Πρώτη φορά, επήγε στο σπίτι του αντρός της, λίγες μέρες αφότου αυτός την γύρεψε από τους γονείς της κι εδώκανε λόγο.
Το καντούνι μπροστά από το πατρικό του, ήταν όμορφο και της έκαμε καλή εντύπωση που υπήρχαν ακόμα, παλαιά σπίτια στο χωριό. Νόμιζε πως –όπως στα περισσότερα πλέον χωριά του Ζάντε- τα σπίτια στα χωριά είναι φουλ στο αλουμίνιο και τα μοντέρνα υλικά. Μετά έμαθε πως στα ορεινά, δεν έπεσαν τα σπίτια με τους σεισμούς του 1953 άρα εγλιτώσανε και τον εκσυγχρονισμό, της κακιάς ώρας!
Το ισόγειο του σπιτιού, ήταν ένα μικρό μπακαλικάκι από εκειά που κάποτε ήταν και καφενεία. Την υποδέχτηκαν όρθιοι τα αδέρφια του, που ήδη γνώριζε, ο πατέρας του και η θεία του, που ζούσε μια ζωή μαζί τους, αφού είχε μείνει αστεφάνωτη. Αυτή η θεία έτρεξε στη πόρτα να της δώσει μια κουταλιά μέλι, πριν μπει, για το καλό! Φόραγαν όλοι τα καλά τους χαμόγελα και άρχισαν τα φιλιά και οι αγκαλιές.
Κάθισαν στους καναπέδες και στις καρέκλες γύρω από μια ξυλόσομπα και ένοιωσε όλα τα μάτια να τηνε κοιτάνε. Για να μην δείξει την αμηχανία της, άρχισε να περιεργάζεται το χώρο και το βλέμμα της έπεσε στην οροφή. Ένας τεράστιος στριφτός κορμός κυπαρισσιού, συγκρατούσε το ταβανοπάτωμα. Ήταν πολύ όμορφο!
Δεν γνώριζε τους «κανόνες» του χωριού. Ποτέ της δεν είχε ζήσει σε κάποιο. Όταν η πόρτα άνοιξε διάπλατα, χωρίς προειδοποίηση, και μπήκε φουριόζα μια γειτόνισσα να πάρει τσιγάρα – και να τσεκάρει τη νύφη, βεραμέντε- αναστατώθηκε με την ιδέα πως όποιος ήθελε έμπαινε, όποια στιγμή ήθελε. Η καλή γειτόνισσα, μετά τις συστάσεις φυσικά, της έκαμε παρατήρηση γιατί «νύφη πράμα» εφόριε μαύρα ρούχα. Εκείνη, παραμέρισε για λίγο τους καλούς της τρόπους και απάντησε πως την επόμενη φορά θα φόραγε κόκκινα σαν τον Άγιο Βασίλη, μια που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Η γειτόνισσα, εχάλασε τα μούτρα της και πήρε το δρόμο.
Ενώ ο πατέρας της, της έδωσε μία τσιμπιά με τρόπο και ρώτησε τον συμπέθερο αν ήτανε καλά στην υγεία του. Εκειός, πριν του απαντήσει, της απευθύνθηκε και την επικρότησε που δεν της πήρε η κουτσομπόλα τον αέρα! Σιγά σιγά, όλοι άρχισαν να μιλούνε με όλους και ήταν πιο εύκολα τα πράματα.
Το κέρασμα ήταν γλυκόπιοτο τριαντάφυλλο και το ήπιανε όλοι μονορούφι. Της έκαψε λίγο τα σωθικά που είχαν και κάπως στεγνώσει από την αγωνία και το άγχος της. Ευτυχώς, δεν άργησε η ώρα του φαγητού.
Περάσανε κάτω από το βόρτο, με τα παρατεταγμένα βαρέλια γιομάτα κρασί και πήγανε σε ένα άλλο σπίτι κι αυτό της οικογένειας. Παλαιά, το σπίτι αποτελείτο από διάφορα μικρά σπιτάκια. Αργότερα τα γκρέμισαν κι έμεινε μόνο το μπροστινό που είναι και δίπατο και το πίσω που του είχαν κάμει κάποια ανακαίνιση.
Στρώθηκαν στην εξάγωνη τραπεζαρία. Αν κι η μεσάλα ήταν μακριά, αναγνώρισε αμέσως το στυλ «αρτ ντεκό» και υποψιάστηκε πως επρόκειτο για κάποια αντίκα, ποιος ήξερε που, πως, πότε και γιατί. Οι καρέκλες ήταν «κακοποιημένες». Είχε αφαιρεθεί από το κάθισμά τους το καναντίδι που μάλλον κάποτε τις διακοσμούσε και τη θέση του είχε πάρει ένα κομμάτι νοβοπάν καρφωμένο στο παλαιό ξύλο και από πάνου ένα λεπτό μαξιλαράκι. Ευτυχώς, το υπέροχο σκάλισμα της πλάτης, ένα απλό λουλούδι, ήταν ανέπαφο από το χρόνο ή κάποια άλλη, ανθρώπινη επέμβαση.
Εκείνη τη τραπεζαρία, αργότερα, τηνε πήρε το νιο ζευγάρι προικιό. Ήταν φερμένη από τη Μικρασία, από τη δεύτερη γυναίκα ενός μπάρμπα τους. Τους την είχε αφημένη ως κληρονομιά μαζί με μία ξύλινη, σκαλιστή κασέλα και κάποια άλλα μικροπράματα. Η θεία είχε παραπονεθεί πως επέρασε χρόνια στη φροντίδα του γέρου θείου, σε ένα σπίτι στον Πειραιά και τελικά το σπίτι το «φάγανε» κάτι μακρινά ανίψια από άλλη οικογένεια.
Τη τραπεζαρία όμως, τα παιδιά την περιποιήθηκαν. Τηνε πήγανε σε συντηρητή, τη λουστράρανε, της πετάξανε τα παλιονοβοπάν από τις καρέκλες και της βάλανε όμορφα δερμάτινα καθίσματα με μικρά στρογγυλά καρφάκια. Τηνε κάμανε κούκλα! Κι ήταν εκείνη η τραπεζαρία που χρησιμοποιήσουν στο δικό τους σπιτικό και για πρώτη και για δεύτερη. Πάνω της έφαγε κόσμος και κοσμάκης, όλα τα καλά του Χριστού! Κι εκεί εδοκιμάζανε κάθε χρόνο το νιό κρασί. Σε δαύτη εκουβεντιάζανε και τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα της οικογένειάς τους. Σε δαύτη γελάσανε και κλάψανε και τραγουδήσανε και μαλώσανε κι αγαπηθήκανε και μεθύσανε. Κι εκεί τους βρήκε ο θάνατος του πατέρα, μετά από πολλά χρόνια, Μεγαλοβδόμαδο.
Η μεσάλα λευκή κεντηνή. Κοφτό κέντημα στο χέρι. Ήξερε να το ξεχωρίζει από εκειό της μηχανής, της είχε μάθει η μάνα της κι ας μην ήξερε η ίδια να ράβει τίποτα παραπάνω από κουμπί. Τα πιατικά και τα μαχαιροπίρουνα απλά και όμορφα. Τα ποτήρια το ίδιο. Μέσα τους όμως άστραφτε ένα κρασί σαν τη λίρα τη χρυσή! Η οικογένεια, είχε παράδοση στο σπιτικό κρασί.
Στο τραπέζι κατέφθασαν οι πιατέλες με το φαγητό για να επιβεβαιωθεί η υποψία που της είχε προκαλέσει η οσμή του. Χοιρινό στο φούρνο με πατάτες. Από τα αγαπημένα της φαγιά. Τούτο όμως δεν ήταν μόνο του! Το συνόδευαν καλοψημένες φέτες κολοκυθιού και φρέσκιας τομάτας κι ήτανε ψημένο, στο φούρνο με τα ξύλα.
Αν κι η ίδια, αγαπούσε πολύ τα λαχανικά, δεν είχε σκεφτεί ποτέ της να τα βάλει με κρέας στο φούρνο! Κι αυτή η ανακάλυψη την ενθουσίασε, όχι όμως τόσο όσο την ενθουσίασε η υπέροχη γεύση του φαγητού. Ανέλυε τα υλικά στον ουρανίσκο της και ανακάλυψε πως σίγουρα η χοιρινή σπάλα είχε μαγειρευτεί στο φούρνο μαζί με λευκό κρασί.
Φάγανε κι ήπιανε πολύ κι αυτό βοήθησε τις δυο φαμίλιες να ξεκλειδωθούν και να κάτσουν πιο χαλαρά στις καρέκλες. Μετά από λίγα κιλά κρασί, άρχισαν και το τραγούδι. Ζακυθινές αρέκιες και καντάδες. Κι εκεί πεθερός και νύφη «ερωτεύθηκαν» σφόδρα, αφού κι οι δυο καλλίφωνοι, κράταγαν το σεκόντο στους υπόλοιπους που τραγουδάανε πρίμο. Κι ακόμα εκαταλάβανε, πως εκειός ο «έρως» θα κράταγε, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος…
«Σώπα μωρέ, σώπα μωρέ τραγουδιστή, να τραγουδήσει κι άλλος. Το πόνο που ‘χω στη καρδιά, το πόνο που ‘χω στη καρδιά, να μην τον νοιώσει άλλος…» (από τα ζακυθινά λαϊκά δίστιχα, γνωστά και ως «διπλά» ή «τση φυλακής").
Η συνταγή:
Υλικά:
2 κιλά σπάλα χοιρινή
πατάτες
3 κολοκύθια μέτρια
2 τομάτες
4-5 σκελίδες σκόρδο
ένα ποτήρι του νερού λευκό κρασί
ένα ποτήρι του νερού ελαιόλαδο
2 λεμόνια
αλατοπίπερο
ρίγανη
Εκτέλεση:
Κόβουμε τη σπάλα σε φέτες, την αλατοπιπερώνουμε και την τοποθετούμε στο ταψί. Κόβουμε τις πατάτες κυδωνάτες και τα κολοκύθια σε φέτες χοντροκομμένες, στρογγυλές, τα αλατοπιπερώνουμε και τα βάζουμε γύρω από το κρέας στο ταψί. Ψιλοκόβουμε πάνω από το ταψί τα σκόρδα. Βάζουμε από πάνω τις τομάτες κομμένες λεπτές φέτες. Στύβουμε και τα λεμόνια στα υλικά, αφού έχουμε βγάλει τα κουκούτσια και περιχύνουμε με κρασί. Βάζουμε και το λάδι και στο τέλος πασπαλίζουμε λίγη ρίγανη.
Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 200 βαθμούς για περίπου 90 λεπτά. Στη διάρκεια του ψησίματος, γυρίζουμε το κρέας και τα λαχανικά, να ψηθούν και οι δυο πλευρές και να πάρουν χρώμα. Αν έχουμε την τύχη να έχουμε φούρνο με ξύλα, μετά τη μια ώρα ψησίματος, το σκεπάζουμε με ένα καπάκι το ταψί, να μην «αρπάξει» το φαγητό και το αφήνουμε άλλη μια ώρα σκεπασμένο, να βράσει ενώ έχουμε βάλει και μισό ποτήρι νερό από την αρχή.
11 σχόλια:
Είναι ότι ωραιότερο έχω διαβάσει στις αναρτήσεις σου, γιατί αποτελεί κατάθεση βιώματος, φιλτραρισμένου μέσα από τις εμπείριες και τη σοφία-γνώση, που επικολλώνται με το χρόνο. Θα χαιρόμουν να δω την τραπεζαρία!
Yperoxo! Apla yperoxo! N.K.
Αγαπημένη μου Ντάνα!
Συγκινήθηκα από την αισθητική του λόγου σου!
"Μικρός προφήτης έριξε σε κορασιά τα μάτια
και στους κρυφούς του λογισμούς, χαρά γιομάτους, είπε:
Κι αν για τα πόδια σου, Καλή, κι αν για την κεφαλή σου
κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάνι ο ήλιος,
δώρο δεν έχουνε για σε και για το μέσα πλούτος.
Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος!
Ναι!! Τα λόγια δεν αρκούν.
Υπάρχουν τόσες αποχρώσεις στα σταθερά χρώματα της γραφής σου!!!
«τι είναι το ωραίο». Αιώνες τώρα, η καρδερίνα, το αηδόνι, ο σπουργίτης, έχουν το ίδιο κελάηδημα. Τα τριαντάφυλλα κι οι παπαρούνες έχουν το ίδιο σταθερό χρώμα και σχήμα και μας εντυπωσιάζουν, έτσι όπως κάθε χρόνο επιμένουν να επιβεβαιώνουν την ομορφιά τους. Η βροντή, η αστραπή, τα άσπρα χιόνια, το βουητό του ανέμου, τα μανιασμένα κύματα, το κλάμα της κουκουβάγιας μάς επιβεβαιώνουν την παρουσία τους: σταθερά κι επίμονα μέσα από τον ήχο, το χρώμα, το ρυθμό, το σχήμα, εντάσσονται στο ετήσιο πρόγραμμα της φύσης μ’ έναν τρόπο θαυμαστό, που όχι μονάχα δεν μας κουράζει αλλά μας εντυπωσιάζει. Όσες φορές κι αν δούμε ένα ηλιοβασίλεμα, πάντοτε θα μας μαγεύει.
Η καθημερινή μας επαφή με τις σταθερές αυτές μορφές του ωραίου είναι φυσικό να διαμορφώνουν στον εσωτερικό μας κόσμο, αργά, αθόρυβα αλλά σταθερά, κάποια επίπεδα προς τη συνάντηση με το ωραίο αλλά και προς την αξιολόγησή του. Τα ερεθίσματα του ωραίου που προέρχονται από τη φύση είναι για όλους μας όμοια.
Με δεδομένο, λοιπόν, πως τα εξωτερικά ερεθίσματα δεν αλλάζουν, η τοποθέτησή τους σε διαφορετικά επίπεδα εξαρτάται από την εσωτερική δυνατότητα καθενός μας στην αξιολόγηση του ωραίου.
Έτσι, η αξιολόγηση του ωραίου είναι το αποτέλεσμα του αναλλοίωτου εξωτερικού και σταθερού ερεθίσματος σε συνδυασμό με τη διαφορετική δύναμη του εσωτερικού κόσμου καθενός από μας.
Η κριτική μας ικανότητα υπακούει, συνεπώς, σε κριτήρια του εσωτερικού μας κόσμου που διαμορφώνονται από τη μόρφωση, την καλλιέργεια, το γούστο, την ευαισθησία, τη λεπτότητα κ.ά., και μπορούν να λάβουν τη γενική ονομασία Αισθητική".
Ντάνα μου!
Σε ευχαριστώ τόσο πολύ για τα όσα ένιωσα στα λόγια σου βγαλμένα από τη καρδιά σου με το Φως της Αισθητικής σου Παιδείας!
Πολλά φιλιά!
.."δώρο δεν έχουνε για σε και για το μέσα πλούτος"..
Πάντα τέτοια χάρη και ομορφιά!
Αγαπητέ π. Λυκογιάννη,
Ευχαριστώ πολύ για τα θερμά σας λόγια. Το κείμενο ετούτο, όπως καταλάβατε, έχει ιδιαίτερη συναισθηματική αξία και το αγαπώ πολύ. Χαίρομαι, που σας άρεσε.
Να είστε καλά!
N.K. ευχαριστώ θερμά!
:-)
Αγαπημένη μου Mareld. Mareld mi cielo!
Τα λόγια σου πάντα ζεστά, γεμάτα αγάπη κι ομορφιά. Όπως η ψυχούλα σου!
Χίλια ευχαριστώ για όλα! Τα λόγια του Ποιητή μας, μοναδικά.
Χαίρομαι ιδιαιτέρως και για εσένα, που σου άρεσε τούτο το γραπτό και σου υπόσχομαι να ανεβάσω κι άλλα αυτού του είδους. Έτσι, για να νοιώθεις εκεί στα ξένα, πιο κοντά σου το Τζάντε!
Καλή δύναμη ψυχούλα μου!
Un beso muy grande!
Αυτά τα Επτανήσια τραπεζώματα! Σε διαβάζω και πεθύμησα τη κρεατόπιτα της δικής μου πατρίδας, ξέρεις, εκεί δίπλα από εσάς. Χαιρετώ τις Επτανήσιες μαγείρισσες
Μικρό μου Ροζ Ψαράκι, ελπίζω να υπάρχει κάποιος να σου φτιάξει κρεατόπιτα κεφαλλονίτικη που την ζήτησες! Σε αντίθετη περίπτωση, να σου φτιάξω μία να στη στείλω με κούριερ!
Μπορεί να τη θέλει το παιδίιιιι!
Φιλιά και στους δυο σας!
Σε διάβασα πρωινιάτικα, ακούγοντας ως υπόκρουση Noir Desire - Le Vent Nous Portera!
Κι έτσι απρόσμενα μού προέκυψε το ακόλουθο πεντάστιχο / σχόλιο, το οποίο αμέσως και σού αφιερώνω:
ΚΑΛΛΙΦΩΝΙΑ
Λευκός κεντητός
μάλλον γλυκόπιοτος
τούτος ο πόθος
στον τάφο εκρήγνυται
ωσάν σπασμένο πιάτο.
Αγαπητέ Π.Κ.,
Τι να σου γράψω; Ευχαριστώ; Λίγο μου φαίνεται!
Να 'σαι καλά!
Δημοσίευση σχολίου