και για όλα τα Κακά Παιδιά
του Κόσμου...
Ήταν ένα Παιδί από εκείνα που κάποιοι λένε "κακά". Εγώ δεν ξέρω με σιγουριά να σας πω αν υπάρχει "καλό" και "κακό" στο Κόσμο, αυτό πάντως το Παιδί, το λέγανε Κακό. Και όλη τη χρονιά, κάθε χρονιά το μάλωναν οι γονείς του και το απειλούσαν, πως αν δεν γινόταν Καλό Παιδί, δεν θα του έφερνε το δώρο του ο Άγιος Βασίλης.
Εκείνο μάταια προσπαθούσε, πάλευε συνεχώς να αποδείξει πως δεν ήταν δα και τόσο κακό! Μα κανείς δεν αναγνώριζε τις προσπάθειές του ούτε και ο Άγιος Βασίλης που ποτέ δεν του έφερνε δώρο. Σε αντίθεση με τα Καλά Αδελφάκια του που έβρισκαν κάθε ξημέρωμα Χριστουγέννων, ό,τι ακριβώς είχαν ζητήσει, κάτω από το στολισμένο δέντρο.
Ετούτα όμως τα Χριστούγεννα, το Κακό Παιδί αποφάσισε να κάνει τα πάντα για να πάρει κι αυτό δώρο από τον Άγιο Βασίλη. Κι ήταν στ' αλήθεια, αποφασισμένο. Έτσι, στα τέλη του Νοέμβρη έστησε παγίδα με κοφτερά αστέρια στο Πνεύμα των Χριστουγέννων, το έπιασε και το φυλάκισε μέσα σε ένα ξύλινο κιβώτιο. Το κιβώτιο το κάρφωσε με μεγάλα καρφιά κι έβαλε πάνω του έναν βαρύ καναπέ για να είναι σίγουρο, πως δεν θα μπορούσε να δραπετεύσει από εκεί μέσα. Θα το κράταγε κλεισμένο, νηστικό και μόνο μέχρι να του έφερνε ένα δώρο ο Άγιος Βασίλης.
Ήρθε ο Δεκέμβρης, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και κανένας άνθρωπος στο Κόσμο δεν ένοιωθε την ανάγκη να στολίσει το σπίτι του με χριστουγεννιάτικα στολίδια. Κανείς δεν ήθελε να φτιάξει μελομακάρονα, κουραμπιέδες και άλλα γλυκά της εποχής. Κανείς δεν άκουγε κάλαντα και τα παιδιά δεν έστειλαν ούτε ένα γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Όλοι κυκλοφορούσαν μουτρωμένοι και το μόνο χαμογελαστό πρόσωπο ήταν αυτό του Κακού Παιδιού. Ήταν πολύ χαρούμενο που κανείς δεν απολάμβανε αυτά τα Χριστούγεννα και που κανείς τελικά δεν θα έπαιρνε δώρο.
Μακριά, στο Εργαστήρι του Άγιου Βασίλη, οι βοηθοί του έκλαιγαν και κάθονταν άπραγοι γύρω από τη πολυθρόνα του. Τον παρακαλούσαν να τους δώσει παραγγελίες μα κι εκείνος, τίποτα δεν είχε να πει αφού δεν είχε λάβει παρά μόνο μία. Κι έτσι, παραμονή Χριστουγέννων, ετοίμασε το έλκηθρο, έδωσε από ένα χάδι στους φίλους του τους Τάρανδους και κίνησε να πάει να βρει εκείνο το μοναδικό παιδάκι που με το γράμμα του τού ζητούσε ένα δώρο.
Σε λίγη μόλις ώρα ο Άγιος Βασίλης και η συνοδεία του βρισκόταν πάνω από το σπίτι του Κακού Παιδιού για να του παραδώσει το δώρο του αν και δεν ήξερε τι θα ήθελε το Παιδί να είναι. Κατέβηκε, όπως συνήθιζε από τη καμινάδα του σπιτιού και έφτασε στο μεγάλο σαλόνι. Κοίταξε προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις αλλά πουθενά δεν έβρισκε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Απογοητευμένος, γύρισε να φύγει κι εκεί μέσα στο σκοτάδι, είδε ένα λαμπερό χαμόγελο να φέγγει στο σκοτάδι. Πλησίασε καλύτερα, έσκυψε και είδε το Κακό Παιδί κουλουριασμένο κάτω από το τραπέζι να τον κρυφοκοιτάει.
"Τι κάνεις καλό μου τέτοια ώρα εδώ; θα έπρεπε να είσαι στο κρεβάτι σου!", απόρησε ο Άγιος Βασίλης
"Σε περίμενα Άγιε Βασίλη" ψέλλισε το Κακό Παιδί, "Εγώ σου έστειλα το γράμμα κι εφέτος, ήμουν σίγουρος πως θα ερχόσουν και για εμένα. Και να τελικά που ήρθες!"
"Έλαβα το γράμμα σου, παιδί μου αλλά δεν μου έγραφες τι θα ήθελες για δώρο;" ρώτησε ο Άγιος
"Δεν θέλω τίποτα Άγιε Βασίλη! Έχω παιχνίδια και ρούχα και φαγητό και όμορφο σπίτι. Θα ήθελα μόνο, να με κάνεις Καλό Παιδί." εξήγησε το Κακό Παιδί
"Όλοι με λένε Κακό και δεν ξέρω τι να κάνω για να γίνω Καλό. Κι έτσι φυλάκισα το Πνεύμα των Χριστουγέννων. Να μην κάνει κανείς χαρούμενα Χριστούγεννα! Μόνο εγώ! Λυπάμαι Άγιε, δεν είχα άλλη λύση..."
Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε την μεγάλη αγκαλιά του και χώθηκε μέσα το Κακό Παιδί κι έκλαψε, έκλαψε, έκλαψε κι όταν δεν είχε άλλα πια δάκρυα να μουσκέψει τη γενειάδα του, σήκωσε τα μεγάλα μάτια του και είδε στο πρόσωπο του Άγιου Βασίλη, ένα - ένα να περνάνε τα πρόσωπα της οικογένειάς του. Η μαμά του, ο μπαμπάς του, τα αδελφάκια του... Και όλα τα πρόσωπα ήταν χαμογελαστά και τον αγαπούσαν πραγματικά. Το έβλεπε στα μάτια τους! Κι ήταν πράγματι το ωραιότερο δώρο που υπάρχει!
Ο Άγιος Βασίλης τον πήρε από το χέρι και μαζί πήγαν στην αποθήκη κι ελευθέρωσαν το Πνεύμα των Χριστουγέννων. Ξαφνικά, γέμισε ο Κόσμος με πολύχρωμα λαμπιόνια, μυρωδιές από γλυκά και κάλαντα. Όλα τα παιδιά, στον ύπνο τους χαμογελούσαν όμορφα και μαγικά πακέτα με δώρα άρχισε να βρέχει ο ουρανός, μαζί με ζαχαρένιες νιφάδες και καραμέλες.
Το Κακό Παιδί πλέον ήτανε Καλό κι έτρεξε γρήγορα στο κρεβάτι των γονιών του, χώθηκε στη μέση τους αγκάλιασε και τους γέμισε φιλιά, για πρώτη φορά. Εκείνοι, το έσφιξαν στην αγκαλιά τους, το χάιδεψαν, το φίλησαν γλυκά και του έδωσαν το δώρο τους, να το συντροφεύει πάντα.
Ο Άγιος Βασίλης, πήρε το έλκηθρό του και τους υπομονετικούς του τάρανδους και γύρισε στο σπίτι του, ευτυχισμένος. Είχε πολλά πράγματα να φροντίσει μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα και πολλά Κακά Παιδιά να μεταμορφώσει...
Το μικρό αυτό παραμύθι, ταξίδεψε για πρώτη του φορά στο διαδίκτυο, ξημερώματα Χριστουγέννων, μέσα από το -πάντα φιλόξενο- Ποιείν