Το γνωστό -πλέον- σπίτι της νόνας, στο Ψήλωμα, Άνοιξη και Καλοκαίρι είχε πάντα την τιμητική του. Βλέπεις η σόρα νόνα μου, μπορεί να ήτανε λάμια -όπως τηνε λέγανε οι κόρες της επειδή συνέχεια τις μάλωνε- αλλά είχε τον ωραιότερο κήπο στη Χώρα. Εξακριβωμένα! Βέβαια έχουν περάσει ανεπιστρεπτί οι εποχές που ο κήπος της ήταν στις δόξες του, πάντως στη μνήμη μου θεωρείται πάντα ο καλύτερος που έχω δει ποτέ μου!
Ο κήπος τση νόνας, ερχόταν ένα γύρο από το σπίτι και μέσα του μπορούσες να βρεις ό,τι λογής φυτό ήταν ικανό να ευδοκιμήσει στο νησί. Από μια συνηθισμένη μαργαρίτα, μέχρι νεσπολιά. Και από αναρριχώμενες κολοκυθιές, μέχρι βερυκοκιές και συκιές. Όλα τα είχε η νόνα κι ό,τι δεν το είχε, άμα το συναντούσε πουθενά θα έβγαζε στα σίγουρα μία ριζούλα, για να τη μεταφυτέψει στα παρτέρια της. Κι είχε ένα "χέρι" η Αγγέλικα! Καλάμι ξερό έβαζε στη γλάστρα για να στηρίξει τη γαρουφαλιά κι εκειό εζωντάνευε και γινόταν καλαμιά!
Αν καμιά φορά τύχαινε να είμαι μαζί της, ντρεπόμουνα μη μας δει κανείς και λέει ότι του κλέβουμε τα λουλούδια κι εκείνη μου έλεγε: "Σώπα κυρά μου, μία ριζούλα τόση ε έκοψα. Δεν έκαμα και έγκλημα!" κι έτσι με καθησύχαζε.
Άνοιξη -εκεί γύρω στο Πάσχα- αρχίζαμε τις καθημερινές απογευματινές μαζώξεις με τα ξαδέρφια μου, τα άλλα γλυκιάρικα, όπως μας αποκαλούσε η νόνα. Οι φουντωμένες μαργαρίτες ήταν οι καλύτερες κρυψώνες όταν παίζαμε κρυφτό. Ποτέ δεν έλειψαν τα ατυχήματα. Ακόμα με αγκυλώνουν τα αγκάθια από τον κάκτο, όταν σκόνταψα στο τρέξιμο κι έπεσα πάνω του, με το καλοκαιρινό φορεματάκι μου. Εκείνο που μου είχε ράψει η μάνα μου και που ποτέ ξανά δεν φόρεσα αφού τα χιλιάδες μικρά αγκαθάκια του κάκτου, δεν έφευγαν με τίποτα!
Η νόνα μας συχνά μας φώναζε και μας έδιωχνε γιατί φοβόταν ότι με τις τρεχάλες θα τις σπάγαμε τους κρίνους τους και με τη μπάλα θα της καταστρέφαμε τα φυτάδια της ντομάτας και της μελιτζάνας, στο μποστάνι. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που κάναμε ζημιές και μετά κάναμε τους ανήξερους ή τα φορτώναμε όλα στις γάτες της κυρίας Αφροδίτης, από το διπλανό σπίτι.
Μια από τις ηθελημένες μας ζημιές, ήταν η καταστροφή των τριαντάφυλλων. Εκείνη η κόκκινη με τα βελούδινα πέταλα και το άρωμα που σου έφερνε λιποθυμίες, υπέφερε συχνά από τις επελάσεις μας. Μαζεύαμε όλα τα ροδοπέταλα και αφήναμε μόνα τα κοτσάνια, γυμνά απάνω στο φυτό. Εγώ σαν μεγαλύτερη, έμπαινα κρυφά στη κάμαρα του νόνου κι άρπαζα από το κομοδίνο το οινόπνευμα. Το έβγαζα στην αυλή κρυμμένο μες στη μπλούζα μου και το παρουσίαζα σαν σπουδαίο τρόπαιο στα άλλα παιδοβόλια.
Αυτή η δουλειά, γινόταν μόνο μεσημέρι που κοιμόταν ο νόνος κι η νόνα. Φτιάναμε συνεργείο. Άλλος έκοβε πέταλα και τα έφερνε. Άλλος τα έλοιωνε καλά μ' ένα ξυλαράκι κι άλλος πρόσθετε οινόπνευμα και νερό. Μετά γεμίζαμε μπουκαλάκια με το πολύτιμο "άρωμα" δικής μας κατασκευής. Τα κορίτσια -σωστές κοκέτες- κάναμε μπάνιο, που λέει ο λόγος, με δαύτο και το κοκκινοζούμι έβαφε τα ρούχα μας. Ωστόσο, μοσχοβόλαγε για λίγη ώρα.
Σαν ξύπναγαν οι νόνοι και βγαίναν να πιούνε τον καφέ τους στην αυλή, μόνο κόλπος που δεν την έβρισκε τη νόνα μας, συνειδητοποιώντας τη καταστροφή που είχαμε κάμει ξανά, στις τριανταφυλλιές της. Αφρούς έβγαζε! Την άκουγανε μέχρι τα Ρεπάρα να φωνάζει: "Μανάδες δεν έχετε να πάτε; Που ερχόσαστε εδώ και με σταυρώνετε; Φευγάτε γρήγορα, σπίτια σας!" Και γινόμασταν καπνός ενώ ακούγαμε τον νόνο που προσπαθούσε να την ηρεμήσει: "Σώπα ορή γυναίκα. Άσε τα παιδία να παίξουνε! Τι σου κάμανε; Παιδία είναι..." Εκείνη τίποτα, ρούφαγε το τσιγάρο της νευριασμένη και μας βλαστήμαγε.
Φυσικά, μετά από λίγες μέρες, το ίδιο σκηνικό επαναλαμβανόταν. Πάλι τα παιδοβόλια θα τρέχαμε το γύρο στις αυλές. Θα παίζαμε κρυφτό μέσα στις μαργαρίτες. Θα σκαρφαλώναμε στην αμυγδαλιά. Θα γεμίζαμε τα ρούχα μας αγκάθια από τους κάκτους. Θα σπάγαμε εκείνες τις μικρές πράσινες φούσκες, που περιείχαν σποράκια και σίγουρα θα θέταμε ξανά σε λειτουργία το μικρό μας αρωματοποιείο. Πως αλλιώς μετά θα μοσχοβολάγαμε κατακόκκινο τριαντάφυλλο; Πως αλλιώς θα μας πρόσεχε κι ο εγγονός της κυρίας Αφροδίτης, από δίπλα;
Ο κήπος τση νόνας, ερχόταν ένα γύρο από το σπίτι και μέσα του μπορούσες να βρεις ό,τι λογής φυτό ήταν ικανό να ευδοκιμήσει στο νησί. Από μια συνηθισμένη μαργαρίτα, μέχρι νεσπολιά. Και από αναρριχώμενες κολοκυθιές, μέχρι βερυκοκιές και συκιές. Όλα τα είχε η νόνα κι ό,τι δεν το είχε, άμα το συναντούσε πουθενά θα έβγαζε στα σίγουρα μία ριζούλα, για να τη μεταφυτέψει στα παρτέρια της. Κι είχε ένα "χέρι" η Αγγέλικα! Καλάμι ξερό έβαζε στη γλάστρα για να στηρίξει τη γαρουφαλιά κι εκειό εζωντάνευε και γινόταν καλαμιά!
Αν καμιά φορά τύχαινε να είμαι μαζί της, ντρεπόμουνα μη μας δει κανείς και λέει ότι του κλέβουμε τα λουλούδια κι εκείνη μου έλεγε: "Σώπα κυρά μου, μία ριζούλα τόση ε έκοψα. Δεν έκαμα και έγκλημα!" κι έτσι με καθησύχαζε.
Άνοιξη -εκεί γύρω στο Πάσχα- αρχίζαμε τις καθημερινές απογευματινές μαζώξεις με τα ξαδέρφια μου, τα άλλα γλυκιάρικα, όπως μας αποκαλούσε η νόνα. Οι φουντωμένες μαργαρίτες ήταν οι καλύτερες κρυψώνες όταν παίζαμε κρυφτό. Ποτέ δεν έλειψαν τα ατυχήματα. Ακόμα με αγκυλώνουν τα αγκάθια από τον κάκτο, όταν σκόνταψα στο τρέξιμο κι έπεσα πάνω του, με το καλοκαιρινό φορεματάκι μου. Εκείνο που μου είχε ράψει η μάνα μου και που ποτέ ξανά δεν φόρεσα αφού τα χιλιάδες μικρά αγκαθάκια του κάκτου, δεν έφευγαν με τίποτα!
Η νόνα μας συχνά μας φώναζε και μας έδιωχνε γιατί φοβόταν ότι με τις τρεχάλες θα τις σπάγαμε τους κρίνους τους και με τη μπάλα θα της καταστρέφαμε τα φυτάδια της ντομάτας και της μελιτζάνας, στο μποστάνι. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που κάναμε ζημιές και μετά κάναμε τους ανήξερους ή τα φορτώναμε όλα στις γάτες της κυρίας Αφροδίτης, από το διπλανό σπίτι.
Μια από τις ηθελημένες μας ζημιές, ήταν η καταστροφή των τριαντάφυλλων. Εκείνη η κόκκινη με τα βελούδινα πέταλα και το άρωμα που σου έφερνε λιποθυμίες, υπέφερε συχνά από τις επελάσεις μας. Μαζεύαμε όλα τα ροδοπέταλα και αφήναμε μόνα τα κοτσάνια, γυμνά απάνω στο φυτό. Εγώ σαν μεγαλύτερη, έμπαινα κρυφά στη κάμαρα του νόνου κι άρπαζα από το κομοδίνο το οινόπνευμα. Το έβγαζα στην αυλή κρυμμένο μες στη μπλούζα μου και το παρουσίαζα σαν σπουδαίο τρόπαιο στα άλλα παιδοβόλια.
Αυτή η δουλειά, γινόταν μόνο μεσημέρι που κοιμόταν ο νόνος κι η νόνα. Φτιάναμε συνεργείο. Άλλος έκοβε πέταλα και τα έφερνε. Άλλος τα έλοιωνε καλά μ' ένα ξυλαράκι κι άλλος πρόσθετε οινόπνευμα και νερό. Μετά γεμίζαμε μπουκαλάκια με το πολύτιμο "άρωμα" δικής μας κατασκευής. Τα κορίτσια -σωστές κοκέτες- κάναμε μπάνιο, που λέει ο λόγος, με δαύτο και το κοκκινοζούμι έβαφε τα ρούχα μας. Ωστόσο, μοσχοβόλαγε για λίγη ώρα.
Σαν ξύπναγαν οι νόνοι και βγαίναν να πιούνε τον καφέ τους στην αυλή, μόνο κόλπος που δεν την έβρισκε τη νόνα μας, συνειδητοποιώντας τη καταστροφή που είχαμε κάμει ξανά, στις τριανταφυλλιές της. Αφρούς έβγαζε! Την άκουγανε μέχρι τα Ρεπάρα να φωνάζει: "Μανάδες δεν έχετε να πάτε; Που ερχόσαστε εδώ και με σταυρώνετε; Φευγάτε γρήγορα, σπίτια σας!" Και γινόμασταν καπνός ενώ ακούγαμε τον νόνο που προσπαθούσε να την ηρεμήσει: "Σώπα ορή γυναίκα. Άσε τα παιδία να παίξουνε! Τι σου κάμανε; Παιδία είναι..." Εκείνη τίποτα, ρούφαγε το τσιγάρο της νευριασμένη και μας βλαστήμαγε.
Φυσικά, μετά από λίγες μέρες, το ίδιο σκηνικό επαναλαμβανόταν. Πάλι τα παιδοβόλια θα τρέχαμε το γύρο στις αυλές. Θα παίζαμε κρυφτό μέσα στις μαργαρίτες. Θα σκαρφαλώναμε στην αμυγδαλιά. Θα γεμίζαμε τα ρούχα μας αγκάθια από τους κάκτους. Θα σπάγαμε εκείνες τις μικρές πράσινες φούσκες, που περιείχαν σποράκια και σίγουρα θα θέταμε ξανά σε λειτουργία το μικρό μας αρωματοποιείο. Πως αλλιώς μετά θα μοσχοβολάγαμε κατακόκκινο τριαντάφυλλο; Πως αλλιώς θα μας πρόσεχε κι ο εγγονός της κυρίας Αφροδίτης, από δίπλα;
(Ευχαριστώ ειλικρινά που μου το θύμησες!)
27 σχόλια:
μας ισοπέδωσες!
Δεν το ήθελα!
Θα σου είχα τσακίσει τα παϊδια, στη θέση της. :)
Καλά τι να γράψω; Τα ίδια. Δυνατό!
tsintsantson
Σε ένα τοίχο είδα γραμμένο "Μόνη μας πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια" . Η επιστροφή σε αυτή την πατρίδα έγινε αφορμή για μια υπέροχη ανάρτηση- ταινία μικρού μήκους, με ζωντανές τις μυρωδιές και τα χρώματα.
Καλά, είσαι και πολύ πρώτη!!! Εύγε σου!!!
Αυτά στις προ-facebook εποχές... Στο ιντερνετ δεν εισχωρούν τα αρώματα. Ίσως να ειναι κιαυτός ένας λόγος που οι κήποι δεν είναι πλέον στις δόξες τους ...
APO OTI KATALABA EKTWS APO TA E3ADELFAKIA MOU (APO OTI AKOUGA APO THN THEIA MOU) TO ZANTE HTAN KATAMESTO APO GLIKIARIKA LOL
@Φοράδα: Κυρά Αφροδίτη, εσύ είσαι;;;;;;
tsintsantson, σ' ευχαριστώ. Πάλι!
Τσαλαπετεινέ, δεν έχεις κι άδικο. Τα παιδικά μας χρόνια είναι το προικιό μας και από αυτό καθοριζόμαστε, σε μεγάλο βαθμό.
Να είναι καλά πάντως κι ένας φίλος που μου θύμισε την προσπάθεια την παιδική, να κάμουμε άρωμα. Τότε που δεν είχαμε καν ακούσει το όνομα Ζίσκιντ!
Καλημέρες από το Ιόνιο, με λιακάδα πάντα!
Π.Κ., μεγάλη τιμή το "εύγε" από εσάς!
Ευχαριστώ!
Χωραΐτη, λες να είναι κι η νόνα μου στο facebook;;; Θα βουρλιστώ!
Ας σοβαρευτώ όμως... Δεν φταίει το διαδίκτυο, φταίει η αδιαφορία μας.
Νομίζω...
Αγωνιστικούς χαιρετισμούς!
Ανύνυμε-μη, το Ζάντε παραμένει γιομάτο γλυκιάρικα και μάλιστα, όλων των ηλικιών! :)
Μου θύμισες τα παιδικά μλυ χρόνια. 1) όλες τις διαολιές, μεσημέρια τις κάναμε που κοιμόντουσαν οι μεγάλοι. 2) κόβαμε όλα τα τριαντάφυλλα για να φτιάξουμε κι εμείς άρωμα!!!
3) Ετσι παρομοιο κήπο είχε και η δική μου νόνα...
Να είσαι καλά...
Να σε καλά ένιωσα τις μυροδίες την μαγέια έκοίνων των μεσημεριανών ωρών.Μου θύμησες γιατί και τα δικά μας γλυκίαρικα δεν πρέπει να τα κληνουμε το μεσημέρι μέσα και χέρομε που και αυτά κάνουν τα ίδια στις νόνες τους
ΦΙΛΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΖΑΝΤΕ
Γλυκιάρικα, που να 'μπει ο διάολος μέσα σας, Ωρέ χεσμένοι του κερατά, Ωρέ μάγαρα γιατί δεν ξεραινόσαστε, να λαϊμνήσουμε κομμάτι; Αμετε στη τσακισμάρα σας, που τσακίσατε ούλο το Θέο... και όλα αυτά για κάτι παλιοκουρούπες που σπάσαμε για να παίξουμε γκιούστρο!
Ε. ρε Ντάνα, οι μνήμες σου συναντούν τις δικές μας, που μέχρι τώρα πίστευα (χαζά) ότι αφορούσαν μόνο τον μικρόκοσμο της γειτονιάς μου, άντε και του χωριού μου, τις αντάλλασσα μόνο με τα αδέλφια μου. Σε διαβάζω και ρουφάω κάθε σου λέξη, σαν το μητρικό γάλα.
Φιλιά.
Alma mia!
"Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μάβιες , κόκκινες , κίτρινες...
στη συνέχεια σιωπή..η σιωπή του δάσους..
.."Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω.
Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς,
να ακριβολογώ μες τα μυστήρια".
Τα μεσημέρια έβγαινα από το παράθυρο και ξυπόλυτη μεσ΄από λίοφυτα, πικροδάφνες, πεύκα, λυγιές, μερτίες.. έτρεχα να φτάσω γρήγορα στη θάλασσα.
Κουτσουνάκι μου!
Μας ταξιδεύεις!
Κάθε σου λέξη μια εικόνα με άρωμα ψυχής, μια τρυφερή χρωματιστή ανάμνηση, μια ηλιόλουστη χαραμάδα στη πλήξη της καθημερινότητας..
Σου αφιερώνω..
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
λαιμός γαρουφαλένιος,
ανάσαινε το βόγγο του νερού,
ο κόσμος ένιωθε το δάσος.
Το πελαγίσιο αγέρι αποστήθιζε η καρδιά του
σε ήσυχους παλμούς,
σκαλί σκαλί ανέβαιναν τα φύλλα του απάνω στα φυλλώματα,
στις ρίζες τρυφερής ημέρας.
Ο κήπος έμπαινε στη γη
τα χάδια του ν' αγγίζουν μόλις,
αναπηδούσαν οι αλέες μόνες τους
κάθε στιγμή.
Μια σκάλα πόθοι
στα ρεύματα της θέας
και στ' απριλιάτικου το φως
σπαρτάραγε ο δυτικός ουρανός.
Πωλ Ελυάρ
Πάντα να γελάς γιατί σου πάει!
Kiki, φαίνεται όλα τα "παιδοβόλια" κάποτε, είχαν το δικό τους αρωματοποιείο.
Τώρα δυστυχώς, ή δεν προλαβαίνουν λόγω μαθητικών υποχρεώσεων ή προτιμούν να βλέπουν τον κόσμο μέσα από οθόνες.
Να 'σαι καλά!
Αγγέλικα, να είστε καλά κι εσείς. Χαίρομαι να ανακαλώ τις μνήμες των ανθρώπων.
Σόρα Ιωάννα, κάπως έτσι μας έβριζε κι εμάς η νόνα μας αλλά είπα να μην τα γράψω και τηνε κάμω "ρεντίκολο".
Ευχαριστώ πολύ. Ειλικρινά!
Τα σέβη μου!
Mareld mi cielo!
Εσένανε ψυχή μου, που από ό,τι ξέρω ήσουνα αντάρτισσα, ούτε δεμένη δε θα σε κρατάγανε μέσα στη κάμαρα τα καλοκαιρινά μεσημέρια!
Με κάνεις πάντα να χαμογελώ με την ψυχή μου! Ευχαριστώ για τους στίχους, σου αφιερώνω κι εγώ με τη σειρά μου, ένα άλλο αγαπημένο:
Χαμογελώ μα δε γελώ
είναι μεγάλη διαφορά,
τον μακιγιάρω τον καημό
να φιγουράρει για χαρά.
Σ' αυτόν τον κόσμο τον τρελό
και τον σακάτη τον καιρό
χαμογελώ μα δεν γελώ
κι αυτό που μόλις το μπορώ.
Χαμογελώ μα δε γελώ
κι όταν μου λεν πως μ' αγαπούν
Θεέ μου λέω σε καλό μου,
τόση ψευτιά πώς τη μπορούν.
Σ' αυτόν τον κόσμο τον τρελό
και τον σακάτη τον καιρό
χαμογελώ μα δεν γελώ
κι αυτό που μόλις το μπορώ.
Κι όταν κι εσύ πως μ' αγαπάς
μου λες με λόγια τρυφερά,
τότε για πρώτη μου φορά
τότε γελάω δυνατά.
Κώστα Χατζή & Σώτιας Τσότου
Ευχαριστώ πολύ όλους σας για τα τόσο τρυφερά λόγια. Είναι μεγάλη χαρά και τιμή μου, ν' αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές σας.
Ευχαριστώ πολύ κι αυτούς που τους άγγιξε "ο κήπος τση νόνας" αλλά δεν το εξέφρασαν με κάποιο σχόλιο. Δεν έχει σημασία το σχόλιο, ποτέ και για τίποτα! Σημασία έχει, να καταφέρω να χαρίσω ένα χαμόγελο σε κάποιον, όμοιο με αυτό το ζεστό που βγαίνει από τις αναμνήσεις μου.
Να είστε όλοι καλά!
Εξαιρετικό,Καλησπέρες Dana.
Γεια σου καλέ μου Vam! Σ΄ευχαριστώ!
Πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία. Dana φιλιά!
Είναι και η παιδική μας ηλικία Vertzak. Σε φιλώ κι εγώ!
Δημοσίευση σχολίου