι περάσανε λίγες μερούλες ακόμα. Δεν αντέχανε όμως να μείνουνε άλλο χωρίς το συνήθειό τσους, την κοντσίνα κι όλο εγυρεύανε το γύρω κανένανε άλλονε, μπας κι ήθελε να παίξει μαζί τσους. Κανείς όμως δεν τσι έπαιζε, επίτηδες. Είχαν ούλοι συμφωνήσει μεταξύ τους, με εφτό το τρόπο, να τσι πείσουνε να τα ξανάβρουνε.
Είδε και αποείδε και ο Πέτρος και τι να κάμει, επαραφύλαξε μία μέρα να ειδεί τον Κώστα να μπαίνει στο καφενείο και μόλις τον είδε, μπήκε κι εφτός και βάρεσε καρφί για το τραπέζι που είχανε συνήθειο να κάθουντε. Έβγαλε ένα πενηντάρι από τη πούρσα του, το έβαλε απάνου στο τραπέζι και εφώναξε: "Είναι κανείς να παίξουμε μία;". Νιέντε, μες στο καφενείο. Κανείς δεν εμίλησε. Έκαμε τη καρδιά του κόμπο ο Κώστας και πήγε κι έκατσε, χωρίς μιλιά στο τραπέζι, και παίξανε. Εκέρδισε κιόλας ο Κώστας, επήρε το πενηντάρι και καλιά του.
Από εφτούνη τη μέρα, έτσι επήγε το πράμα. Όποιος από τσι δύο έμπαινε πρώτος στο καφενείο, εκαθότουνα στο τραπέζι κι έβαζε το πενηντάρι από κάτου από το τασάκι. Αριβάριζε μετά ο άλλος και παίζανε, μα κουβέντα δεν εβγάνανε από το στόμα τσους. Και τσι πόντους, στα βουβά τσι μετράγανε, έγραφε ο καθένας τσι δικούς του στο χαρτί. Κι έτσι εσυνεχίσανε, μέχρι τα βαθιά τσους γεράματα, που άλλο δεν ημπόριανε να πάνε ούτε μέχρι του Γιάννη, να παίξουνε κοντσίνα.
Κάθε απόγιομα εσυναντιότανε στο καφενείο του Γιάννη, ένα από τα καφενεία του χωριού, και επαίζανε κοντσίνα. Πενήντα δραμές, τότενες, τη παρτίδα. Πρώτος συνήθως επαρουσιαζότανε ο Πέτρος στο καφενείο κι εβάριε ντρίτα στο τραπέζι που καθόντανε πάντοτες. Όπως έμπαινε και ο Κώστας, ο άλλος έβγαζε το πενηντάρι από τη τσέπη, το έβαζε κάτου από το πακέτο τα τσιγάρα του και έπιανε να ανακατώνει τη τράπουλα. Εκαθότουνα κι ο Κώστας, επαίζανε τη παρτίδα τους, πίνανε και τον καφέ τσους κι άμα φινίριζε η παρτίδα, επληρωνότουνα ο κερδισμένος και πηγαίνανε καλιά τους.
Σ' ένα καιρό, εκεί που επαίζανε την κοντσίνα τους, ετσακωθήκανε οι δυο φίλοι, γιατί γλέπεις ο καθένας ήτουνα με άλλο κόμμα. Ο Κώστας που ήτουνα αριστερός, έδωσε μία πεταξία τση τράπουλας γιατί τον επρόσβαλε ο Πέτρος και έφυγε μήτε θερίο από το καφενείο. Κι έτσι εχολιάσανε, δεν εμίλιε ο ένας του αλλουνού και κάμανε να παρισιαστούνε στο καφενείο πάνω από βδομάδα. Μέσα τσους όμως, δεν ημπόριανε να το κρατάνε άλλο μα ήτουνα περήφανοι κοκόροι κι οι δύο, δεν αποφάσιζε κανένας να κάμει οπίσω και να τα ξανάβρουνε.
Μετά από δέκα μέρες το λοιπό, εξεχαράξανε και αρχίσανε πάλε να παρισιάζονται στο καφενείο. Ο ένας από τη μία μερία, ο άλλος από την άλλη μερία. Ούτε να κοιταχτούνε. Έτσι περάσανε λίγες μερούλες ακόμα. Δεν αντέχανε όμως να μείνουνε άλλο χωρίς το συνήθειό τσους, την κοντσίνα κι όλο εγυρεύανε το γύρω κανένανε άλλονε, μπας κι ήθελε να παίξει μαζί τσους. Κανείς όμως δεν τσι έπαιζε, επίτηδες. Είχαν ούλοι συμφωνήσει μεταξύ τους, με εφτό το τρόπο, να τσι πείσουνε να τα ξανάβρουνε.
Είδε και αποείδε και ο Πέτρος και τι να κάμει, επαραφύλαξε μία μέρα να ειδεί τον Κώστα να μπαίνει στο καφενείο και μόλις τον είδε, μπήκε κι εφτός και βάρεσε καρφί για το τραπέζι που είχανε συνήθειο να κάθουντε. Έβγαλε ένα πενηντάρι από τη πούρσα του, το έβαλε απάνου στο τραπέζι και εφώναξε: "Είναι κανείς να παίξουμε μία;". Νιέντε, μες στο καφενείο. Κανείς δεν εμίλησε. Έκαμε τη καρδιά του κόμπο ο Κώστας και πήγε κι έκατσε, χωρίς μιλιά στο τραπέζι, και παίξανε. Εκέρδισε κιόλας ο Κώστας, επήρε το πενηντάρι και καλιά του.
Από εφτούνη τη μέρα, έτσι επήγε το πράμα. Όποιος από τσι δύο έμπαινε πρώτος στο καφενείο, εκαθότουνα στο τραπέζι κι έβαζε το πενηντάρι από κάτου από το τασάκι. Αριβάριζε μετά ο άλλος και παίζανε, μα κουβέντα δεν εβγάνανε από το στόμα τσους. Και τσι πόντους, στα βουβά τσι μετράγανε, έγραφε ο καθένας τσι δικούς του στο χαρτί. Κι έτσι εσυνεχίσανε, μέχρι τα βαθιά τσους γεράματα, που άλλο δεν ημπόριανε να πάνε ούτε μέχρι του Γιάννη, να παίξουνε κοντσίνα.
16 σχόλια:
epitelous! mou ixan lipsi afta!
NK
Να καλά με την ωραία ιστορία σου!
(Με κοψοχόλιασες όμως - στα μισά φοβήθηκα οτι θα αλληλοσκοτωνότανε)
Πολύ κινηματογραφικό, πολύ καλή η σκηνογραφία και άριστα γκρο πλαν. Ο ήχος ήταν λίγο πειραγμένος και εκτός από τον ήχο του τραπουλόχαρτου πάνω στο τραπέζι, που ήταν σχεδόν εκκωφαντικός δεν μπόρεσα να διακρίνω ποίο ήταν το σάουντρακ που επιλέχτηκε για μουσική επένδυση. Πολύ εύγλωτα τα βλέμματα των πρωταγωνιστών, αλλά και των λοιπών θαμώνων.
Ο χρυσός Φοίνιξ δικός σας. Ο Αγγελόπουλος (αλήθεια ζει ακόμη;) δικαίως θα χάσει τον ύπνο του. Μπράβο Ντάνα μου.
ΤΕΛΕΙΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ
Αναδεικνύεσαι σε μαστόρισσα του λόγου! Εύγε σου!!!
Ειδικά στις περιγραφές ...δεν παλεύεσαι!!!
Κι αυτά τα ζακυνθινά... Απόλαυση
Σμουάαατς
Το κείμενο είχε γραφτεί για ένα τεύχος του ΡΑΠΟΡΤΟ, που δυστυχώς, δεν βγήκε ποτέ. Ήθελα όμως να το μοιραστώ.
ΝΚ! Κι εμένα!
Τσαλαπετεινέ μου!
Να 'σαι καλά κι εσύ να μας γράφεις τα ωραία σου.
Σε φιλώ!
Σόρα Ιωάννα, με κάνεις να αισθάνομαι αμήχανα. Ευχαριστώ!
Φιλιά στα μικρά σας!
Ανώνυμος-μη: Ναι ε;;;!!!
Π.Κ., μεγάλη τιμή να το διαβάζω αυτό από το πληκτρολόγιό σας!
Σας ευχαριστώ θερμά!
:)
Έτσι Φοράδα μου, να συνεχίζονται τα "κεράσματα" και οι αυθόρμητες "φιλοφρονήσεις" προπαντός!
Χα!
Ευχαριστώ όμως!
:)
Για τους φίλους που με ρωτήσανε.
Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στον Άγιο Λέοντα, από εμένα. Μπορείτε να την χρησιμοποιήσετε αρκεί να αναφέρετε την πηγή.
Ευχαριστώ!
Επιτέλους. Άραξα πίσω στην πολυθρόνα μου, πήρα πατατάκια, ποπ κορν, τσιμπίπο και ούλα τα απαραίτητα και έκατσα να διαβάσω τα ποστ με ησυχία. Δεν ήθελα να τα διαβάσω στα πεταχτά "τσι Κορφούς". Αποζημιώθηκα πλήρως! Μερσί!
Τι ζωντανή διήγηση! Απολαυστικότατη!!
Kiki μου, εγώ ευχαριστώ!
Μια φορά κι έναν τρελό, ευχαριστώ θερμά κι εσένα!
Να 'στε καλά!
Δημοσίευση σχολίου