Η κοπέλα αγάπαε άλλονε. Πως να γένει με το ζόρι στεφάνωμα μ' ένανε που ούτε να φτύσει απάνου του δεν ήθελε; Κι ας είχε άλλη γνώμη ο πατεράκης τσης κι εκείνη η μάνα τσης που ούλα εφτούνη τα 'χε κανονισμένα. Γλέπεις, τον άντρα τσης, τον είχε του χεριού τσης. Κουμπί τση ποδίας της, έλεγε ο νόνος κι ας ήτουνα ένα παλικάρι μέχρι εκεί πάνου, γεροδομένο.
Τι να κάμει η μαύρη; Τσι το' πε χίλιες βολές: δεν τονε θέλω εφτόνε εφτού! Τίποτα εφτούνοι! "Θα τονε πάρεις!" τση λέγανε λες και την είχανε του πεταματού, 15 χρονώνε κοπέλα. Έτσι, ένα βράδυ που αντάμωσε με το αμόρε τσης κρυφά, τα κανονίσανε κι είπανε να τηνε ξεπορτίσει. Το που θα πηγαίνανε; Ούτα εκειά νογάανε, γιατί κι εφτός 17 χρονώνε παιδί ήτουνα, μη πα' και λες!
Με τα πολλά και με τα λίγα, η κοπέλα εξεπόρτισε από το σπιτικό τσης και τηνε ξεβγάλανε ούλες οι φιλενάδες τσης. Η κάθε μία τση έδωκε κι από κάτι. Άλλη ένα φόρεμα, άλλη ένα χτενάκι για τσι ξανθές τση μπούκλες κι άλλη ένα μαντιλάκι με κεντημένες δυο καρδίες αντάμα, ενωμένες. Κι εκείνη, κλαμένη, έδωκε από ένα φιλί των κοπελώνε κι ανέβηκε απάνου στο μηχανάκι του "γαμπρού" να πάει καλιά τσης.
Οι γονέοι δεν το χονεύανε με τσίπουτις το κάζο που τσι 'καμε η θεγατέρα τσους και έτσι επήρανε απόφαση να μην πούνε σε κανένανε τα νιτερέσσα τσους παρά να βγάλουνε μαντάτο ότι την έχουνε άρρωστη βαριά με ανεμοβλογιά και να μην πλησιάσει κανείς το σπιτικό τσους, μην πα' και κολλήσει μες στο θέρος, βεραμέντε! Πράγματι κανείς δεν επλησίασε άλλο από κάτι γειτόνισσες σκορδοσάρες, που ηξέρανε για το ξεπόρτισμα και τάχα μου, τάχα μου επηγαίνανε και ρωτάγανε τη μάνα αν τση έπεσε τση θεγατέρας η θέρμη. Εκείνη τσι έλεγε ότι η κοπέλλα τσης ψήνεται και τσι ξαπόστελνε από το βόρτο τσης.
Ο πατέρας, τι να έλεγε κι εκειός; Ό,τι του 'χε πει η κυρά του. Ακόμα και στον αδερφό του, ψέμματα έλεγε και το μεγαλύτερο ψέμα στο γαμπρό που ήθελε για τη κόρη του. Γλέπεις, είχε και πούρσες γιομάτες εκειός. Του 'πε πως η κοπέλα ήτουνα σοβαρά και δεν έπρεπε να τηνε πλησιάσει γιατί αν εκόλλαγε, μπορεί και να πέθαινε έτσι μεγάλος που ήτανε στα χρόνια. Ο γαμπρός βέβαια, ανησύχησε και κάλεσε τον καλύτερο ντοτόρο του Ζάντε, για να γιάνει τη κοπέλα. Τον έπιασε όμως το ντοτόρο από μπροστά η μάνα, του κλάφτηκε και κομμάτι και τον έπεισε να μην αποκαλύψει το μυστικό και γίνει η υπόληψη τση οικογένειά τσης, ρουμπί. Ο ντοτόρος ήτουνα άνθρωπος σπλαχνικός και δεν μολόγησε τσίπουτις στο γαμπρό. Επήρε και την πλερωμή του από κόντο και είπε εφτά που έπρεπε: Η κοπέλα είναι σοβαρά, θέλει ησυχία και σκοτάδι και καλό φαΐ. Και να μην την πλησιάζει κανείς γιατί έτσι και κολλήσει, μαύρο φίδι που τον έφαγε. Βέβαια, είπε πως θα γιάνει αλλά πως ήθελε καιρό.
Καιρό ετράβηξε η ιστορία κι οι γονέοι ηξέρανε πια πως τη θεγατέρα τσους την είχε κλεμμένη ένας βουνίσιος. Εφτό βέβαια το νόγαγε ούλο το χωρίο αλλά κανείς δεν ετόλμαγε να ειπεί κουβέντα στο γαμπρό, που επερίμενε να γιάνει η κοπέλα για να τηνε πάρει νύφη. Όσο όμως εφτός περίμενε, εκουβάλιε σπίτι τσης ντοτόρους, φαγιά ότι τραβάει η ψυχή σου και ούλα του Χριστού τα καλά! Το "συμπεθερίο" βεραμέντε, επέρναε καλά κι όταν εκειός έλεγε πως ήθελε να την ειδεί κομμάτι έστω και από μακρία, εστέλνανε το γιο τσους τον μικρόνε και εξάπλωνε στο κρεβάτι με τη κουβέρτα από το κεφάλι και εκαμονώτανε ότι βαΐζει. Έτσι όπως έγλεπε ο γαμπρός από τη πόρτα εφτούνη τη περίσταση, εγύρναγε κι έφευγε κλαίοντας από τη στεναχώρια του για τη κοπέλα.
Κοντά τσι δύο μήνους, πεθερός και μέλλον γαμπρός εκατεβήκανε στη Χώρα για κάτι θελήματα. Όπως επερνάγανε από τον Άγιο Παύλο εκεί στα ψαράδικα, ο πεθερός ορέχτηκε κάτι σαρδέλες φρέσκιες κι έτσι κουτοπόνηρος που ήτουνα, λέει δήθεν μονάχος του: Ου πράμα σαρδελούλες, να 'χε δυο η θεγατέρα μου που βαΐζει από τσι πόνους είθε να 'βρισκε την υγειά τσης! Τόμου άκουσε ο γαμπρός τέτοιο πράμα, αμέσως εμπήκε στο ψαράδικο και εψώνισε 3 ολάκερα κιλά σαρδέλες για την "άρρωστη".
Όπως έκαμε να τσι δώκει του "πεθερού" του, να 'σου κι επέρναγε από το δρόμο η θεγατέρα με το αμόρε τσης, απάνου στο μηχανάκι. Ίσα που δεν εκορπάρισε από το σκόρσο! Μα ο πατέρας που του μπήκε ο δαίμονας μέσα του ορθός και δεν εμπόρεσε να βαστάξει τα νεύρα του, αρπάζει τσι σαρδέλες και τσι κάνει πεταχτές του ζευγαριού. Εφτούνοι βέβαια, εδώσανε μία γκαζία κι όπου φύγει - φύγει αλλά ο φόρος εγιόμισε σαρδέλα, μέχρι και απέναντι σε ένα μαγαζί εμπήκανε τα ψάρια και τα ζουμία και η εμπόρισσα εβγήκε κι έκαμε τη μουρλή πως τση λερώσανε.
Μα ο πατέρας είχε το πόνο του και τση απάντησε: Εφτό σε νοιάζει εσέ; Ότι σου λέρωσα τη τζαμαρία, βεραμέντε;;;; Εδώ ορή η θεγατέρα μου εμούρλωσε από την αρρώστια και γυρνάει με τα μηχανάκια με 40 πυρετό! Και ο "γαμπρός" που τα κατάλαβε ούλα ετότενες, του απάντησε: Όσο άρρωστη είναι η θεγατέρα σου Νιόνιο, τόσο θα φυτρώσει κι η σαρδέλα μες στο φόρο. Μα ο Νιόνιος επροσπάθησε ξανά να τα μπαλώσει μήπως και τονε μπαλιγάρει και του αποκρίθηκε: Αφέντη τόμου είναι έτσι, να τα κλείσουνε δελέγκου τα ψαράδικα οι αθρώποι και να πάνε να κάμουνε άλλη δουλειά! Θα γιομίσει ο κόσμος σαρδέλα!
Τι να κάμει η μαύρη; Τσι το' πε χίλιες βολές: δεν τονε θέλω εφτόνε εφτού! Τίποτα εφτούνοι! "Θα τονε πάρεις!" τση λέγανε λες και την είχανε του πεταματού, 15 χρονώνε κοπέλα. Έτσι, ένα βράδυ που αντάμωσε με το αμόρε τσης κρυφά, τα κανονίσανε κι είπανε να τηνε ξεπορτίσει. Το που θα πηγαίνανε; Ούτα εκειά νογάανε, γιατί κι εφτός 17 χρονώνε παιδί ήτουνα, μη πα' και λες!
Με τα πολλά και με τα λίγα, η κοπέλα εξεπόρτισε από το σπιτικό τσης και τηνε ξεβγάλανε ούλες οι φιλενάδες τσης. Η κάθε μία τση έδωκε κι από κάτι. Άλλη ένα φόρεμα, άλλη ένα χτενάκι για τσι ξανθές τση μπούκλες κι άλλη ένα μαντιλάκι με κεντημένες δυο καρδίες αντάμα, ενωμένες. Κι εκείνη, κλαμένη, έδωκε από ένα φιλί των κοπελώνε κι ανέβηκε απάνου στο μηχανάκι του "γαμπρού" να πάει καλιά τσης.
Οι γονέοι δεν το χονεύανε με τσίπουτις το κάζο που τσι 'καμε η θεγατέρα τσους και έτσι επήρανε απόφαση να μην πούνε σε κανένανε τα νιτερέσσα τσους παρά να βγάλουνε μαντάτο ότι την έχουνε άρρωστη βαριά με ανεμοβλογιά και να μην πλησιάσει κανείς το σπιτικό τσους, μην πα' και κολλήσει μες στο θέρος, βεραμέντε! Πράγματι κανείς δεν επλησίασε άλλο από κάτι γειτόνισσες σκορδοσάρες, που ηξέρανε για το ξεπόρτισμα και τάχα μου, τάχα μου επηγαίνανε και ρωτάγανε τη μάνα αν τση έπεσε τση θεγατέρας η θέρμη. Εκείνη τσι έλεγε ότι η κοπέλλα τσης ψήνεται και τσι ξαπόστελνε από το βόρτο τσης.
Ο πατέρας, τι να έλεγε κι εκειός; Ό,τι του 'χε πει η κυρά του. Ακόμα και στον αδερφό του, ψέμματα έλεγε και το μεγαλύτερο ψέμα στο γαμπρό που ήθελε για τη κόρη του. Γλέπεις, είχε και πούρσες γιομάτες εκειός. Του 'πε πως η κοπέλα ήτουνα σοβαρά και δεν έπρεπε να τηνε πλησιάσει γιατί αν εκόλλαγε, μπορεί και να πέθαινε έτσι μεγάλος που ήτανε στα χρόνια. Ο γαμπρός βέβαια, ανησύχησε και κάλεσε τον καλύτερο ντοτόρο του Ζάντε, για να γιάνει τη κοπέλα. Τον έπιασε όμως το ντοτόρο από μπροστά η μάνα, του κλάφτηκε και κομμάτι και τον έπεισε να μην αποκαλύψει το μυστικό και γίνει η υπόληψη τση οικογένειά τσης, ρουμπί. Ο ντοτόρος ήτουνα άνθρωπος σπλαχνικός και δεν μολόγησε τσίπουτις στο γαμπρό. Επήρε και την πλερωμή του από κόντο και είπε εφτά που έπρεπε: Η κοπέλα είναι σοβαρά, θέλει ησυχία και σκοτάδι και καλό φαΐ. Και να μην την πλησιάζει κανείς γιατί έτσι και κολλήσει, μαύρο φίδι που τον έφαγε. Βέβαια, είπε πως θα γιάνει αλλά πως ήθελε καιρό.
Καιρό ετράβηξε η ιστορία κι οι γονέοι ηξέρανε πια πως τη θεγατέρα τσους την είχε κλεμμένη ένας βουνίσιος. Εφτό βέβαια το νόγαγε ούλο το χωρίο αλλά κανείς δεν ετόλμαγε να ειπεί κουβέντα στο γαμπρό, που επερίμενε να γιάνει η κοπέλα για να τηνε πάρει νύφη. Όσο όμως εφτός περίμενε, εκουβάλιε σπίτι τσης ντοτόρους, φαγιά ότι τραβάει η ψυχή σου και ούλα του Χριστού τα καλά! Το "συμπεθερίο" βεραμέντε, επέρναε καλά κι όταν εκειός έλεγε πως ήθελε να την ειδεί κομμάτι έστω και από μακρία, εστέλνανε το γιο τσους τον μικρόνε και εξάπλωνε στο κρεβάτι με τη κουβέρτα από το κεφάλι και εκαμονώτανε ότι βαΐζει. Έτσι όπως έγλεπε ο γαμπρός από τη πόρτα εφτούνη τη περίσταση, εγύρναγε κι έφευγε κλαίοντας από τη στεναχώρια του για τη κοπέλα.
Κοντά τσι δύο μήνους, πεθερός και μέλλον γαμπρός εκατεβήκανε στη Χώρα για κάτι θελήματα. Όπως επερνάγανε από τον Άγιο Παύλο εκεί στα ψαράδικα, ο πεθερός ορέχτηκε κάτι σαρδέλες φρέσκιες κι έτσι κουτοπόνηρος που ήτουνα, λέει δήθεν μονάχος του: Ου πράμα σαρδελούλες, να 'χε δυο η θεγατέρα μου που βαΐζει από τσι πόνους είθε να 'βρισκε την υγειά τσης! Τόμου άκουσε ο γαμπρός τέτοιο πράμα, αμέσως εμπήκε στο ψαράδικο και εψώνισε 3 ολάκερα κιλά σαρδέλες για την "άρρωστη".
Όπως έκαμε να τσι δώκει του "πεθερού" του, να 'σου κι επέρναγε από το δρόμο η θεγατέρα με το αμόρε τσης, απάνου στο μηχανάκι. Ίσα που δεν εκορπάρισε από το σκόρσο! Μα ο πατέρας που του μπήκε ο δαίμονας μέσα του ορθός και δεν εμπόρεσε να βαστάξει τα νεύρα του, αρπάζει τσι σαρδέλες και τσι κάνει πεταχτές του ζευγαριού. Εφτούνοι βέβαια, εδώσανε μία γκαζία κι όπου φύγει - φύγει αλλά ο φόρος εγιόμισε σαρδέλα, μέχρι και απέναντι σε ένα μαγαζί εμπήκανε τα ψάρια και τα ζουμία και η εμπόρισσα εβγήκε κι έκαμε τη μουρλή πως τση λερώσανε.
Μα ο πατέρας είχε το πόνο του και τση απάντησε: Εφτό σε νοιάζει εσέ; Ότι σου λέρωσα τη τζαμαρία, βεραμέντε;;;; Εδώ ορή η θεγατέρα μου εμούρλωσε από την αρρώστια και γυρνάει με τα μηχανάκια με 40 πυρετό! Και ο "γαμπρός" που τα κατάλαβε ούλα ετότενες, του απάντησε: Όσο άρρωστη είναι η θεγατέρα σου Νιόνιο, τόσο θα φυτρώσει κι η σαρδέλα μες στο φόρο. Μα ο Νιόνιος επροσπάθησε ξανά να τα μπαλώσει μήπως και τονε μπαλιγάρει και του αποκρίθηκε: Αφέντη τόμου είναι έτσι, να τα κλείσουνε δελέγκου τα ψαράδικα οι αθρώποι και να πάνε να κάμουνε άλλη δουλειά! Θα γιομίσει ο κόσμος σαρδέλα!
11 σχόλια:
Φυτρώσει δε φυτρώσει
πετύχει δε πετύχει η σοδειά,
η σαρδέλα είναι θηλυκό κι από αυτές βρωμάει ο τόπος.
Γαμπροί δεν περισσεύουν.
Φιλί τσαγκαροδευτεριάτικο!
Τάδε έφη νόνα Αντζουλίνα; Μάντεψα σωστά;
Έχω δύο άγνωστες λέξεις. Τι σημαίνει βρε Ντάνα μου ''από το βόρτο τσης'' και τι το ''μπαλιγάρει''; Απολαυστική αφήγηση και ιστορία.
Φιλάκια...
...και στο μωρό σου.
Εφτούνους απάνου στο μοτόρι, τσου πήρανε τα ζουμία από τσι σαρδέλες ή τσάμπα η φασαρία ;
Τέτοια Φοράδα που είσαι, τι θα έλεγες;;; Όλο σανό, σανό... φάει και κάνα ψαρικό να δεις τη γλύκα!
Η σαρδέλα φιλέτο στη σχάρα, δεν παίζεται σου λέω! Τώρα άμα τη φας στα μούτρα απάνου στο μηχανάκι... ε δεν είναι και τόσο νόστιμη...
Σε φιλώ!
Ιωάννα μου, η ιστορία είναι φανταστική και οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις... εντελώς τυχαία!
Ο "βόρτος" να σε χαρώ είναι η εσωτερική αυλή των σπιτιών, στα ορεινά κυρίως, που δεν φαίνεται απόξω από το δρόμο. Το "μπαλιγάρω" σημαίνει πείθω, αλλάζω γνώμη, συνήθως με μη ορθόδοξους τρόπους.
Ευχαριστώ και στέλνω φιλιά σε εσάς και κυρίως στα μικρουλάκια!
Από κόντο, πότε με το καλό θα μας έρθετε;;; Μπαίνει Ιούλης!
Ορέ κατακέφαλα τσι 'ρθανε οι σαρδέλες και τα ζουμία τσους αλλά εφτούνοι εγινήκανε μπουχός! χα!
Τότενες Ντάνα μου, οφείλω να πω οτι είναι πολύ ωραία φανταστική ιστορία. Όπως ξέρεις εσωτερικές αυλές στον κάμπο δεν υπάρχουνε, τουλάχιστον όχι με τη τόσο ψηλή περιτοίχιση που έχουν στα βουνά. για το μπαλιγάρω υπέθεσα την ερμηνεία από τα συμφραζόμενα, ευχαριστώ για τις επεξηγήσεις. Στις 10 του Αλωνάρη θα αριβάρω.
Ξανά φιλάκια.
Αααχχχ....η αγάπη όλα τα υπομένει, ακόμη και τα σαρδελόζουμα..
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
Σόρα Ιωάννα, γκράτσιε!
Αν δεν ήμουν κι η ίδια από το κάμπο θα σου έλεγα τώρα: Εσείς οι "λασπίτες" που να ξέρετε τσι βόρτους! Όπως μου είπαν κι εμένα όταν εμπήκα νύφη στα ορεινά και ερώτησα ό,τι κι εσύ. :)
Με το καλό να μας έρθετε, να κάμουμε και τα μπάνια μας!
Φιλιά σε όλους σας!
Γλαρένια μου!
Και δίνει ζωή στην οικουμένη κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει... που λέει και το τραγούδι!
Φιλιά από το Ιόνιο!
poli orea istoria! kala to leo pos exis talento!
NK
Δημοσίευση σχολίου